Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για την αμερικανική προεδρία εξαιτίας των πράξεών του όταν έγινε η επίθεση οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, όπως αποφάνθηκε χθες Τρίτη το ανώτατο δικαστήριο του Κολοράντο. Η εν λόγω απόφαση χαρακτηρίζεται «πολιτικό σοκ» με δυνητικά σοβαρές συνέπειες εν μέσω της ήδη θυελλώδους προεκλογικής εκστρατείας εν όψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Ο Αμερικανός τέως πρόεδρος αναμένεται πλέον να στραφεί στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως ξεκαθάρισε εκπρόσωπός του.
Συγκεκριμένα, με πλειοψηφία τεσσάρων δικαστών στους επτά, το ανώτατο δικαστήριο του Κολοράντο επιβεβαίωσε πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε «ανταρσία» στις 6 Ιανουαρίου 2021, ενώ έκρινε -ανατρέποντας την αρχική απόφαση- ότι το άρθρο 3 της 14ης τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ, δυνάμει του οποίου αποφάσισε πως δεν έχει δικαίωμα να είναι υποψήφιος, είναι πράγματι εφαρμοστέο, παρότι ο ενδιαφερόμενος ήταν πρόεδρος της χώρας όταν εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα.
Υπενθυμίζεται ότι εκείνη την ημέρα, εκατοντάδες οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ όρμησαν στο Καπιτώλιο για να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την επικύρωση του εκλογικού αποτελέσματος του Νοεμβρίου του 2020, δηλαδή της νίκης του Τζο Μπάιντεν.
Η ιστορική απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του πρώην προέδρου την 1η Αυγούστου σε ομοσπονδιακό επίπεδο και κατόπιν στις 14 Αυγούστου στην πολιτεία Τζόρτζια για τις φερόμενες παράνομες ενέργειές του με σκοπό να επιτύχει την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος άνοιξαν νομικές συζητήσεις για το εάν έχει δικαίωμα να είναι εκ νέου υποψήφιος για το ανώτατο κρατικό αξίωμα και οδήγησαν σε προσφυγές στη δικαιοσύνη αρκετών πολιτειών.
Από τις περίπου δεκαπέντε τέτοιες διαδικασίες σε διάφορες πολιτείες, δύο απορρίφθηκαν ήδη σε Μινεσότα και Μίσιγκαν. Το δικαστήριο του Κολοράντο ήταν το πρώτο που αποφάνθηκε πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να είναι υποψήφιος. Στην ετυμηγορία τους, με την οποία δίνουν εντολή στις εκλογικές Αρχές αυτής της πολιτείας -παραδοσιακού οχυρού των Δημοκρατικών- να αποσύρουν το όνομά του από τα ψηφοδέλτια εν όψει της εσωκομματικής διαδικασίας των Ρεπουμπλικάνων στο Κολοράντο για την ανάδειξη του υποψηφίου τους στις προεδρικές εκλογές, οι δικαστές σημειώνουν πως έχουν «επίγνωση» ότι η απόφασή τους δυνητικά οδηγεί τη χώρα σε «αχαρτογράφητο έδαφος». Παράλληλα, δίνουν αναστολή στην εφαρμογή της έως τις 4 Ιανουαρίου, ώστε να δοθεί περιθώριο να γίνει προσφυγή στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο έως τότε.
Σε περίπτωση που υπάρξει προσφυγή στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο προτού εκπνεύσει η ισχύς της αναστολής, θα παραμείνει σε ισχύ και οι υπεύθυνοι για τις εκλογές «θα πρέπει να συμπεριλάβουν το όνομα του (πρώην) προέδρου Τραμπ στα ψηφοδέλτια των εσωκομματικών εκλογών (των Ρεπουμπλικάνων) για το 2024 ωσότου παραληφθεί (…) απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου», κατά την απόφαση.
Κατά συνέπεια, εν αναμονή απόφασης του ομοσπονδιακού ανώτατου δικαστηρίου, αρκετοί σχολιαστές προεξοφλούν ότιτο όνομα του Ντόναλντ Τραμπ θα βρίσκεται μολαταύτα στα ψηφοδέλτια της εσωκομματικής διαδικασίας των Ρεπουμπλικάνων στο Κολοράντο, όπως και σε αυτά των άλλων πολιτειών όπου θα διεξαχθεί η ψηφοφορία της «Σούπερ Τρίτης» στις 5 Μαρτίου 2024.
Το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο κατήγγειλε αμέσως την «αντιδημοκρατική» επίθεση εναντίον του υποψήφιου. «Το ανώτατο δικαστήριο του Κολοράντο εξέδωσε εντελώς προβληματική απόφαση… και θα προσφύγουμε γρήγορα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και θα ζητήσουμε να ανασταλεί αυτή η βαθιά αντιδημοκρατική απόφαση», τόνισε ο Στίβεν Τσανγκ, ο εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον, έκρινε από τη δική του πλευρά πως η απόφαση είναι «ανεύθυνη» και τίποτα λιγότερο από «ελάχιστα συγκαλυμμένη παραταξιακή επίθεση».
«Νικήσαμε!» πανηγύρισε αντίθετα η οργάνωση Citizens for Responsibility and Ethics in Washington (CREW, «Πολίτες υπέρ της Υπευθυνότητας και της Δεοντολογίας στην Ουάσιγκτον»), που υποστήριξε την ομαδική προσφυγή ψηφοφόρων στη δικαιοσύνη του Κολοράντο.
Η απόφαση αυτή είναι «όχι μόνο ιστορική και δικαιολογημένη, αλλά αναγκαία για να προστατευθεί το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας», υπερθεμάτισε σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος της CREW, ο Νόα Μπουκμπάιντερ.
«Ο κ. Τραμπ έδρασε με τη συγκεκριμένη πρόθεση να υποκινήσει πολιτική βία και να την κατευθύνει στο Καπιτώλιο, με σκοπό να εμποδίσει την επικύρωση» του εκλογικού αποτελέσματος, της νίκης του αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν τον Νοέμβριο του 2020, αποφαινόταν στην πρωτόδικη απόφαση της, τη 17η Νοεμβρίου, η δικάστρια Σάρα Γουάλας.
Αντίθετα, έκρινε πως η 14η τροπολογία του Συντάγματος, που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες, δεν ήταν εφαρμοστέα για τον πρώην πρόεδρο, αναγνωρίζοντας μολαταύτα πως υπάρχουν αμφιβολίες για αυτό.
Η 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος υιοθετήθηκε το 1868· στο στόχαστρο την εποχή βρίσκονταν οι οπαδοί της Συνομοσπονδίας, οι Νότιοι που ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο της απόσχισης (1861-1865), ώστε να αποκλείονται από κάθε δημόσιο αξίωμα όσοι, ενώ είχαν ορκιστεί να υπερασπίζονται το Σύνταγμα, προέβησαν σε «ανταρσία».
Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε χθες ο πρώτος διεκδικητής της προεδρίας στην αμερικανική ιστορία που κρίνεται από τη δικαιοσύνη πως δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα.
Συνήγορος του Ρεπουμπλικάνου επιχειρηματολόγησε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο πως τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν ήταν αρκετά σοβαρά για να χαρακτηριστούν ανταρσία ή στάση, ότι η ομιλία του πρώην προέδρου ενώπιον υποστηρικτών του στην Ουάσιγκτον πριν από την επίθεση προστατευόταν από το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου, που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, και ότι το δικαστήριο δεν είχε τη δικαιοδοσία να στερήσει από τον κ. Τραμπ -που έχει πελώριο προβάδισμα στην εσωκομματική διαδικασία των Ρεπουμπλικάνων, κατά δημοσκοπήσεις- το δικαίωμα να είναι υποψήφιος.
Ο Κάρλος Σαμούρ, μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Κολοράντο που μειοψήφησε, επιχειρηματολόγησε σε μακροσκελή γνωμοδότησή του πως η διαδικασία δεν αποτελούσε «δίκαιο» μηχανισμό για να κριθεί αν έπρεπε να στερηθεί ο κ. Τραμπ το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, αφού δεν έχει καταδικαστεί για ανταρσία από τη δικαιοσύνη, κατά συνέπεια τού στερείται επίσης το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.
«Ακόμη κι αν είμαστε πεπεισμένοι πως κάποιος υποψήφιος διέπραξε φρικτές πράξεις στο παρελθόν -ακόμη κι αν ενεχόταν σε ανταρσία, θα τολμούσα να πω- πρέπει να υπάρξει τήρηση της νόμιμης διαδικασίας προτού να είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πως το πρόσωπο αυτό δεν έχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι», εξήγησε ο δικαστής Σαμούρ.
Στο ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο οι συντηρητικοί δικαστές έχουν καθαρή πλειοψηφία (6-3). Άλλωστε, τρία μέλη του διορίστηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ.