Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να θέλουν την Τουρκία εκτός Συρίας και ενισχύουν τους Κούρδους
Σε μία ιδιαίτερα φορτισμένη στιγμή για τις διμερείς σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, οι ηγέτες των δύο χωρών Ντόναλντ Τραμπ και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν την πρώτη τους συνάντηση, η οποία σημαδεύτηκε κυρίως από όσα έγιναν στον… εξωτερικό χώρο του Λευκού Οίκου παρά στο εσωτερικό στο πλαίσιο των επαφών των δυο ηγετών.
Αν αξιολογήσουμε το ταξίδι Ερντογάν σε επίπεδο δημόσιας διπλωματίας, το μόνο που κατάφερε ο Τούρκος πρόεδρος ήταν να γίνει δεκτός στον Λευκό Οίκο με τιμές και χαμόγελα.
Το διάστημα που προηγήθηκε της επίσκεψής του υψηλόβαθμα στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης βρέθηκαν στην Ουάσιγκτον ώστε να κάνουν επαφές με τους Αμερικανούς ομολόγους τους και να προετοιμάσουν το έδαφος για την επίσκεψη του Ερντογάν. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η τουρκική πλευρά περίμενε να πάρει πολλά περισσότερα από τις διαπραγματεύσεις, ωστόσο φάνηκε πως οι προσπάθειές της έπεσαν στο κενό.
Ο Τούρκος πρόεδρος πήγε στον Λευκό Οίκο γεμάτος αλαζονεία θεωρώντας πως μπορεί να πάρει όλα όσα θέλει και παράλληλα να εφαρμόσει την αυταρχική πολιτική του και στο έδαφος μιας άλλης χώρας. Ακόμα μια επίσκεψή του στις ΗΠΑ σημαδεύτηκε από τις βιαιοπραγίες της προσωπικής του φρουράς εις βάρος διαδηλωτών.
Αυτήν τη φορά «άνοιξαν» πραγματικά κεφάλια, όταν μέλη της φρουράς του επιτέθηκαν κατά διαδηλωτών έξω από τον Λευκό Οίκο, με τις αμερικανικές αρχές να πραγματοποιούν εννέα συλλήψεις και τέσσερα άτομα να καταλήγουν στο νοσοκομείο. Ο Ερντογάν, πριν εισέλθει στον Λευκό Οίκο, παρακολούθησε ατάραχος τα επεισόδια, ενώ μάλιστα φέρεται να έδωσε ο ίδιος την εντολή για την επίθεση.
Ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε πως, με τον ίδιο τρόπο που τραμπούκισε τους διαδηλωτές, θα μπορούσε να τραμπουκίσει και την κυβέρνηση Τραμπ ώστε να πάρει όλα όσα ήθελε. Έκανε όμως λάθος.
Έφυγε με άδεια χέρια
Σε επίπεδο πολιτικής ουσίας Ερντογάν και Τραμπ πραγματοποίησαν μια συνάντηση – εξπρές – κράτησε μόλις 22 λεπτά –, κατά την οποία φρόντισαν να αποφύγουν τα ακανθώδη θέματα και να μιλήσουν μόνο για τη «φιλία» των χωρών τους.
Μάλιστα από τις τοποθετήσεις των δύο ηγετών παρουσία των εκπροσώπων των ΜΜΕ φάνηκε πως ο Ερντογάν δεν ήταν ευχαριστημένος με όλα όσα συζητήθηκαν στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τραμπ, κάτι που φάνηκε και στη συνέχεια, στο γεύμα εργασίας. Εν τέλει ο Τούρκος πρόεδρος επέστρεψε στην Άγκυρα με «άδεια χέρια».
Ο Ερντογάν τόνισε στον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι η Άγκυρα δεν θα αποδεχθεί την παρουσία Κούρδων μαχητών της Συρίας από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στην περιοχή λέγοντας πως «η παρουσία του YPG-PYD στην περιοχή δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή και θα παραβίαζε τη συνολική συμφωνία που έχουμε συνομολογήσει».
Σημείωσε μάλιστα ότι η Άγκυρα θα αντιδράσει «χωρίς να ρωτήσει κανέναν» σε περίπτωση που αντιμετωπίσει οποιασδήποτε μορφής επίθεση από το YPG, χωρίς όμως να αμφισβητεί ευθέως την απόφαση των ΗΠΑ να εξοπλίσουν το YPG.
Από την πλευρά του ο Τραμπ επαίνεσε την Τουρκία ως σημαντικό εταίρο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και απέφυγε να σχολιάσει τη μαζική καταστολή που εφαρμόζει ο Ερντογάν, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Ωστόσο φάνηκε από τις δηλώσεις του πως οι ΗΠΑ δεν συνδέουν το YPG – το οποίο είναι ο αποτελεσματικότερος σύμμαχός τους στη Συρία στον πόλεμο κατά του ISIS – με την τρομοκρατία των ανταρτών του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) και προσπαθούν με κάθε τρόπο να στείλουν αυτό το μήνυμα στην τουρκική διοίκηση.
Η διοίκηση Τραμπ υποσχέθηκε στην Τουρκία πως θα την ενημερώσει για κάθε πτυχή της επιχείρησης στη Ράκα δίνοντάς της αναλυτικά τα στοιχεία του εξοπλισμού που θα παράσχει στο YPG, σημειώνοντας πως μετά το τέλος της επιχείρησης στη Ράκα δεν θα υπάρχουν μονάδες του YPG γύρω από την πόλη.
Είπε ακόμη ότι ενδεχομένως θα επιτραπεί στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να παρακολουθήσουν την επιχείρηση, ωστόσο, κατά γενική ομολογία, η πρώτη επαφή στο συριακό ζήτημα ήταν τουλάχιστον απογοητευτική για τον Ερντογάν.
Κατά τη συνάντησή του με τον Τραμπ κατέστη σαφές πως η Άγκυρα πρέπει να εγκαταλείψει τα νεο-οθωμανικά σχέδιά της για τη Συρία και την «έξωση» του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, καθότι φαίνεται πως η διοίκηση Τραμπ έχει κάθε πρόθεση να συνεργαστεί με τη Ρωσία στο ζήτημα και να προχωρήσει στο σχέδιο που έχει συμφωνηθεί ήδη από την περίοδο Ομπάμα, χωρίς απαραίτητα να υπολογίζει την Τουρκία στα μελλοντικά σχέδια για τη Συρία.
Αόριστες υποσχέσεις
Πέρα από τον εξοπλισμό των Κούρδων και το Συριακό, στην ατζέντα των συζητήσεων των δυο ηγετών κυριάρχησαν δυο… κληρικοί. Ο Ερντογάν ζήτησε από τον Τραμπ την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίον θεωρεί ενορχηστρωτή της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016. Αντίστοιχα, στο ζήτημα της έκδοσης του Γκιουλέν, ο Τραμπ αντέτεινε την άμεση απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπρούσον.
Ο Μπρουσόν, που εδώ και δυο δεκαετίες ζει στη Σμύρνη, συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές στις 9 Δεκεμβρίου 2016 με την κατηγορία πως βοήθησε «τρομοκράτες» του ΡΚΚ, καθώς και πως ανήκει στο δίκτυο Γκιουλέν. Ο Μπρουσόν, αν και προφυλακισμένος εδώ και έξι μήνες, ακόμα περιμένει να του απαγγελθούν επίσημα κατηγορίες.
Όμως, όπως φάνηκε από την εικοσάλεπτη κοινή συνέντευξη που έδωσαν στο τέλος της συνάντησής τους, οι δύο πρόεδροι αρκέστηκαν στο να υποσχεθούν την ενίσχυση της «στρατηγικής τους σύμπραξης» και των «εξαιρετικών τους σχέσεων», αλλά ο Τραμπ δεν έδωσε στον Ερντογάν κάτι πέρα από τη δήλωση πως οι αντάρτες του ΡΚΚ είναι «τρομοκράτες» για την Αμερική. Ενδεχομένως η αμερικανική διοίκηση να θέσει ξανά στη Γερουσία το ζήτημα της πώλησης στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία, μια πώληση που το 2012 δεν είχε εγκριθεί.
«Θριαμβευτής» στο εσωτερικό
Αμέσως μετά το ταξίδι του στις ΗΠΑ – το οποίο… περιορίστηκε σε μια μέρα αντί για δύο, όπως αρχικά ήταν προγραμματισμένο – ο Ερντογάν επέστρεψε στην Άγκυρα και στο παλάτι του, με τους Τούρκους αναλυτές να περιμένουν πώς θα αντιδράσει σε όλα όσα συζήτησε με τον Τραμπ.
Πολλοί τώρα πιστεύουν πως ο Ερντογάν, σε με μια κίνηση καλής θελήσεως, θα απελευθερώσει τον Αμερικανό πάστορα. Ωστόσο, εξίσου πιθανό θεωρείται το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να αρχίσει να εξυφαίνει τον «ιστό» μέσα από τον οποίο θα διαλύσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Και αν όχι να τις διαλύσει, να τις θέσει σε άλλη πορεία.
Έτσι κι αλλιώς επέστρεψε ως… θριαμβευτής στην ηγεσία του κόμματός του (ΑΚΡ). Μπορεί να χρειάστηκε 998 μέρες (!) για να επιστρέψει στην αρχηγία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), αλλά το έκανε με κάθε λαμπρότητα, μέσα από ένα μεγάλο συνέδριο, στο οποίο μίλησε επί δύο ώρες χωρίς διακοπή.
Στην ομιλία του ο Ερντογάν έθεσε τις βάσεις όχι μόνο για το μέλλον της παράταξής του, αλλά γενικά για την πορεία της Τουρκίας, την οποία το ΑΚΡ διοικεί από το 2002 χωρίς διακοπή. Και μπορεί σημαντικά στελέχη του ΑΚΡ να επέστρεψαν στην οργανωτική δομή του κόμματος, ωστόσο το άνοιγμα του Ερντογάν προς τη νεολαία είναι εκείνο που θα καθορίσει την πορεία της πολιτικής που θα ακολουθήσει, κάτι που αναπόδραστα θα επηρεάσει και την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Μετά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου για τη συνταγματική αναθεώρηση, το Κοινοβούλιο της Τουρκίας θα αποτελείται από 600 και όχι 550 βουλευτές και το όριο ηλικίας για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές θα είναι τα 18 έτη. Από αυτό γίνεται αντιληπτό πως η νεολαία που θα θέσει υποψηφιότητα θα είναι μια γενιά η οποία θα έχει… μεγαλώσει με τον Ερντογάν και το τρίπτυχο της πολιτικής του: εθνικισμός – συντηρητισμός – θρησκεία.
Είναι μια γενιά η οποία ακούει όλο και πιο συχνά το αφήγημα πως η Τουρκία έχει «πέσει θύμα των ΗΠΑ και του Ισραήλ», ειδικά «μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016», οπότε θέλησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Είναι μια γενιά που θα ακούει όλο και πιο συχνά πως η «αμερικανική διοίκηση αρνείται να εκδώσει τον τρομοκράτη Γκιουλέν στην Τουρκία». Θα είναι λοιπόν πιο εύκολο, αν ο Ερντογάν το επιθυμεί, να αρχίσει να χαλάει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ ή να περνάει σε μια «πολιτική αντίστασης».
Αν μάλιστα αποκτήσει και πυρηνικά, τότε η Τουρκία θα είναι μια ωρολογιακή βόμβα στην περιοχή της Μεσογείου, έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Πηγή: http://www.topontiki.gr