Η Αθήνα είναι η πόλη που εμφανίζει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη αύξηση τιμών στα ακίνητα, καθώς η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στο να καλύψει το χαμένο έδαφος σε σχέση με την κρίση, σύμφωνα με την BNP Paribas.
Ειδικότερα, οι τιμές των κατοικιών είναι κατά 8,6% χαμηλότερες σε σχέση με τα υψηλά του 2008 σε πανελλαδικό επίπεδο και μόνο κατά 2,7% χαμηλότερες στην Αθήνα.
Όπως σημειώνει η BNP Paribas, η αγορά έχει στηριχθεί από την ανάκαμψη της οικονομίας και της αγοράς απασχόλησης.
Πάντως, σε άλλες χώρες που επίσης δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αλλά ανέκαμψαν ταχύτερα από ό,τι η Ελλάδα, οι τιμές έχουν εκτιναχθεί. Στην Πορτογαλία και την Εσθονία, για παράδειγμα, τα ακίνητα κινούνται κατά 70% υψηλότερα από τα υψηλά του 2007.
Βέβαια, στην Ελλάδα, οι τιμές των ακινήτων έπιασαν «πάτο» πιο αργά από ό,τι σε άλλες χώρες, το καλοκαίρι του 2017 και 9 χρόνια μετά το υψηλό τους. Η Ελλάδα εμφάνισε παρόμοια πορεία με την Ιταλία, την ώρα που στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, η ανάκαμψη ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, από το πρώτο εξάμηνο του 2013.
Πλέον, οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί τόσο ώστε κάποιες κυβερνήσεις έχουν αποφασίσει να κάνουν ένα βήμα πίσω, περιορίζοντας ή και καταργώντας κάποια από τπα κίνητρα που θεσπίστηκαν όταν οι αγορές βρίσκονταν χαμηλά, σημειώνει η BNP Paribas. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το ελάχιστο όριο για την ένταξη στο πρόγραμμα της Χρυσής Βίζας διπλασιάστηκε σε κάποιες περιοχές, στα 500.000 ευρώ. Πιο αυστηρό είναι πλέον και το πλαίσιο για τα Airbnb.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων και οι προοπτικές του 2024
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της BNP Paribas, η πρωτοφανής αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβαλε σε γενικές γραμμές φρένο στην ανάκαμψη των ευρωπαϊκών αγορών ακινήτων, που είχε ξεκινήσει το 2014 και εντάθηκε με τα lockdowns του 2020.
Βέβαια, η κατάσταση δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες, όπως τονίζει ο επενδυτικός οίκος. Οι οικονομίες που είχαν αντιμετωπίσει πιο ελαφριά την κρίση του 2008, φαίνεται να δυσκολεύονται περισσότερο τώρα με την αύξηση των επιτοκίων (η Γερμανία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα).
Αντίθετα, στις χώρες της περιφέρειας, όπως ήταν γνωστές στο παρελθόν (Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα), ο δανεισμός των νοικοκυριών έχει μειωθεί σημαντικά, η στάθμιση του κατασκευαστικού κλάδου στην οικονομία έχει μειωθεί στο μισό και οι όροι δανεισμού είναι πιο αυστηροί. Όμως, όπως τονίζει η BNP Paribas, το υψηλό μερίδιο των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου παραμένει ένα τρωτό σημείο για τις οικονομίες αυτές.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις επιτοκίων στις ευρωπαϊκές αγορές κατοικιών έχουν σε μεγάλο βαθμό φανεί, με τα στοιχεία από τον τραπεζικό δανεισμό να δείχνουν μία εικόνα σταθεροποίησης.
Το ΔΝΤ έχει φανεί καθησυχαστικό ως προς την ικανότητα των νοικοκυριών να αντιμετωπίσουν το περιβάλλον των υψηλότερων επιτοκίων. Άλλωστε, σε χώρες όπως η Ελλάδα, το μερίδιο των ιδιοκτητών κατοικιών που πληρώνουν στεγαστικό δάνειο είναι αρκετά χαμηλό, επομένως οι επιπτώσεις από τις επιτοκιακές αυξήσεις είναι ηπιότερες.
Εάν η Ευρωζώνη αποφύγει μια ύφεση το 2024 και παραμείνει σε πορεία ανάπτυξης –έστω και χαμηλής- αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω εξασθένιση της δυναμικής της αγοράς ακινήτων, σημειώνει η BNP Paribas.
Ωστόσο, η αλληλουχία των μεγάλων σοκ που βίωσαν η Ευρωζώνη και η παγκόσμια οικονομία τα τελευταία τρία χρόνια, απαιτεί προσοχή, καταλήγει ο οίκος. Η μακροοικονομική κατάσταση παραμένει εύθραυστη και μια περαιτέρω επιδείνωση, ειδικά στην αγορά εργασίας, θα έχει συνέπειες για τα ακίνητα.