Ανοδος της θερμοκρασίας 1,2 έως 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα μέσα του αιώνα και κατά 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου μετά το 2060, σε σύγκριση με το 1971-2000, αύξηση των ημερών καύσωνα κατά 10 έως 15 μέρες έως το 2050 και κατά 30-50 μέρες έως το 2100, αν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κίνδυνος ερημοποίησης περίπου του 40% της Ελλάδας ιδίως στα ανατολικά και νότια τμήματα, είναι μερικές από τις ζοφερές προβλέψεις που προκύπτουν από την επικαιροποίηση της έκθεσης «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα», που παρουσιάστηκε σήμερα στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Σε οικονομικούς όρους, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες, αναφέρει η Καθημερινή. Τα δάση που καίγονται, οι καλλιέργειες που καταστρέφονται, ο τουρισμός που θα μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία αντικατοπτρίζονται σε αυτό το κόστος.

Η δεκαετία του 2050 περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα δεν θα μπορεί να γίνει αντιστρεπτή, επισημαίνει η έκθεση. Μεταξύ άλλων, η βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, θα αυξηθεί η συχνότητα των ακραία έντονων βροχοπτώσεων. Επίσης, οι πυρκαγιές θα γίνουν συχνότερες: 10 έως 20 μέρες περισσότερες θα καίγονται τα δάση μας μέχρι τα μέσα του αιώνα και 15-50 μέρες έως τα τέλη του αιώνα. Την ίδια ώρα, θα ανεβαίνει και η στάθμη της θάλασσας: κατά 15-20 εκατοστά έως τα μέσα του αιώνα και κατά 20-80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του.

Η μελέτη φωτίζει τις πιο «τρωτές» περιοχές στην κλιματική αλλαγή, με στόχο να σχεδιαστεί μια αποτελεσματική εθνική πολιτική προσαρμογής σ’ αυτήν. Η τρωτότητα εκτιμάται με βάση φυσικά, αλλά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά.

• Σε ό,τι αφορά τις δασικές πυρκαγιές, οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, στη Δυτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.

• Σε ό,τι αφορά τις μεταφορές, τα αρνητικά πρωτεία τρωτότητας εμφανίζει η Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.

Συναγερμό χτυπούν τα συμπεράσματα της μελέτης για τις επιπτώσεις στη γεωργία, εξετάζοντας ειδικά την περίπτωση της Θεσσαλίας. Μεταξύ άλλων προβλέπεται μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και του βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο έως το τέλος του αιώνα. Ειδικά στα ρηχά και επικλινή εδάφη οι αποδόσεις του βαμβακιού και του αραβοσίτου εκμηδενίζονται στο δυσμενέστερο σενάριο. Γι’ αυτό και η μελέτη προτείνει μια σειρά μέτρων, όπως ο περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δραστηριοποιείται έντονα στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, μέσω της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, ενώ συμμετέχει στο οκταετές έργο Life-IP AdaptinGR (2019-2026), το σημαντικότερο για την προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή. Το 2021 ίδρυσε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας.

Γ. Στουρνάρας:  Απαιτούνται μέτρα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής αλλά και την προσαρμογή σε αυτήν

To 2011, όταν η Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος, έπειτα από μελέτες και έρευνες δύο και πλέον ετών, δημοσίευσε τα πρώτα της αποτελέσματα, δημιούργησε μία νέα θεώρηση στα θέματα της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, είπε στον χαιρετισμό του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Η ΕΜΕΚΑ αποτίμησε το κόστος των προβλεπόμενων κλιματικών μεταβολών για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, σχεδόν 200 δισ. ευρώ έως το 2100 με 2% προεξοφλητικό επιτόκιο, αλλά και το όφελος, της τάξης του 30%, από τη λήψη μέτρων προσαρμογής. Κατέδειξε επερχόμενους κινδύνους αλλά αναγνώρισε παράλληλα ευκαιρίες, και κυρίως τη σημασία της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ένα θέμα στο οποίο εστιάσαμε τις μελέτες μας από εκεί και έπειτα, με την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τη συγγραφή του σχεδίου της Εθνικής Στρατηγικής Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή και τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα LIFE-IP AdaptivGreece.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις πρώτες μελέτες της ΕΜΕΚΑ μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα αντιμετώπισε πολλαπλές κρίσεις, που επηρέασαν τη γεωπολιτική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, με την κλιματική αλλαγή να έχει αναδειχθεί στη σημαντικότερη πρόκληση της εποχής μας, συνέχισε ο κεντρικός τραπεζίτης.  Μετά και τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές που έπληξαν φέτος την Ελλάδα, καθίσταται εμφανές ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα επιφέρουν απώλειες, τόσο βραχυχρόνια όσο και μακροχρόνια, στο φυσικό, οικονομικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, μειώνοντας περαιτέρω την ανθεκτικότητα της οικονομίας και της κοινωνίας στην κλιματική αλλαγή.

Καθώς οι χρόνιες επιπτώσεις θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται, η λήψη άμεσων μέτρων από τους φορείς χάραξης πολιτικής καθίσταται αναγκαία, εκτός από το επίπεδο του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και στο επίπεδο της προσαρμογής σε αυτήν, τόνισε  ο κ. Στουρνάρας. Ειδικά στο μέτωπο της προσαρμογής, η πρόοδος σε παγκόσμιο επίπεδο βαίνει μειούμενη, με τις εκτιμήσεις για το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται να αυξάνονται, ενώ ταυτόχρονα οι κλιματικοί κίνδυνοι διευρύνονται. Περαιτέρω καθυστέρηση στη συλλογική εφαρμογή μέτρων και πολιτικών, θα εμβαθύνει τις συνέπειες της κρίσης, ενώ για την αντιμετώπισή της θα απαιτηθούν μεγαλύτερες κεφαλαιακές ροές στο μέλλον, είπε.

Ακόμα κι αν η δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αφορά κυρίως τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη αναλάβει ενεργό ρόλο στα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας, πάντα εντός των ορίων της εντολής τους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στοχεύει με τη δράση της στην κατανόηση και διαχείριση κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, στην υποστήριξη της πράσινης μετάβασης σε μία οικονομία μηδενικών ρύπων και στην προώθηση ευρύτερων συνεργασιών με Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους σε θέματα κλίματος και βιώσιμης χρηματοδότησης. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, βρίσκεται ήδη σε ισχύ από το 2021, ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση κλιματικών παραμέτρων στη στρατηγική της και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις της.

Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι στην Τράπεζα της Ελλάδος ασχολούνται  συστηματικά τα τελευταία 15 χρόνια με τα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας. Αρχικά το 2009 με τη δημιουργία της ΕΜΕΚΑ και από το 2014 με τη συνεισφορά στη διαμόρφωση των πολιτικών προσαρμογής. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2021 δημιουργήθηκε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, με κύριο έργο το συντονισμό των σχετικών δραστηριοτήτων της, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), δημοσιεύτηκε η δέσμευση της ΤτΕ να συμβάλλει, στο πλαίσιο της εντολής της, στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων, με σχετικές ενέργειες στα πεδία που δραστηριοποιείται.

Η συνεισφορά της στην έρευνα συνεχίζεται με τη δημοσιοποίηση σήμερα των αποτελεσμάτων των μελετών για την εξέλιξη της μεταβολής του κλίματος, την τρωτότητα και τις επιπτώσεις, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των εργασιών της ΕΜΕΚΑ και του έργου LIFE-IP AdaptivGreece. Εντός του επόμενου έτους, αναμένεται να ολοκληρωθεί το σύνολο των σχετικών μελετών, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις επιπτώσεις ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, την τρωτότητα και το κόστος της κλιματικής αλλαγής και θα τροφοδοτήσει την αναθεώρηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή.

«Σκοτεινό» αύριο

· Η μέση θερμοκρασία μέχρι τα μέσα του αιώνα θα ανέβει σε σχέση με την περίοδο αναφοράς 1971-2000, από 1,2°C έως και 2°C ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρατηρούνται εάν δεν ληφθούν μέτρα μετριασμού των εκπομπών. Η δεκαετία του 2050 περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη. Μετά το 2060, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία θα φτάσει τους 2°C έως και 5°C περίπου, ανάλογα με το σενάριο εκπομπών.

· Σημαντική θα είναι η αύξηση και του αριθμού ημερών με καύσωνα στα πεδινά, έως και κατά 10-15 ημέρες μέχρι τα μέσα του αιώνα και έως 30-50 μέρες μέχρι το 2100, εάν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών CO2.

· H χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου ανήκουν στις λίγες περιοχές του πλανήτη όπου αναμένεται στο μέλλον μείωση των βροχοπτώσεων. H βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας.

· Η ενίσχυση της ξηρασίας, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων και του αριθμού ημερών βροχής σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας, θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετάπτωση του κλίματος στη χώρας μας προς το ξηρότερο. Αποτέλεσμα αυτού είναι περίπου το 40% της Ελλάδας, ιδίως τα ανατολικά και νότια τμήματα, να κινδυνεύουν μέχρι το τέλος του αιώνα να ερημοποιηθούν στην περίπτωση που δεν ληφθούν παγκοσμίως μέτρα για τον περιορισμό των θερμοκηπικών αερίων.

· Στο μελλοντικό κλίμα αναμένεται αύξηση της συχνότητας των ακραία έντονων βροχοπτώσεων, που θα γίνεται εντονότερη όσο λιγότερα μέτρα ληφθούν και όσο οδεύουμε προς το τέλος του 21ου αιώνα.

· Αύξηση αναμένεται και στον αριθμό των ημερών με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς: από 10 έως και 20 περισσότερες ημέρες πυρκαγιάς μέχρι τα μέσα του αιώνα και από 15 έως και 50 περισσότερες ημέρες με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς προς τα τέλη του αιώνα, ιδιαίτερα στις περιοχές που και σήμερα είναι πιο επιρρεπείς στις δασικές πυρκαγιές.

· Σημαντικές θα είναι, τέλος, και οι επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Με βάση τις εκτιμήσεις των μοντέλων, έως τα μέσα του αιώνα αναμένεται η στάθμη της θάλασσας να ανέβει κατά 15 έως 20 εκατοστά και κατά 20 έως 80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του αιώνα, ανάλογα με την εξέλιξη των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων, με συνέπειες μεταξύ άλλων στη γεωργία στις παράκτιες περιοχές.

Γεωργία – Η περίπτωση της Θεσσαλίας

Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες για τρεις περιοχές μελέτης (Τρίκαλα, Ζάππειο, Σωτήριο) της περιφέρειας της Θεσσαλίας.

Οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:

· Ένταση των τάσεων ερημοποίησης του εδάφους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό και την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων γαιών.

· Μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το τέλος του αιώνα.

· Σε βαθιά εδάφη, μείωση των αποδόσεων2 του αραβοσίτου έως 29,3% και του βαμβακιού μέχρι 29,6% και αύξηση των αποδόσεων του σιταριού μέχρι 68,6%, έως το τέλος του αιώνα στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής.

· Σε ρηχά και επικλινή εδάφη, εκμηδένιση των αποδόσεων του βαμβακιού και του αραβοσίτου και διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων του σιταριού, στο μέσο και στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το μέσο του αιώνα.

· Περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή κατά 3,6% σε όλες τις καλλιέργειες σε διαβρωμένα εδάφη.

Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:

· Εφαρμογή καλλιεργητικών μέτρων διατήρησης του εδάφους στις επικλινείς εκτάσεις και μέτρων αποκατάστασης του εδάφους στις περιοχές υψηλού κινδύνου αλάτωσης.

· Περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις και στα βαθιά εδάφη, ενώ στις επικλινείς εκτάσεις προτίμηση σε σιτάρι και λειμώνια φυτά.

· Τροποποίηση του χρόνου σποράς, οψιμότερα στις χειμωνιάτικες και πρωιμότερα στις καλοκαιρινές καλλιέργειες.

· Καλλιέργεια φυτικών ειδών και ποικιλιών με βραχύτερο βιολογικό κύκλο για εξοικονόμηση νερού.

· Νέα στρατηγική χρήσης αρδευτικού νερού, με έμφαση στα επιφανειακά ύδατα και κατασκευή κατάλληλων υποδομών για την αντιμετώπιση των πλημμυρών.

· Ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης των πλημμυρών σε όλη τη λεκάνη απορροής της Θεσσαλίας.

Mεταφορές

Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις για τον τομέα των μεταφορών και τα προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τομέα των μεταφορών διαχωρίζονται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης σε δύο κατηγορίες:

· Άμεσες (πρωτογενείς) επιπτώσεις: Βλάβες ή φθορές που οδηγούν στην ανάγκη ανακατασκευών, επιδιορθώσεων ή επαυξημένης ανάγκης συντήρησης από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. φθορές, αυξημένη ανάγκη συντήρησης ή αποκατάστασης οδικών, σιδηροδρομικών, λιμενικών και αεροπορικών υποδομών, αυξημένη ανάγκη κατασκευής αναχωμάτων ή άλλων κατασκευών, αύξηση κόστους για την προστασία τους). Επίσης, προβλέπεται μειωμένη ανάγκη εργασιών πρόληψης και συντήρησης, λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών.

· Έμμεσες (δευτερογενείς) επιπτώσεις: Κυρίως στη λειτουργία του συστήματος μεταφορών, με την αύξηση του γενικευμένου κόστους μετακινήσεων ή τη μείωση της οδικής ασφάλειας από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. καθυστερήσεις, αναβολές δρομολογίων, κίνδυνος ατυχημάτων λόγω μειωμένης πρόσφυσης, αποκοπή και μείωση προσβασιμότητας περιοχών από την αδυναμία εκτέλεσης δρομολογίων, διακοπή εφοδιαστικής αλυσίδας και αλλαγές στη ζήτηση). Επίσης, προβλέπεται μείωση ατυχημάτων και καθυστερήσεων λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών και μείωση στην ανάγκη θέρμανσης των μεταφορικών μέσων από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας.

Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή του τομέα των μεταφορών και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ άλλων προτείνονται:

· Δημιουργία εθνικού παρατηρητηρίου επιπτώσεων κλιματικής αλλαγής στις μεταφορές (τήρηση στατιστικών στοιχείων λειτουργίας και επιπτώσεων).

· Περαιτέρω ανάπτυξη αναλυτικών μοντέλων για την αξιολόγηση των μεταφορικών υποδομών ως προς: α) τη σημαντικότητα και β) την τρωτότητα.

· Αναγνώριση και προτεραιοποίηση των έργων μεταφορικών υποδομών, που ελαχιστοποιούν την τρωτότητα του εθνικού συστήματος μεταφορών.

· Κατάρτιση εθνικών σχεδίων διαχείρισης της κυκλοφορίας και σχεδίων εκκένωσης ευάλωτων περιοχών.

· Υλοποίηση έργων προστασίας κρίσιμων μεταφορικών υποδομών (π.χ. αποστράγγιση, ανύψωση κρηπιδωμάτων λιμένων, ανύψωση αεροπορικών/οδικών/σιδηροδρομικών υποδομών που είναι εκτεθειμένες στο θαλάσσιο μέτωπο κ.ά.).

· Αναθεώρηση των υφιστάμενων προδιαγραφών σχεδιασμού μεταφορικών υποδομών, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής.

· Υιοθέτηση μέτρων μείωσης της μεταφορικής ζήτησης, όπως η τηλεργασία, ο συνεπιβατισμός, η διαχείριση της κινητικότητας σε επιχειρήσεις, η κατάρτιση σχεδίων μεταφοράς μαθητών.

Τρωτότητα από την Κλιματική Αλλαγή στις περιφέρειες της Ελλάδος

Η μελέτη υπολογίζει την τρωτότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε να συμβάλει στο σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Στη μελέτη αναπτύσσεται μεθοδολογία εκτίμησης τρωτότητας με συνδυασμό φυσικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών και συμβάντων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Ως πρώτα ενδιάμεσα αποτελέσματα παρουσιάζονται τα σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές και τις μεταφορές.

Δασικές πυρκαγιές

Για τις δασικές πυρκαγιές, για παράδειγμα, στα χαρακτηριστικά των συμβάντων περιλαμβάνεται ο αριθμός πυρκαγιών που έκαψαν 100-500, 500-1.000, 1.000-10.000 και πάνω από 10.000 στρέμματα δάσους και δασικής έκτασης.3 Ο αριθμός πυρκαγιών συσχετίστηκε με την έκταση, τον πληθυσμό, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ένα δείκτη ανισοκατανομής ΑΕΠ στην αντίστοιχη περιφέρεια.4

· Οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.

· Ο αναμενόμενος αριθμός πυρκαγιών αυξάνεται και για τα δύο σενάρια της IPCC5 (RCP6 4.5 και 8.5) για την περίοδο μέχρι το 2100. Αυτό υποδηλώνει ότι οι τρωτότητες σε απόλυτους όρους αναμένεται να αυξηθούν, ενώ σε συγκριτικούς όρους, με βάση την έκταση των περιφερειών, αναμένεται να παραμείνουν σταθερές. Η εξέλιξη της τρωτότητας με βάση κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη του ΑΕΠ και του πληθυσμού.

Για τις μεταφορές, έγινε ανάλυση τρωτότητας του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, βασισμένη στα αποτελέσματα της αντίστοιχης μελέτης7 και δείχνει ότι:

· Η υψηλότερη σχετική τρωτότητα, τόσο συνολικά όσο και ανά χιλιόμετρο δικτύου και για τα δύο σενάρια της IPCC (RCP 4.5 και 8.5), εμφανίζεται στην Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.

Το μεθοδολογικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε για τις δασικές πυρκαγιές και τις μεταφορές είναι κατάλληλο για ανάλυση της πολυδιάστατης τρωτότητας των περιφερειών της χώρας μας σε περισσότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως καύσωνες, πλημμυρικά φαινόμενα, ερημοποίηση και διαχρονική απώλεια ΑΕΠ. Η αποτελεσματική πολιτική προσαρμογής σε περιφερειακό επίπεδο, βασισμένη σε ανάλυση τρωτότητας, μπορεί να αποτελέσει ατμομηχανή ανάπτυξης, ειδικά σε περιφέρειες υψηλής κοινωνικοοικονομικής τρωτότητας και σχετικά χαμηλού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.