Σε ένα επικίνδυνο παγκόσμιο επίπεδο, που συνθέτουν γεωπολιτικές αναταραχές και οικονομικές προκλήσεις, κινείται η ελληνική οικονομία.

Όπως αναφέρει ο ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία, οι πρόσφατες επιθέσεις στο Ισραήλ και το ενδεχόμενο ευρύτερου πολεμικού σκηνικού στη Μέση Ανατολή δεν υπενθυμίζουν απλώς πως η σταθερότητα και η ειρήνη σε μια κρίσιμη περιοχή του πλανήτη και πολύ κοντά στη χώρα μας, απέχουν πολύ από το να επιτευχθούν. Σημειώνουν επίσης την ευμετάβλητη κατάσταση στο ευρύτερο σημερινό γεωπολιτικό σύστημα.
Η κρίση που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν έχει βρει λύση και είναι περισσότερο ορατό το ενδεχόμενο παράτασής της, μέσα σε ευρύτερες ανακατατάξεις που αφορούν άμεσα την Ευρώπη, παρά της άμεσης επίλυσης. Εκτός των άλλων, αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει κλείσει τον κύκλο της και η πρόσφατη ενεργειακή κρίση.

Η παγκόσμια οικονομία έχει αποφύγει προς το παρόν την ύφεση, κινείται όμως σε περιοχή αυξανόμενου ρίσκου, καθώς η αποκλιμάκωση του έντονου πληθωρισμού στις περισσότερες οικονομίες είναι αργή και η διατήρηση των κεντρικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα συνοδεύεται από έντονη επιβράδυνση της μεγέθυνσης.

Κατ’ ελάχιστον, μπορεί κανείς να αναμένει πως η παραγωγή θα λάβει χώρα στο επόμενο διάστημα κάτω από συνθήκες υψηλότερου κόστους κεφαλαίου και ενέργειας από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο, η ελληνική οικονομία κινείται με θετικό πρόσημο. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης καταγράφονται υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με σταδιακή αύξηση επενδύσεων και μείωση της ανεργίας.
Μετά τα μεγάλα ελλείμματα στα οποία επανήλθε, με κέντρο την πανδημία, το δημόσιο ταμείο φαίνεται να εξισορροπεί και να είναι εφικτή η επίτευξη μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων στο άμεσο μέλλον. Η σταδιακή ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας αποτυπώνει την ευρύτερη μείωση των αμφιβολιών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της. Σε σημαντικούς κλάδους της υπάρχει αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκοί πόροι μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρουν τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων και ευρύτερης ανάπτυξης της οικονομίας.

Το πλέγμα αυτό, έντονων προκλήσεων και θετικών χαρακτηριστικών, αξίζει προσοχής, ιδίως γιατί από πολλές κρίσιμες απόψεις η ελληνική οικονομία έχει χαμηλή βάση και σημαντικό δρόμο, ιδίως μέσα από δομικές αλλαγές, για να δυναμώσει το παραγωγικό της δυναμικό σε τέτοιον βαθμό ώστε να επιτευχθεί υψηλή ευημερία για τους πολίτες και να μην ανησυχούν για μελλοντικές προκλήσεις.

Το βασικό σενάριο για ανάπτυξη και πληθωρισμό

Ο ΙΟΒΕ «βλέπει» τόσο για το 2023 όσο και για το 2024, ανάπτυξη της τάξης του 2,4% (η κυβέρνηση προβλέπει από 2,4% φέτος 3% το 2024).

Παράλληλα, η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό περιγράφει ένα μικρό «φρένο» από το 4,3% φέτος στο 2,6% (4% και 2,4% τα αντίστοιχα ποσοστά του προσχεδίου του προϋπολογισμού), κάτι το οποίο δείχνει ότι θα συνεχιστούν οι αυξήσεις τιμών και κατά την επόμενη χρονιά, αλλά με μικρότερο ρυθμό σε σχέση με φέτος. Αντίστοιχα «φρένο» θα πατήσει και η ιδιωτική κατανάλωση από το 2% στο 1,4% του χρόνου, καθότι οι πολίτες πιέζονται, εξαιτίας της μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων.

basiko_senario.JPG

Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι τα έσοδα του τουρισμού θα είναι φέτος υψηλότερα από το 2019, ενώ για το 2024 περιμένει διατήρηση των θετικών επιδόσεων σε πραγματικούς όρους.

Αναφορικά με τις φυσικές καταστροφές, η έκθεση περιμένει αυξητικές επιδόσεις στον πληθωρισμό το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και το 2024, με μικρή αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ το 2024.

Ανεργία και επενδύσεις

Από εκεί και πέρα, οι εξαγωγές αναμένεται να «πέσουν» από 3,5% το 2023 στο 2,6% την επόμενη χρονιά, ενώ οι εισαγωγές αναμένεται να κινηθούν από το 2,6% στο 2,3%.

Την ίδια στιγμή, η ανεργία αναμένεται να διατηρηθεί πάνω από το όριο του 10% για του χρόνου, αγγίζοντας το 10,5% από 11%, δείγμα του ότι μειώνεται ο ρυθμός καθόδου, κάτι που προκαλεί προβληματισμό.

Το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ενδείξεις για υψηλή διαρθρωτική ανεργία και ανεργία τριβής στην ελληνική αγορά εργασίας. Όπως σημειώνει, η ύπαρξη κενών θέσεων εργασίας δεν σχετίζεται με μικρότερη ανεργία στην Ελλάδα, στον βαθμό που αυτό ισχύει σε μια αποτελεσματική αγορά εργασίας. Επίσης, οι μισθολογικές αυξήσεις δεν σχετίζονται με υψηλότερο δείκτη κορεσμού στην αγορά εργασίας, στον βαθμό που αυτό ισχύει στην Ε.Ε.

Η έκθεση διαπιστώνει ενδείξεις για αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των αναγκών στη ζήτηση εργασίας.

Αναφορικά με τις επενδύσεις, το ΙΟΒΕ εκτιμά πως από το 3% φέτος θα «ανέβουν» στο 7,8% κατά την επόμενη χρονιά, εξαιτίας και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπολείπεται της κυβερνητικής πρόβλεψης για ποσοστό της τάξης του 12% και πλέον που περιλαμβάνεται στο προσχέδιο του πρϋπολογισμού που έχει κατατεθεί και συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή.

Βέττας: Να προλάβουμε πριν μας προλάβουν

Όπως τόνισε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, οι κίνδυνοι στο διεθνές περιβάλλον έχουν αυξηθεί, μετά τους πολέμους στην Ουκρανία και στο Ισραήλ.

Η ελληνική οικονομία, επισήμανε, τρέχει πιο γρήγορα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ενώ ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα ύστερα από 13 χρόνια.

Είναι ανάγκη, υπογράμμισε ο κ. Βέττας, στα επόμενα δύο -τρία χρόνια να μπούμε σε υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά πριν μας προλάβουν τα μείζονα προβλήματα της οικονομίας, που είναι το υψηλό χρέος και το δημογραφικό. Αυτό προϋποθέτει την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, τόνισε.

Αναφορικά με τα δημόσια οικονομικά, σημείωσε ότι ο προϋπολογισμός εκτελείται ικανοποιητικά, λαμβάνοντας ώθηση από την αύξηση των εσόδων που δημιουργούν οι αυξημένες ηλεκτρονικές συναλλαγές, μέσω των οποίων αυξάνονται ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος. Ένας αστερίσκος, όπως είπε, είναι η ενδεχόμενη επίδραση νέων μέτρων στήριξης των εισοδημάτων, ενώ δεν γνωρίζουμε σήμερα πώς θα διαμορφωθούν τα επιτόκια για την αναχρηματοδότηση του χρέους.