Δεν φαίνεται να επαληθεύονται ούτε φέτος -για δεύτερη χρονιά- οι φόβοι για ελλείψεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ωστόσο αυτό δεν έχει ωφελήσει τις τσέπες των καταναλωτών που αναμένεται να συνεχίσουν να πληρώνουν πολύ πιο ακριβά το φυσικό αέριο από ό,τι στο παρελθόν.
Η κρίση τον περσινό χειμώνα αποφεύχθηκε χάρη στην προσπάθεια εύρεσης νέων προμηθευτών, το άνοιγμα εκ νέου παλαιών εγκαταστάσεων αποθήκευσης και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών για τη μείωση της κατανάλωσης σε ορισμένες ενεργοβόρες περιοχές, εν μέσω της συρρίκνωσης των ροών από τη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση της Moody’s που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα, στα τέλη Νοεμβρίου τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνονταν στο υψηλό επίπεδο του περίπου 97,5%, που αφενός ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο ελλείψεων ενέργειας τον χειμώνα και αφετέρου ισχυροποιεί τη θέση του μπλοκ για την επόμενη χειμερινή περίοδο, σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου.
«Τα βελτιωμένα ενεργειακά αποθέματα της Ευρώπης στην αρχή του φετινού χειμώνα οφείλονται στην αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο προσφοράς και ζήτησης, και της συνεπούς εξοικονόμησης ενέργειας τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τις εταιρείες» αναφέρει η έκθεση της Moody’s, επισημαίνοντας ότι οι αυξημένες προμήθειες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) το 2023, η υψηλότερη διαθεσιμότητα πυρηνικών και υδροηλεκτρικών σταθμών και ο ήπιος χειμώνας βελτίωσαν την κατάσταση.
Στην ηπιότερη κατανάλωση έχει συμβάλει επίσης η οικονομική στασιμότητα στην ήπειρο, αναφέρει ο οίκος, ο οποίος μάλιστα εκτιμά ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου θα είναι υψηλότερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως στα τέλη Μαρτίου του 2024, στο 55%.
Ωστόσο, παρά αυτήν την ευνοϊκή κατάσταση, «οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν υψηλές και ασταθείς», επισημαίνει ο οίκος στην έκθεσή του.
Ο τομέας της ενέργειας ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες, αφού ήταν ο κυριότερος καταλύτης για την αύξηση των τιμών καταναλωτή αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τον Νοέμβριο, ο ετήσιος πληθωρισμός στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 2,4%, με τον αποπληθωρισμό των τιμών της ενέργειας να ανέρχεται στο 11,5% σε ετήσια βάση αλλά με τον ρυθμό αύξηση των τιμών σε όλους τους τομείς να έχει απλώς μετριαστεί.
Στο δε Ηνωμένο Βασίλειο, οι πληθωριστικές πιέσεις στην τιμή του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί 31% κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους μέχρι τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της βρετανική στατιστικής υπηρεσίες. Ωστόσο, οι μειώσεις είναι υποδεέστερες της εκτίναξης που έχουν καταγράψει οι τιμές του φυσικού αερίου.
Στηριζόμενη σε στοιχεία της FactSet, η Moody’s διαπίστωσε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη κινούνται πολύ υψηλότερα του μέσου όρου της περιόδου 2015-2019, με αποτέλεσμα ο οίκος να προβλέπει ότι θα παραμείνουν πάνω από αυτό το επίπεδο τουλάχιστον έως το 2031. Σημειώνεται ότι το 2020 και το 2021 οι τιμές κινήθηκαν χαμηλότερα του μέσου όρου.
«Οι λογαριασμοί που πληρώνουν τα νοικοκυριά και η βιομηχανία παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα» ανέφερε στο CNBC ο Τζέιμς Γουάντελ, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος φυσικού αερίου και του παγκόσμιου τμήματος LNG της Energy Aspects, προσθέτοντας: «Οι τιμές αυτές ακολουθούν συνήθως τις εξελίξεις στις τιμές της χονδρικής αγοράς φυσικού αερίου με καθυστέρηση αρκετών μηνών, λόγω των αντισταθμιστικών συμβολαίων των προμηθευτών. Επομένως, η πτώση των τιμών χονδρικής που έχει αρχίσει από πέρυσι δεν έχει ακόμη μετακυλισθεί πλήρως». Πάντως, ο Γουάντελ σημειώνει ότι οι τιμές χονδρικής, παρότι είναι περίπου τέσσερις φορές χαμηλότερες σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 2022, και πάλι παραμένουν υπερδιπλάσιες από ό,τι ήταν ιστορικά και επισημαίνει: «Αυτό σημαίνει ότι παραμένουν οι πιέσεις για τα νοικοκυριά και τις βιομηχανίες, και στην περίπτωση των τελευταίων βλέπουμε όλο και περισσότερο ενδιαφέρον από τις εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός Ευρώπης».
Παράλληλα, σημειώνει ότι παρά τον επαρκή εφοδιασμό βραχυπρόθεσμα, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της Ευρώπης να διευρύνει τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι τα αποθέματα μπορεί να εξαντληθούν γρήγορα σε περίπτωση που ο καιρός κρυώσει. Το ίδιο μπορεί να συμβεί εάν αυξηθεί η ζήτηση LNG από την Ασία, μειώνοντας την προσφορά προς την Ευρώπη, σύμφωνα με τον Γουάντελ.
Από την πλευρά της, η Moody’s σημειώνει ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν ευμετάβλητες κυρίως λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την εγγενή τους ευπάθεια στις διαταραχές του εφοδιασμού. Μάλιστα, ο οίκος επισημαίνει αρκετούς κινδύνους που μπορεί να επηρεάσουν τις εκτιμήσεις της για την αγορά φυσικού αερίου, όπως η περαιτέρω μείωση της προμήθειας μέσω του ρωσικού αγωγού και τυχόν διακοπές εφοδιασμού, όπως στην περίπτωση των απεργιών σε εγκαταστάσεις LNG στην Αυστραλία νωρίτερα το 2023.
Οι αναλυτές της Moody’s επισημαίνουν ότι πρόσθετη αστάθεια έχει προκαλέσει και ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, που οδήγησε σε αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου και των τιμών spot του φυσικού αερίου παρά τη σχετική απόσταση της Ευρώπης από το μέτωπο του πολέμου.
«Στο απίθανο δυσμενές σενάριο όπου η σύγκρουση θα μπορούσε να κλιμακωθεί στην ευρύτερη περιοχή με την άμεση εμπλοκή του Ιράν, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα μπορούσαν να εκτοξευθούν σε παρόμοια επίπεδα αυτά στα οποία ανήλθαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό το σενάριο θα έβλαπτε την οικονομική δραστηριότητα και θα αύξανε περαιτέρω τις προκλήσεις για τους τομείς έντασης ενέργειας».