Ο Γερμανός καθηγητής οικονομικής ιστορίας Αλμπρεχτ Ριτσλ (διδάσκει σήμερα στο London School of Economics) ήταν ο πρώτος που άνοιξε το δανειακό παρελθόν της Γερμανίας. Αφορμή η στάση της γερμανικής κυβέρνησης στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και ειδικά της Ελλάδας.Ο Γερμανός μελετητής, με συνεντεύξεις και άρθρα του, συμπληρώνει δημοσίως ορισμένες λευκές σελίδες για την πρόσφατη και παλιότερη οικονομική ιστορία της Γερμανίας
Ο πρώτος άξονάς του είναι το Βερολίνο, κάθε άλλο παρά κατάλληλος δάσκαλος για να παραδίδει μαθήματα οικονομίας σε άλλες χώρες:
-Έχει στο παρελθόν του ηχηρές στάσεις πληρωμών. Μία πριν και μία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τρίτη θεωρεί ότι συνέβη το 1990, μετά την επανένωση, όταν η Γερμανία στην ουσία αρνήθηκε να καταβάλει τις «παγωμένες» από το 1953 πολεμικές επανορθώσεις.
– Όχι μία, αλλά αρκετές φορές έχει «κουρευτεί» το εξωτερικό χρέος της. Με πολιτικές αποφάσεις και τους πιο ευνοϊκούς όρους στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό έγινε στη διάρκεια του μεσοπολέμου (σ.σ. η Ελλάδα ήταν επίσης μία από τις χώρες που «πλήρωσε» τότε), αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953.
«Η Γερμανία, γράφει, έζησε τις μεγαλύτερες χρεοκοπίες της νεότερης ιστορίας. Τη σημερινή οικονομική ανεξαρτησία της τη χρωστάει στις ΗΠΑ, οι οποίες μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους παραιτήθηκαν από τεράστια χρηματικά ποσά? Φρόντισαν ακόμη να μη θέσει κανείς από τους συμμάχους αξιώσεις για αποζημίωση (σ.σ. απειλώντας με εξαίρεση από το σχέδιο Μάρσαλ).
Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, ματαιώθηκαν όλες οι αξιώσεις. Αυτό ήταν πολύ ζωτικό για τη Γερμανία, ήταν στην ουσία η οικονομική βάση του γερμανικού μεταπολεμικού θαύματος. Αλλά παράλληλα, τα θύματα της γερμανικής κατοχής, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ήταν αναγκασμένα να αποποιηθούν των δικαιωμάτων τους για αποζημιώσεις».
Αυτές κι άλλες πολλές παρόμοιες επισημάνσεις του Ριτσλ υιοθετούνται ήδη από πολλούς Γερμανούς και μη)
Το Ελληνο-γερμανικό δανειακό παράδοξο
Οι οφειλέτες μεταμορφώνονται ξαφνικά σε πιστωτές…Π όσο από το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους το 1953 αντιστοιχούσε στην κατεστραμμένη Ελλάδα είναι δυσδιάκριτο. Στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα. Ούτε και τον καιρό υπογραφής της συμφωνίας. Τότε δεν συμμετείχε ελληνική αντιπροσωπία (!) και υπογράφηκε από τον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Λ. Μελά.
Το μόνο, που έγινε γνωστό, ήταν πως «ειδική διάταξις της συμφωνίας προβλέπει τον διακανονισμόν των ελληνικών ιδιωτικών απαιτήσεων κατόπιν αποφάσεως του προς τούτου συσταθησομένου διαιτητικού δικαστηρίου». Υποτίθεται ότι οι διαπραγματεύσεις για τις επιμέρους ρυθμίσεις θα συνεχίζονταν και τ΄ αποτελέσματα θα υποβάλονταν για έγκριση σε Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Παρίσι.Τέτοιο δικαστήριο, ως προς το ελληνικό σκέλος του «κουρέματος», ουδέποτε, βεβαίως, λειτούργησε.
Ίσως σχετικές διευθετήσεις να έγιναν στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών συμφωνιών εκείνης της περιόδου. Αν και κάτι παρόμοιο δεν περιέχεται στην πιο σημαντική διμερή συμφωνία της εποχής (Νοέμβριος 1953) ούτε στα επόμενα πρωτόκολλα (Νοέμβριος 1954 και Σεπτέμβριος 1955), με τα οποία αναπτύχθηκε η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα «για την ανοικοδόμηση της χώρας» μας.
Αντίθετα, λόγος γίνεται σε εμπιστευτικό πρωτόκολλο (Ιούλιος 1957) για χρησιμοποίηση δυτικογερμανικών κεφαλαίων σε μάρκα από τα διαθέσιμα του σχεδίου Μάρσαλ. Αυτό σημαίνει ότι συνάλλαγμα που πήρε δωρεάν η Δ. Γερμανία για την ανάπτυξή της από την αμερικανική βοήθεια εξάγονταν σε μάρκα για επενδύσεις μεγάλων γερμανικών εταιρειών (Krupp, Siemens, Stahlunion Export κ.ά.) στην Ελλάδα!
Το κωμικοτραγικό ήταν όμως άλλο. Η Ελλάδα, που χάρισε τα όποια γερμανικά χρέη το 1953, δεν διεκδίκησε και δεν πήρε σε συνέχεια ό,τι είχε δικαίωμα μετά το γερμανικό «κούρεμα» , το 1958 ζητά από τη Δ. Γερμανία κρατικό δάνειο. Παίρνει με όρους αγοράς 200 εκατ. μάρκα για «εκτέλεση έργων υποδομής» και πιστώσεις 400 εκατ. «για τη χρηματοδότηση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα». Αυτά, την ίδια στιγμή που η Δ. Γερμανία χρωστούσε στην Ελλάδα (υπόλοιπο του «κουρέματος», συν πολεμικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις, συν κατοχικό δάνειο του 1942)!
Για τα πολεμικά χρέη η συμφωνία του Λονδίνου πρόβλεπε «πάγωμα» και τη διευθέτησή τους, μέχρι την οριστική λύση του Γερμανικού Ζητήματος. Δηλαδή, όταν και εάν επανενωθεί στο μέλλον η Γερμανία. Στην περίπτωση αυτή θα συγκαλούνταν διεθνής διάσκεψη με αντικείμενο τις επανορθώσεις.
Πώς η Ελλάδα υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία εξηγείται μόνο με όρους Ψυχρού Πολέμου και διαίρεσης της Ευρώπης σε καπιταλιστική και σοσιαλιστική. Υπεράνω όλων ήταν τότε ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» και τα συμφέροντα της Ατλαντικής Συμμαχίας, με προχωρημένα φυλάκιό της τη Δ. Γερμανία στην καρδιά της Ευρώπης και την Ελλάδα στα Βαλκάνια.
Όπως το θέτει σήμερα η επίσημη γερμανική ιστορία τότε «με τη βοήθεια των ΗΠΑ στάθηκε δυνατό να αποτραπεί -μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- η αναζωπύρωση της διαμάχης γύρω από τις πολεμικές αποζημιώσεις»… Αυτό, που δύσκολα εξηγείται είναι η συνέχεια μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990 και τη γνωστή συνθήκη 2+4 (δυο Γερμανίες, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και ΕΣΣΔ).
Τότε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες τόσο για την Ελλάδα όσο και για άλλες χώρες που καταστράφηκαν από τα Γερμανία στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να λάβουν, έστω ετεροχρονισμένα, τις πολεμικές αποζημιώσεις.
Διάσκεψη, όμως, όπως προβλέφτηκε στο Λονδίνο, δεν συνήλθε. Η Γερμανία θεώρησε και θεωρεί ότι η συμφωνία για την επανένωση δεν έχει νομική ισχύ Συνθήκης Ειρήνης. Πράγμα που δεν ευσταθεί σύμφωνα με τους περισσότερους και εγκυρότερους μελετητές. Έδωσε μόνο ορισμένα ποσά (70 εκατ. ευρώ) και έσπευσε να κλείσει το θέμα. Για την ιστορία το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων που δεν πήρε η Ελλάδα υπολογίζεται από σημερινούς οικονομολόγους σε μισό τρισ. ευρώ…
Μικρό χρονικό μεγάλων υποχωρήσεων
1946 Η Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού αναγνώρισε στην Ελλάδα αξιώσεις για πολεμικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις 7,1 εκατ. δολαρίων αγοραστικής αξίας του 1938. Η Ελλάδα ζητούσε τότε 14 εκατ. δολάρια.
1945 1947 Η Ελλάδα στις συζητήσεις για τις επανορθώσεις διαχώριζε το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο του 1942 ύψους 3,5 δολ. (πάλι αγοραστικής αξίας του 1938).
1953 Η Ελλάδα, υπογράφοντας τη συμφωνία του Λονδίνου, μένει με την εντύπωση ότι σ΄ αυτή δεν περιλαμβάνεται το κατοχικό δάνειο. Αλλά και δεν το διεκδικεί.
1961 Η Γερμανία συμφωνεί να δώσει στην Ελλάδα 115 εκατ. μάρκα για ορισμένες κατηγορίες θυμάτων (Εβραίοι, αναγκαστική εργασία κ.λπ.). Απ΄ αυτά θα καταβληθούν μόνο 38 εκατ. Στη σχετική σύμβαση αναφέρεται ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται από τις πολεμικές αποζημιώσει και το δάνειο. Παρ’ όλα αυτά η Γερμανία θεωρεί ότι το «θέμα έκλεισε».
1964 1967 Η Ελλάδα αρχίζει να θέτει ζήτημα κατοχικού δανείου. Αρχικώς (1966) εισπράττει την απάντηση ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε νωρίτερα παραιτηθεί. Αργότερα (1967) αναγνωρίζει ότι παραίτηση (προφορικώς ή εγγράφως) δεν υπάρχει.
1974 Επανέρχεται το ζήτημα του κατοχικού δανείου. Η Γερμανία απαντά ότι περιλαμβάνεται στη συμφωνία του Λονδίνου.
1991 1995 Τα ανεπίσημα και επίσημα ελληνικά διαβήματα απορρίπτονται από το Βερολίνο μ΄ επιχειρήματα του τύπου ότι «μισό αιώνα μετά δεν εγείρονται τέτοια θέματα?».
1996 Συγκροτείται Εθνικό Συμβούλιο για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Σήμερα οι επανορθώσεις-αποζημιώσεις, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδας ανέρχονται σε 108,43 δισ. ευρώ, χωρίς τόκους. Το κατοχικό δάνειο, ύψους 3,5 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία σε 54 δισ. ευρώ (πάλι χωρίς τόκους) .