Mε αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και με παραμονή στην αγορά εργασίας μετά την συνταξιοδότηση απαντά στο δημογραφικό πρόβλημα και στις δυσοίωνες προοπτικές των ασφαλιστικών οργανισμών ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην έκθεσή του για τις συντάξεις.

Ειδικότερα έκθεσή του, Pensions at a Glance 2023, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι στην Ελλάδα, και παρά τις μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια η μέση ηλικία συνταξιοδότησης βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθώς για τις γυναίκες διαμορφώνεται στα 59,7 έτη και για τους άνδρες στα 63,2 έτη.

Έτσι, ο Οργανισμός αναφέρει ότι θα πρέπει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης να αυξηθεί στα 66 χρόνια, για όσους όμως μπήκαν στην αγορά εργασίας το 2022 και θα συνταξιοδοτηθούν, με 40 έτη ασφάλισης, από το 2062 και μετά.

Για όσους δικαιούνται τα επόμενα χρόνια πλήρη σύνταξη στην Ελλάδα με βάση το γενικό όριο των 67 ετών, δεν κάνει ωστόσο κάποια πρόβλεψη, επισημαίνοντας παράλληλα ότι το όριο συνταξιοδότησης θα αυξηθεί σε όσες χώρες έχουν κάποιου είδους σύνδεση των ορίων συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, κάτι που ισχύει βέβαια για τη χώρα μας.

Συγκεκριμένα, το 2022 για κάθε 100 εργαζόμενους ηλικίας από 20 έως 64 ετών, αντιστοιχούσαν σχεδόν 40 ηλικιωμένοι (39,3) άνω των 65 ετών (δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων). Μάλιστα υπάρχει η πρόβλεψη ότι το 2052, όχι και πολύ μακριά, ο αριθμός αυτός εκτινάσσεται στο 70,7! Δηλαδή για κάθε 10 εργαζόμενους αντιστοιχούν 7 συνταξιούχοι. Στην Ευρώπη των 27, ο σχετικός δείκτης είναι σήμερα (στοιχεία 2022) στο 34,9 και θα αυξηθεί το 2052 στο 58,2, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ κατά μέσο όρο, είναι 31,3 και 53,8 αντίστοιχα, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τη χώρα μας.

Ο υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης πάντως, όπως και ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν υφίσταται κανένα ζήτημα περί αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης στην ατζέντα της κυβέρνησης τουλάχιστον στην επόμενη τριετία.

Υψηλές εισφορές

Από τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση του ΟΟΣΑ προκύπτουν και άλλα ενδιαφέροντα:

– Oι Έλληνες εργαζόμενοι και εργοδότες καταβάλλουν υπέρογκες εισφορές, κατά 30% υψηλότερες από αυτές του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ,

– Tο κράτος συνεχίζει να δαπανά – παρά τις συνεχείς περικοπές των προηγούμενων ετών – ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό της τάξης του 15,7% του ΑΕΠ για συντάξεις,

– Oι χαμηλοσυνταξιούχοι λαμβάνουν παροχές υψηλότερες από τους μέσους μισθούς, και οι εργαζόμενοι αμείβονται στο 70% του μέσου όρου των μισθών που ισχύει στις υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες.

Η χώρα μας επίσης βρίσκεται στην τρίτη θέση με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές για σύνταξη (κύρια και επικουρική), καθώς εργοδότες και εργαζόμενοι καταβάλλουν 26% του μισθού, έναντι 18,2% που ισχύει κατά μέσο όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ. Μόνο η Τσεχία με 28% και η Γαλλία με 27,8% βρίσκονται πάνω από τη χώρα μας, στην οποία μάλιστα, από το 2020 ξεκίνησε μια νέα φάση μείωσης των εισφορών.

Ως αποτέλεσμα αυτού, αλλά και των ιδιαίτερα χαμηλών μισθών, το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, για άτομα που ασφαλίστηκαν στα 22 και αποχωρούν με 40 έτη είναι στην Ελλάδα στο 80,8% των μισθών, όταν ο μέσος όρο των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 50,4%.

Η σύγκριση με τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης

Όταν η σύγκριση γίνεται με τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης, δηλαδή μετά τους φόρους ή άλλες κρατήσεις (ασθένειας), τότε σύμφωνα με την έκθεση παρατηρείται οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτήθηκαν με χαμηλούς μισθούς, να έχουν αναπλήρωση σχεδόν στο 100% και οι υψηλόμισθοι λίγο πάνω από το 75%. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, ξεπερνά το 100%, καθώς ο νόμος Κατρούγκαλου (4387/2016) και μετά τις διορθώσεις του νόμου Βρούτση (4670/2020) ευνοεί έως τα 30 έτη ασφάλισης τους χαμηλόμισθους, λόγω των υψηλών ποσοστών αναπλήρωσης και της Εθνικής Σύνταξης.

Έτσι, ο λόγος του εισοδήματος των συνταξιούχων (μέση σύνταξη κύρια και επικουρική), όπως φαίνεται από την έκθεση, βρίσκεται στο 96% του μέσου μισθού των εργαζομένων, αποκαλύπτοντας παράλληλα ότι η δεκαετία της ύφεσης και της οικονομικής κρίσης, με την εσωτερική υποτίμηση είχε μεγαλύτερη επίπτωση στους εργαζόμενους, αφού ο δείκτης αυτός το 2010 ήταν στο 70%.

Σε σχέση με τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, η Ελλάδα δαπανά το 15,7% του ΑΕΠ σε συντάξεις έναντι 8,9% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος των συνταξιοδοτικών δαπανών του ΟΟΣΑ και 8,5% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το υψηλό αυτό ποσοστό θα συνεχιστεί έως το 2035 (13,7% έναντι 9,8% στον ΟΟΣΑ και 9,4% σε ΕΕ) ενώ θα πέσει στο 12% του ΑΕΠ λόγω της ωρίμανσης όλων των προηγούμενων συνταξιοδοτικών παρεμβάσεων, το 2060, όταν στην Ε.Ε. θα βρίσκεται στο 13,9% του ΑΕΠ και στον ΟΟΣΑ στο 10,3%.