Οι επιδόσεις του καλοκαιριού δημιουργούν προσδοκίες επίτευξης ιστορικού ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, σύμφωνα με το νέο τεύχος της σειράς μελετών συγκυρίας “Τάσεις του επιχειρείν” της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ. Επιπλέον, εμβαθύνοντας στα δεδομένα, προκύπτει ότι οι φετινές επιδόσεις θα μπορούσαν να είναι ακόμα υψηλότερες αν η χώρα μας δεν είχε πληγεί από πρωτοφανείς αντίξοες συνθήκες τόσο σε εθνικό επίπεδο (κυρίως φυσικές καταστροφές) όσο και σε επίπεδο διεθνούς περιβάλλοντος (κυρίως συσταλτικές επιδράσεις ακρίβειας).

Πιο αναλυτικά, ο ελληνικός τουρισμός ήδη κατέρριψε το καλοκαίρι το ρεκόρ αφίξεων του 2019 (16,9 εκ. αφίξεις ή +2% έναντι του 2019), ενισχύοντας παράλληλα το μερίδιό του στη μεσογειακή αγορά (25% από 24% το 2019). Βασική κινητήρια δύναμη ήταν οι αεροπορικές αφίξεις (+14% έναντι του 2019), κυρίως από «παραδοσιακές αναπτυγμένες αγορές» (+19% έναντι του 2019), με τις ΗΠΑ να ξεχωρίζουν για τη δυναμική τους (+24% έναντι του 2019). Στον αντίποδα, οι οδικές αφίξεις, που αφορούν κυρίως τις βαλκανικές αγορές, παρέμειναν σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019 (-8%). Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η καλή πορεία του τουρισμού επηρέασε θετικά την απασχόληση, με τις καθαρές προσλήψεις στο διάστημα Ιανουάριος-Αύγουστος να είναι 9,7% υψηλότερες έναντι αντίστοιχης περιόδου του 2019.

Ωστόσο, η θετική αυτή εικόνα «κρύβει» μια ενδιαφέρουσα πτυχή: Δεν ξεπέρασαν όλοι οι μήνες του καλοκαιριού 2023 τις αφίξεις 2019. Έτσι, ενώ το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου ήταν 6,5% υψηλότερα του 2019, ο Αύγουστος έκλεισε στο -4% (έναντι 2019). Οι φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές) και οι ακραίες καιρικές συνθήκες – λόγω κλιματικής αλλαγής – θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η καίρια παράμετρος για την αδύναμη επίδοση του Αυγούστου, η οποία στοίχισε 0,3 εκ. αφίξεις (βάσει της συντηρητικής εκτίμησης ότι ο Αύγουστος μπορούσε να προσεγγίσει το επίπεδο του 2019). Ανάλογη εικόνα σκιαγραφούν τα αποτελέσματα για τον Σεπτέμβριο, με τις πλημμύρες να επιτρέπουν οριακή μόνο άνοδο αφίξεων (+0,6% έναντι 2019) – επίδοση σημαντικά χαμηλότερη αυτής του Ιουνίου (έτερου shoulder μήνα), στοιχίζοντας έτσι επιπλέον 0,2 εκ. αφίξεις.

Όσον αφορά το τελευταίο τρίμηνο 2023, αναμένουμε συνέχιση της ανόδου με ρυθμό της τάξης του 11% έναντι 2019 (επιταχύνοντας από το +3% του πρώτου 9μηνου της χρονιάς), με στήριγμα την ισχυρή αεροπορική κίνηση του Οκτωβρίου (+21% έναντι 2019) και την υψηλή επίδοση πτήσεων στο πρώτο 20ήμερο Νοεμβρίου (+11% έναντι 2019). Υπό αυτό το πρίσμα, ο ελληνικός τουρισμός αναμένεται να καταγράψει φέτος νέο ρεκόρ αφίξεων (+4% έναντι 2019), με τις εισπράξεις να ξεπερνούν το επίπεδο των €20 δις – επίπεδο συμβατό με την προηγούμενη εκτίμησή μας (τεύχος τρίτου τριμήνου) – καταλήγοντας έτσι 13% υψηλότερα σε σχέση με το 2019.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η εξαιρετική αυτή επίδοση επιτυγχάνεται σε μια χρονιά με αντίξοες συνθήκες, οι οποίες στοίχισαν στον ελληνικό τουρισμό εισπράξεις της τάξης του €1,2 δις, αφού:

  • Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στοίχισαν 0,5 εκ αφίξεις που αντιστοιχούν σε €0,3 δις εισπράξεις.
  • Η ακρίβεια περιόρισε τον προϋπολογισμό των τουριστών, οδηγώντας σε συρρίκνωση την πραγματική δαπάνη ανά άφιξη (-5% έναντι 2019) – και έτσι η σχετικά περιορισμένη πραγματική κατανάλωση των τουριστών στοίχισε επιπλέον €0,9 δις εισπράξεων (υπό τη συντηρητική υπόθεση ότι η φετινή πραγματική δαπάνη ανά τουρίστα θα μπορούσε να είναι στα επίπεδα 2019).

Όσον αφορά το 2024, παραμένουν τα σύννεφα της γεωπολιτικής αβεβαιότητας (με ενδεικτικά το Ισραήλ να καλύπτει 2% των αφίξεων του 2022), της κλιματικής κρίσης και της ακρίβειας (όπως αποτυπώνεται στο χαμηλό δείκτη εμπιστοσύνης στις βασικές αγορές). Ωστόσο, σημειώνουμε δύο θετικές παραμέτρους:

  • Τα σημάδια πρώιμης ζήτησης για το 2024 δείχνουν ευνοϊκά, καθώς οι κρατήσεις πτήσεων τον τελευταίο μήνα υπερβαίνουν τόσο τα επίπεδα 2019 (+37%) όσο και τα επίπεδα 2022 (+34%).
  • Η φετινή οριακή βελτίωση της εποχικότητας (52% το καλοκαίρι 2023, έναντι 53% το 2019) σε συνδυασμό με την τάση των τουριστών για off-season διακοπές (προς αποφυγή συνωστισμού και ακραίων καιρικών συνθηκών) αφήνει περιθώρια αυξημένης ζήτησης τόσο σε «εναλλακτικούς» μήνες όσο και σε «εναλλακτικούς» προορισμούς.