Στη Φρανκφούρτη, έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι σήμερα στραμμένα τα βλέμματα Ευρωπαίων και επενδυτών καθώς αναμένεται η απόφαση των αξιωματούχων της Τράπεζας για το εάν θα διατηρηθεί το κόστος δανεισμού στα σημερινά επίπεδα ή όχι. Από τη μία πλευρά, η αγορές εδώ και καιρό προεξοφλούν τη μείωση των επιτοκίων και μάλιστα από την άνοιξη από την άλλη η επικεφαλής της Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ φαίνεται να μη βιάζεται.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η ΕΚΤ πρόκειται να διατηρήσει το κόστος δανεισμού αμετάβλητο για τρίτη συνεδρίαση, την ώρα που εντείνει τις προσπάθειές της προκειμένου να πείσει τους επενδυτές ότι δεν επίκειται μείωση των επιτοκίων.
Το επιτόκιο καταθέσεων θα παραμείνει στο 4%, ήταν η ομόφωνη «ετυμηγορία» των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε σχετική έρευνα του πρακτορείου ειδήσεων. Το πόσο καιρό θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, ωστόσο, καθίσταται ολοένα και πιο καυτό θέμα, με την πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ και να σηματοδοτεί ότι μια μείωση το καλοκαίρι είναι «πιθανή».
Οι αξιωματούχοι φαίνεται να σημειώνουν στο ημερολόγιό τους τον Ιούνιο ως το νωρίτερο χρονικό σημείο έναρξης της νομισματικής χαλάρωσης, επιδιώκοντας στο μεταξύ να διαβεβαιώσουν ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο 2%. Αυτό το χρονοδιάγραμμα έρχεται σε αντίθεση με τις αγορές, ωστόσο, οι οποίες τείνουν προς μια πρώτη κίνηση τον Απρίλιο – στοιχήματα στα οποία η επικεφαλής της ΕΚΤ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιταχθεί για άλλη μια φορά.
Πράγματι, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν δήλωσε ότι τα «σημαντικά» στοιχεία σχετικά με τις συμφωνίες για τους μισθούς θα είναι διαθέσιμα μόνο για τη συνεδρίαση του Ιουνίου και ότι η πολύ γρήγορη αναπροσαρμογή των επιτοκίων μπορεί να είναι «αυτοκαταστροφική». Επικαλούμενος παράγοντες όπως η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, ο διοικητής της αυστριακής κεντρικής τράπεζας Ρόμπερτ Χόλτζμαν προειδοποίησε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες φέτος.
Τι λέει το Bloomberg
«Το ενδιαφέρον μετά την επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ θα επικεντρωθεί στην ομιλία της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων στη συνέντευξη Τύπου. Το Bloomberg Economics αναμένει ότι θα εντείνει την προσπάθειά της νε πείσει τις αγορές τι δεν επίκειται σύντομα μείωση των επιτοκίων», σημείωσε ο David Powell, ανώτερος οικονομολόγος της ζώνης του ευρώ. Η Λαγκάρντ 30 λεπτά μετά την ανακοίνωση της πολιτικής της ΕΚΤ.
Επιτόκια
Τον Ιούνιο θα πραγματοποιηθεί η πρώτη από τις τέσσερις μειώσεις για το το 2024, κατά 25 μονάδες βάσης -με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφωθεί στο 3%- σύμφωνα με ξεχωριστή έρευνα του Bloomberg. Ωστόσο, οι προβλέψεις διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, υπογραμμίζοντας τη μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές.
Ο Edgar Walk, επικεφαλής οικονομολόγος της Metzler Asset Management, προβλέπει χαλάρωση 200 μονάδων βάσης το 2024, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο. Ο ομόλογός του στην Allianz, Ludovic Subran, προβλέπει μόνο δύο κινήσεις των 25 μονάδων βάσης, με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που επικρίθηκαν για την υποτίμηση της αρχικής ανόδου των τιμών να είναι επιφυλακτικοί ως προς το κηρύξουν μία πρώιμη νίκη απέναντι στον πληθωρισμό.
«Η ΕΚΤ θα είναι εξαιρετικά απρόθυμη να μειώσει τα επιτόκια πολύ νωρίς και πολύ γρήγορα, προκειμένου να αποφύγει να εφνιδιαστεί ξανά από τον πληθωρισμό», δήλωσε ο Subran.
Ενώ οι αγορές έχουν κάπως περιορίσει τις προσδοκίες τους για επιθετικές μειώσεις του κόστους δανεισμού, συνεχίζουν να «βλέπουν» κινήσεις 133 μονάδων βάσης για το 2024.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου εξέφρασαν την ανησυχία ότι τα στοιχήματα των επενδυτών «απειλούσαν με υπερβολική χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών γεγονός που θα μπορούσε να εκτροχιάσει την αποπληθωριστική διαδικασία», σύμφωνα με έναν απολογισμό που δημοσιεύθηκε αργότερα.
Ο διοικητής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Κλαας Κνοτ εξέφρασε ξανά αυτήν του την ανησυχία την περασμένη εβδομάδα, προειδοποιώντας ότι τα υπερβολικά στοιχήματα για μειώσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να καθυστερήσουν τη νομισματική χαλάρωση.
Το οικονομικό τοπίο
Η εικόνα για τα πρόσφτατα οικονομικά στοιχεία ήταν μάλλον μεικτή. Οι δείκτες PMI για τον Ιανουάριο σηματοδότησαν ότι μια πιθανή ύφεση στην ευρωζώνη το δεύτερο εξάμηνο του 2023 θα μπορούσε κάλλιστα να επεκταθεί και στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο, η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή. Το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε απροσδόκητα στο 6,4% τον Νοέμβριο – ισοφαρίζοντας το χαμηλό ρεκόρ του Ιουνίου, αλλά χωρίς να κατευνάζει τις ανησυχίες για δευτερογενείς επιπτώσεις.
Οι προοπτικές της ΕΚΤ του Δεκεμβρίου προέβλεπαν αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά 0,6% το 2023, 0,8% το 2024 και 1,5% το 2025. Στα μέσα Ιανουαρίου, ο αντιπρόεδρος Λουίς Ντε Γκίντος χαρακτήρισε τις εξελίξεις για την ανάπτυξη «απογοητευτικές».
Ο πληθωρισμός, εν τω μεταξύ, εκτινάχθηκε στο 2,9% από 2,4% τον προηγούμενο μήνα σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, η άνοδος θεωρείται προσωρινή, με την ΕΚΤ να αναμένει περαιτέρω επιβράδυνση το 2024, αν και λιγότερο έντονη από ό,τι το 2023. Συνεχίζει να προβλέπει επιστροφή στον στόχο του 2% το 2025.
Επιχειρησιακό πλαίσιο
Η Λαγκάρντ ενδέχεται να ενημερώσει για την τρέχουσα αναθεώρηση του επιχειρησιακού πλαισίου, το οποίο θα καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ θα εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στο μέλλον. Πρόσφατη δημοσκόπηση του Bloomberg έδειξε ότι οι οικονομολόγοι αναμένουν τα αποτελέσματα τον Απρίλιο.
Οι περισσότεροι προβλέπουν μικρότερο ισολογισμό και παροχή ρευστότητας με γνώμονα τη ζήτηση, καθώς και μόνιμο χαρτοφυλάκιο ομολόγων και υψηλότερες απαιτήσεις αποθεματικών.
Κριτική του προσωπικού
Μόλις τρεις ημέρες πριν από την απόφαση αυτής της εβδομάδας, η Λαγκάρντ δέχθηκε έντονη κριτική από ορισμένους από τους ίδιους τους υπαλλήλους της και ενδέχεται να ερωτηθεί σχετικά με το θέμα.
Η έρευνα του Οργανισμού Διεθνών και Ευρωπαϊκών Δημόσιων Υπηρεσιών (IPSO) έδειξε ότι η εμπιστοσύνη του προσωπικού σε ολόκληρη την ηγετική ομάδα της ΕΚΤ είναι χαμηλότερη από ό,τι πριν από έναν χρόνο, με σχεδόν το 60% να έχει αρνητική άποψη.
Η ένωση IPSO ανακοίνωσε ότι τα αποτελέσματα είναι πολύ χειρότερα από εκείνα για τους προκατόχους της, τον Μάριο Ντράγκι και τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Η κεντρική τράπεζα χαρακτήρισε τη δημοσκόπηση «προβληματική».