Σημαντικές παρεμβάσεις, προκειμένου ο κανόνας να είναι πλέον η υποχρεωτική έκτιση της ποινής από κάθε καταδικασθέντα και η εξαίρεση η χορήγηση της αναστολής, περιέχει το νομοσχέδιο που παρουσιάζει σήμερα Τρίτη ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης.
Το νομοσχέδιο με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», το οποίο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση, αποσκοπεί στην εξάλειψη του γενικευμένου αισθήματος ατιμωρησίας με την υποχρεωτική έκτιση των ποινών από 3 χρόνια και πάνω καθώς και στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης βάζοντας τέλος στις συνεχείς αναβολές. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, θα προβλέπεται μόνο μία αναβολή ανά υπόθεση. Η δεύτερη θα δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους υγείας, με έγγραφο από δημόσιο νοσοκομείο.
Στους δικομανείς και «επαγγελματίες μηνυτές» που απασχολούν τη Δικαιοσύνη με αβάσιμες μηνύσεις το νομοσχέδιο επιφυλάσσει ποινική δίωξή για ψευδή καταμήνυση καθώς και επιβολή μεγάλων προστίμων.
Σημαντικές είναι οι διατάξεις για τους εμπρηστές, οι δίκες των οποίων θα διεξάγονται κατά προτεραιότητα. Μάλιστα, προβλέπεται φυλάκιση και για τον εμπρησμό από αμέλεια, ενώ ο εμπρησμός από δόλο μπορεί να επιφέρει και ισόβια, ενώ ο καταδικασθείς θα βαρύνεται και με υψηλότατο πρόστιμο. Σε σύντομο διάστημα θα διεξάγονται και οι δίκες για τροχαία δυστυχήματα, ενώ η φυλάκιση θα είναι μονόδρομος και για τους δράστες σε θανατηφόρα τροχαία, όταν υπάρχει σοβαρή παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, stop κ.ά.).
Το νομοσχέδιο επεμβαίνει δραστικά στην ποινική προδικασία, ενώ αυστηροποιεί αισθητά τις ποινές για κακουργήματα, προσθέτοντας χρόνια και ως προς την έκτιση ποινών.
Στο εξής η μέγιστη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται από τα 15 στα 20 έτη για όλα τα κακουργήματα. Έτσι, εφόσον το μέγιστο όριο κάθειρξης αυστηροποιείται για όλα τα κακουργήματα από τα 15 στα 20 έτη, αυτό συμπαρασύρει προς το αυστηρότερο την υφ’ όρον απόλυση (ως προς τον χρόνο παραμονής στη φυλακή). Δηλαδή για επιβληθείσες ποινές άνω των 5 και έως 20 ετών, οι καταδικασθέντες θα παραμένουν επιπλέον 2-3 χρόνια έγκλειστοι.
Σε ό,τι αφορά τα κακουργήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, και συγκεκριμένα το αδίκημα της απόπειρας βιασμού, το δικαστήριο θα μπορεί πλέον να επιβάλλει την ποινή που προβλέπεται για το ολοκληρωμένο έγκλημα και όχι υποχρεωτικά μειωμένη ποινή όπως ισχύει σήμερα. Άρα η μέγιστη ποινή κάθειρξης για απόπειρα βιασμού που είναι σήμερα 8 έτη θα είναι πλέον 20 έτη. Μάλιστα, για την απόλυση με όρους θα απαιτείται πλέον αιτιολόγηση από το Δικαστικό Συμβούλιο (ουσιαστική αξιολόγηση της πρόγνωσης επαναληψιμότητας της πράξης και της κοινωνικής επικινδυνότητας του δράστη σε σχέση με τη βαρύτητα του εγκλήματος) και όχι απλώς η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων έκτισης μέρους της ποινής όπως ισχύει σήμερα.
Παράλληλα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, στο εξής όσοι καταδικάζονται για οποιοδήποτε αδίκημα σε βαθμό πλημμελήματος σε ποινή 3 ετών και άνω, θα φυλακίζονται, ενώ το δικαστήριο δεν θα δίνει ούτε αναστολή ούτε θα μετατρέπει την ποινή σε χρηματική.
Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή από ένα έως δύο χρόνια ή θα πληρώνει χρηματική ποινή ή θα εργάζεται στο πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας. Σε περίπτωση που η ποινή του είναι από 2 έως 3 χρόνια, θα οδηγείται στη φυλακή για ένα διάστημα (από 30 ημέρες έως 6 μήνες) και το υπόλοιπο ή θα το πληρώνει ή θα εργάζεται.
Για τους πολυϊσοβίτες, αποφυλάκιση προβλέπεται μετά τα 25 χρόνια, ενώ για τους καταδικασθέντες σε ισόβια μετά τα 20 έτη.
Απεμπλοκή από άσκοπες δικονομικές ενέργειες
Με άλλες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου προβλέπεται η απεμπλοκή του ποινικού δικονομικού συστήματος από άσκοπες δικονομικές ενέργειες με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών. Στο πλαίσιο αυτό α) ενισχύεται η αρμοδιότητα των ολιγομελών δικαστικών συνθέσεων και περιστέλλεται η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων με σκοπό την αποδέσμευση του αριθμού δικαστών από πολυμελείς συνθέσεις και β) απλοποιούνται και ελαστικοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής των υποθέσεων σε εξωδικαστικούς θεσμούς όπως είναι αυτός της ποινικής διαπραγμάτευσης.
Ενδοοικογενειακή βία
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ενδoοικογενειακής βίας με το νομοσχέδιο θεσπίζεται γενικό ακαταδίωκτο για τους δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές και το ειδικό επιστημονικό προσωπικό, οι οποίοι καταγγέλλουν περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας που περιέρχεται στην αντίληψή τους. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η προστασία των καταγγελλόντων αυτών από κακόβουλες μηνύσεις που υποβάλλονται εις βάρος τους.