Το βαρίδι της ρήτρας take or pay και η μείωση της κερδοφορίας – Πάνω από 500 εκατ ευρώ οι υποχρεώσεις της

Σημαντικά ερωτήματα για τις επιλογές της διοίκησης της ΔΕΠΑ Εμπορίας μέσα στην ενεργειακή κρίση, το κόστος που είχαν αυτές, αλλά και το μέλλον της κρατικής εταιρείας διατυπώνει το ρεπορτάζ το Ηλία Μπέλλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Συγκεκριμένα, το ρεπορτάζ αναφέρει:

Ένα μήνα μετά την απόφαση του ΤΑΙΠΕΔ να ματαιώσει τον διαγωνισμό για την πώληση του 65% της ΔΕΠΑ Εμπορίας, και καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και μαζί του και η πανευρωπαϊκή προσπάθεια απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, πληροφορίες από πηγές εντός της εταιρείας αλλά και από τις οικονομικές καταστάσεις της, εγείρουν ερωτήματα για το πόσο μεγάλες είναι οι υποχρεώσεις της προς βασικούς προμηθευτές της όπως η Gazprom, για φυσικό αέριο που δεν παραλαμβάνει καν. Πρόκειται για την γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της αγοράς φυσικού αερίου, ρήτρα take or pay. Πέραν όμως αυτής και άλλες συμφωνίες προμήθειας αερίου, που τελικά δεν παραλήφθηκε, φέρονται να έχουν κοστίσει ακριβά στην εταιρεία, και ειδικότερα αυτή που στις αρχές του φθινοπώρου του 2022 παρουσιάστηκε ως εξασφάλιση της χώρας από την ρωσική αναξιοπιστία και την κρίση της αγοράς ενέργειας.

Πρόκειται για την συμφωνία με την TotalEnergies για 10 φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου τα οποία ωστόσο δεν παρελήφθησαν ποτέ αφού η ζήτηση στην Ελλάδα μειώθηκε δραστικά. Ωστόσο η ακύρωση παραλαβής των ποσοτήτων αυτών είχε ρήτρα αποζημίωσης 5 εκατομμύρια ανά φορτίο προσθέτοντας 50 εκατομμύρια στο λογαριασμό. Οι έκτακτες αυτές οικονομικές επιβαρύνσεις εκτιμάται πως ήδη αθροίζουν ποσό άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ. Ορισμένες πλευρές βέβαια εξηγούν τις ζημίες αυτές, σημειώνοντας πως η ΔΕΠΑ Εμπορίας κλήθηκε να στηρίξει την ελληνική αγορά πουλώvτας στη χονδρική και τη λιανική σε πολύ χαμηλές τιμές επωμιζόμενη μέρος της προσπάθεια περιορισμού του ενεργειακού κόστους και  μάλιστα σε μια περίοδο ενεργειακής ανασφάλειας και ανησυχιών για πιθανή διακοπή της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου

Οι οικονομικές καταστάσεις

Και ενώ παραμένει αδιευκρίνιστο πότε και πως θα πληρωθούν οι όποιες σχετικές υποχρεώσεις (καθώς πολύς λόγος γίνεται και για αποζημίωση από πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης), οι οικονομικές καταστάσεις του 2022, οι οποίες αναρτήθηκαν στο ΓΕΜΗ στις αρχές Οκτωβρίου (λίγες μόνο μέρες δηλαδή πριν ματαιωθεί δηλαδή το ΤΑΙΠΕΔ ο διαγωνισμός για την πώληση του 65% του μετοχικού της κεφαλαίου), δείχνουν πως ήδη στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της ΔΕΠΑ Εμπορίας διαμορφώθηκαν στα 592 εκατομμύρια ευρώ με τα 554 εκατομμύρια εξ αυτών να αφορούν προμηθευτές και λοιπές υποχρεώσεις.

Επιπλέον, όπως αναφέρουν οι οικονομικές καταστάσεις του 2022, «λόγω των συνθηκών που προέκυψαν, που οφείλονται στην ενεργειακή κρίση, η μητρική εταιρεία και η θυγατρική του ομίλου Φυσικό Αέριο-Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας, έκαναν χρήση των τραπεζικών ορίων πίστωσης κατά τη διάρκεια του έτους. Πιο συγκεκριμένα, η μητρική εταιρεία χρησιμοποίησε τα πιστωτικά της όρια σε ποσό έως 335 εκατομμύρια ευρώ και στο τέλος του έτους δεν υπήρχε ανεξόφλητο ποσό, ενώ η Φυσικό Αέριο-Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας χρησιμοποίησε τα πιστωτικά της όρια σε ποσό έως 190 εκατομμύρια ευρώ και στο τέλος του έτους το ανεξόφλητο ποσό ήταν 6 εκατομμύρια».

Όμως, η οικονομική έκθεση της προηγουμένης χρονιάς καταγράφει σε σημείωση υπό τον τίτλο «Ενδεχόμενες υποχρεώσεις» και δυνητικές υποχρεώσεις από εγγυητικές επιστολές προς προμηθευτές και τρίτους 893 εκατομμυρίων, αυξημένες σημαντικά από τα 278 εκατομμύρια στα τέλη της προηγούμενης χρήσης (2021).

Εκτίναξη τζίρου

Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν πως η εκτόξευση αυτή των υποχρεώσεων είναι φυσιολογική, δεδομένων των μεγάλων αυξήσεων των τιμών ενέργειας, που απεικονίζονται εξάλλου και στην αύξηση του κύκλου εργασιών του ομίλου ΔΕΠΑ Εμπορίας, από τα 1,696 δισεκατομμύρια του 2021 σε 4,826 δισεκατομμύρια το 2022. Ωστόσο, και παρά το γεγονός πως άλλοι ενεργειακοί όμιλοι κατέγραψαν το 2022 σημαντικότατη αύξηση της κερδοφορίας, η ΔΕΠΑ Εμπορίας είδε τα καθαρά της κέρδη να μειώνονται το 2022 στα 49,5 εκατομμύρια από 274 εκατομμύρια το 2021, αλλά και τα λειτουργικά της κέρδη να υποχωρούν στα 70 εκατομμύρια από 332 εκατομμύρια προηγουμένως. Σημειώνεται ότι στην ΔΕΠΑ Εμπορίας συμμετέχουν με 65% το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και με 35% η HELLENiQ ENERGY Holdings (πρώην ΕΛΠΕ). Η ΔΕΠΑ Εμπορίας ΑΕ είναι μια εταιρεία εμπορίας φυσικού αερίου που φροντίζει να παρέχει καύσιμο στις εταιρείες λιανικής και στις εταιρείας ηλεκτροπαραγωγής με τις οποίες συνεργάζεται. Δεν έχει στην ιδιοκτησία της, πλέον, τις υποδομές φυσικού αερίου της χώρας και έχει ανταγωνιστικές εταιρείες από την ελεύθερη αγορά. Παραδοσιακά, βασικός προμηθευτής ήταν η Ρωσία και η Gazprom. Η ΔΕΠΑ υπήρξε επί πολλά έτη κυρίαρχη στην ελληνική αγορά αλλά τα τελευταία χρόνια έχασε μερίδια αγοράς από τον ιδιωτικό τομέα.

Πέρα από τα κεφάλαια και την ισχύ που χρειάζονται οι εταιρείες εισαγωγής και προμήθειας φυσικού αερίου ή και την κρατική κάλυψη για μεγάλες διακρατικού χαρακτήρα συμφωνίες, η συγκεκριμένη αγορά έχει και μια άλλη ιδιαιτερότητα για να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές: οι παραγωγοί και πωλητές φυσικού αερίου, είτε μέσω αγωγού είτε με πλοία LNG ζητούν ρήτρα «take or pay». Δηλαδή ο αγοραστής να λάβει ελάχιστες εγγυημένες ποσότητες που αν δεν καταφέρει να απορροφήσει θα πρέπει να τις πληρώσει ή να καταβάλει συγκεκριμένες ρήτρες.

Η Gazprom Export

H δημοσίου συμφέροντος ΔΕΠΑ Εμπορίας την τελευταία πενταετία, δεν έχει απορροφήσει τις ελάχιστες συμβατικές ποσότητες αερίου που απορρέουν από τη σύμβαση της με την Gazprom Export. Υποχρεούται ωστόσο συμβατικά να πληρώνει για τις ποσότητες που δεν παραλαμβάνει. Τα στοιχεία που καταγράφονται στην προμήθεια αερίου, σύμφωνα με πηγές που έχουν ίδια γνώση των τεκταινομένων σε αυτή, δημιουργούν προβληματισμό: το διάστημα 2019-20 η ΔΕΠΑ φέρεται να μην παρέλαβε ως όφειλε 400 εκατομμύρια κυβικά μέτρα από την Gazprom Export φυσικό αέριο επιβαρυνόμενη με 70 εκατομμύρια ευρώ όμως για αυτά. Το 2022 δεν απορρόφησε ξανά τις ελάχιστες συμβατικές ποσότητες της κατά περίπου 150 εκατομμύρια κυβικά μέτρα που αντιστοιχούν σε πληρωμές 110 εκατομμύρια ευρώ. Το 2023, δεν θα αποτελέσει σύμφωνα με τις ίδιες πηγές εξαίρεση, και η ΔΕΠΑ δεν θα παραλάβει για μια ακόμη χρόνια τις ελάχιστες ποσότητες.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται να απορροφήσει 510 εκατομμύρια κυβικά μέτρα λιγότερα από όσα είναι συμβατικά δεσμευμένη για τα οποία όμως μπορεί να αναλάβει οφειλή προς την GAZPROM που υπολογίζεται ότι ενδέχεται να αγγίξει τα 175 εκατομμύρια. Η διοίκηση της ΔΕΠΑ Εμπορίας αμφισβητεί το ύψος της οφειλής και υποστηρίζει ότι η GAZPROM έχει παραβιάσει τη μεταξύ τους συμφωνία και δίνει στους ανταγωνιστές της φθηνότερο αέριο από όσο αγοράζει εκείνη και για αυτό δεν θα πληρώσει εν τέλει τη ρήτρα «take-or-pay», προσφεύγοντας ακόμη και σε διαιτησία. Οι Ρώσοι πάντως ανεβάζουν το συνολικό κόστος στα 500 εκατομμύρια ευρώ.

Η συμφωνία με την Total Energies

Όσον αφορά την TotalEnergies, η διοίκηση της ΔΕΠΑ Εμπορίας ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2022 συμφωνία με τον γαλλικό ενεργειακό όμιλο για την αγορά 10 φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με συμφέροντες όρους. Η συμφωνία που χαιρετίστηκε ως εξέλιξη η οποία εξασφαλίζει την τροφοδοσίας της χώρας εν καιρώ πολέμου, αφορούσε πέντε μήνες, από τον Νοέμβριο 2022 έως και τον Μάρτιο 2023 με τη TotalEnergies να παραδίδει δύο πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου ανά μήνα, συνολικά 10 φορτία, που αντιστοιχούν σε 10 TWh. Αλλά η συμφωνία είχε και τέλος ακύρωσης αν η ΔΕΠΑ αποφάσιζε να μην πάρει τις ποσότητες. Τελικά η ΔΕΠΑ δεν παρέλαβε τα φορτία LNG με αποτέλεσμα, αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, να ενεργοποιηθεί η σχετική ρήτρα που προέβλεπε ποινή (τέλος ακύρωσης) 5 εκατομμυρίων ευρώ για κάθε φορτίο και η ΔΕΠΑ να χρεωθεί συνολικά με 50 εκατομμύρια.

Ματαίωση διαγωνισμού

Υπό αυτό το φως εξηγείται ενδεχομένως και η ματαίωση του διαγωνισμού για την πώληση της από το ΤΑΙΠΕΔ, δηλαδή το Δημόσιο, απόρροια της απουσίας αγοραστικού ενδιαφέροντος από έλληνες και ξένους ανταγωνιστές της και επενδυτικά κεφάλαια. Την ίδια ώρα όμως ανακύπτει το ερώτημα του κόστους χρηματοδότησης των υποχρεώσεων που έχουν δημιουργηθεί και, εν τέλει, της ίδιας της προοπτικής της εταιρείας.

Πηγη: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ