Πέθανε σε ηλικία 100 ετών ο Αμερικανός διπλωμάτης και πρώην υπουργός Χένρι Κίσινγκερ, όπως ανακοίνωσε το ίδρυμα που ίδρυσε ο νομπελίστας Ειρήνης (1973) και φέρει το όνομά του.

Βασικός διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, μια ιστορική αν και αμφιλεγόμενη μορφή της αμερικανικής διπλωματίας, ο Χένρι Κίσινγκερ «πέθανε στο σπίτι του στο Κονέτικατ», αναφέρεται στην ανακοίνωση για τον θάνατό του.

Ο Κίσινγκερ ήταν ο πολιτικός που πιστώθηκε την προσέγγιση με τη Μόσχα και με το Πεκίνο, όμως η εικόνα του αμαυρώθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του σε τραγικά γεγονότα, πάνω απ’ όλα στο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή.

Στο τελευταίο του σημαντικό ταξίδι επισκέφθηκε τον Ιούλιο το Πεκίνο, για να συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος εξήρε τον «θρυλικό διπλωμάτη», ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην προσέγγιση της Κίνας και των ΗΠΑ τα χρόνια του 1970.

Η διαδρομή του 

Ο ναζισμός ήταν η περίοδος που σημάδεψε τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ, που γεννήθηκε στις 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία). Στα 15 του έγινε πρόσφυγας στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 του χρόνια, κατατάχθηκε στον στρατό και υπηρέτησε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ -από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό και ιδιαίτερα φιλόδοξο καθηγητή.

Σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας μετατράπηκε όταν αρχικά έγινε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών – κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε ΥΠΕΞ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.

Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη Σοβιετική Ένωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα υπό άκρα μυστικότητα για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.

Επίσης με άκρα μυστικότητα και ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι έκανε διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.

Το Νόμπελ

Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν του απένειμε το Νόμπελ Ειρήνης το 1973, όμως ο Βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην Ιστορία.

Επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου, καταγγέλλοντας τον ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη ή η αμερικανική υποστήριξη στον Ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.

Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του. Ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγκούστο Πινοσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε.

Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ». Σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.

Ωστόσο ο Χένρι Κίσινγκερ, πατέρας δύο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και φυσικά παρέμενε «γεράκι». Τον Ιανουάριο τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.

Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Ου. Μπους απέτισε φόρο τιμής στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, κρίνοντας πως η Αμερική έχασε «μία από τις πιο αξιόπιστες και διακεκριμένες φωνές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής».