Σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, και στο ελληνικό, ιδιαίτερα σημαντικός θεωρείται ο ρόλος της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επισημαίνει το ενημερωτικό δελτίο 7 Ημέρες Οικονομία της Eurobank. Κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου κύκλου σπουδών οι μαθητές αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη μετα-δευτεροβάθμια μη Τριτοβάθμια εκπαίδευση, για να διεκδικήσουν την πρόσβασή τους σε ιδρύματα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Η ποιότητα των γνώσεων που αποκτούν στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν επηρεάζει μόνο την μετέπειτα ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τους πορεία αλλά συνδέεται άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη καθώς πλήθος οικονομικών μελετών έχουν εκτιμήσει ότι υφίσταται ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και των εγγραφών και των επιδόσεων των μαθητών σε σχολεία Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων καθώς και η δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων και συντελούν στην αύξηση του εθνικά παραγόμενου προϊόντος.
Στο σημείωμα της Eurobank επιχειρείται μια διαχρονική ανάλυση των επιδόσεων που επιτυγχάνουν οι Έλληνες μαθητές Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αξιολόγηση PISA.
Αναλυτικότερα, σκοπός είναι να διαπιστωθεί η εξέλιξη των επιδόσεων τους στα γνωστικά αντικείμενα της συγκεκριμένης αξιολόγησης, ενώ η ανάλυση θα επεκταθεί και στην εξέλιξη του ποσοστού των μαθητών που επιτυγχάνουν τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες επιδόσεις. Παράλληλα, θα διερευνηθεί η συσχέτιση των επιδόσεων των μαθητών με βάση το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο. Εξάλλου, θα πραγματοποιηθεί σύγκριση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών με τη μέση επίδοση των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτές βελτιώνονται συγκριτικά με τις επιδόσεις μαθητών άλλων ανεπτυγμένων χωρών, ενώ στο τέλος του σημειώματος γίνεται αναφορά σε ενδεικτικές προτάσεις πολιτικής.
Εξέλιξη επιπέδου εκπαίδευσης πληθυσμού και δείκτη ανθρώπινου κεφαλαίου στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το επίπεδο εγκύκλιας εκπαίδευσης παρουσιάζει βελτίωση με την πάροδο του χρόνου. Eνώ το 2004 περίπου 4 στους 10 κατοίκους της χώρας (41,5%) είχαν παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό ή/και Γυμνάσιο), το 2022 μόλις 2 στους 10 (22,7%) είχε παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει μόνο το συγκεκριμένο επίπεδο εκπαίδευσης. Παράλληλα, το 2022 περίπου ο μισός πληθυσμός (46,8%) της χώρας είχε ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια (Γενικό Λύκειο, ΕΠΑΛ, Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης, Σχολές Μαθητείας ΟΑΕΔ) ή την μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΙΕΚ, Κολλέγιο) όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2004 ανέρχονταν σε 40,9%. Τέλος, ενώ το 2004 κάτω από 2 στους 10 κατοίκους (17,6%) είχε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (βασικό πτυχίο, Μεταπτυχιακό, Διδακτορικό) το 2022 περίπου το 1/3 (30,5%) αυτών είχε αντίστοιχο τίτλο σπουδών.
Η βελτίωση του επίπεδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα προκύπτει και από τη σύγκριση των ποσοστών της με τα αντίστοιχα της ΕΕ-27. Την περίοδο 2004-2022 το ποσοστό πληθυσμού που παρακολούθησε ή ολοκλήρωσε μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση παρουσίασε εντονότερη κάμψη συγκριτικά με αυτό της ΕΕ-27, και μετά το 2019 είναι χαμηλότερο. Επιπλέον, σε αντίθεση με την ΕΕ-27 όπου το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζει ήπια πτώση μετά το 2013, στην Ελλάδα αυξάνει συνεχώς και μετά το 2019 ξεπερνάει το αντίστοιχο ποσοστό της ΕΕ-27. Στην περίπτωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το ποσοστό της Ελλάδας κυμαίνεται διαχρονικά στα ίδια επίπεδα με αυτό της ΕΕ-27.
Η εικόνα διαφοροποιείται σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό αν ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του δείκτη ανθρώπινου κεφαλαίου (index of human capital per person) που παράγουν τα πανεπιστήμια Groningen και California-Davis για την περίοδο 1954-2019. Ο συγκεκριμένος δείκτης υπολογίζεται με βάση τη μέση διάρκεια σπουδών στο σχολείο (average years of schooling) και την οικονομική απόδοση της εκπαίδευσης (rate of return to education), και λαμβάνει τιμές στο διάστημα 1,2-4,4. Αν και το 2019 η Ελλάδα κατατάσσεται έκτη ανάμεσα σε 43 χώρες (μέλη του ΟΟΣΑ ή/και της ΕΕ-27) στο ποσοστό βελτίωσης της τιμής του συγκεκριμένου δείκτη (+89,3%) συγκριτικά με το 1954, εντούτοις κατατάσσονταν στην ένατη θέση από το τέλος με βάση την μέση τιμή του δείκτη την ίδια περίοδο (2,45 μονάδες) και στην 36η θέση με βάση την τιμή του δείκτη το 2019 (3,14).
Ανάλυση αποτελεσμάτων αξιολόγησης PISA για την Ελλάδα
Το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών PISA (Program for International Student Assessment) αξιολογεί τις ικανότητες των μαθητών 15 ετών σε τρία γνωστικά αντικείμενα, δηλαδή στα Μαθηματικά, στις Φυσικές Επιστήμες και στην Κατανόηση Κειμένου. Διεξάγεται κάθε τρία έτη και στη συγκεκριμένη αξιολόγηση συμμετέχουν τόσο οι χώρες του ΟΟΣΑ όσο και χώρες που δεν αποτελούν μέλη του. Η Ελλάδα συμμετέχει στην συγκεκριμένη έρευνα από την πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε, δηλαδή το έτος 2000.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της Ελλάδας στο συγκεκριμένο διαγωνισμό καταδεικνύει ότι υπάρχει σχετική αναντιστοιχία ανάμεσα στην εικόνα που περιγράφηκε στην προηγούμενη ενότητα και στις επιδόσεις που επιτυγχάνουν οι Έλληνες μαθητές σε αυτόν, καθώς η χώρα μας συστηματικά κατατάσσεται στις ομάδες χωρών με επίδοση χαμηλότερη από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Δηλαδή το βελτιωμένο ποσοστό συμμετοχής σε ανώτερα επίπεδα εγκύκλιας εκπαίδευσης που περιγράφηκε πιο πάνω δεν συμβαδίζει με καλές επιδόσεις στα γνωστικά αντικείμενα της αξιολόγησης PISA.
Αναλυτικότερα, προκύπτει ότι στα Μαθηματικά, η Ελλάδα την περίοδο 2003-2009 περιόρισε τη διαφορά που τη χώριζε με τη μέση επίδοση των χωρών του ΟΟΣΑ, όμως έκτοτε η διαφορά μεγαλώνει συνεχώς. Μάλιστα οι επιδόσεις που επιτυγχάνει μετά το 2009 – έτος που πέτυχε την καλύτερη επίδοση στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο – χειροτερεύει συνεχώς, ενώ το 2022 είναι η χαμηλότερη από την έναρξη συμμετοχής της στη συγκεκριμένη αξιολόγηση. Η πολύ χαμηλή επίδοση το 2022 στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (αλλά και στα υπόλοιπα δύο) πρέπει να αποδοθεί και στην εμφάνιση και εξάπλωση του κορωνοϊού την περίοδο 2020-2021 που επηρέασε έντονα αρνητικά την εκπαιδευτική διαδικασία, εντονότερα από ό,τι στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Στις Φυσικές Επιστήμες, μετά από μία παροδική βελτίωση της επίδοσής της την περίοδο 2000-2003, η αντίστοιχη καμπύλη ακολουθεί καθοδική πορεία και η διαφορά στις επιδόσεις που επιτυγχάνει συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ συνεχώς διευρύνεται εις βάρος της. Όπως και στην περίπτωση των Μαθηματικών, έτσι και στις Φυσικές Επιστήμες οι επιδόσεις που επιτυγχάνει η Ελλάδα μετά το 2003 – έτος που πέτυχε την καλύτερη επίδοση στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο – χειροτερεύει συνεχώς, ενώ το 2022 είναι η χαμηλότερη από την έναρξη συμμετοχής της στο διαγωνισμό PISA.
Στην Κατανόηση Κειμένου, την εξαετία 2000-2006 αυξάνεται το χάσμα στις επιδόσεις μεταξύ Ελλάδας και χωρών του ΟΟΣΑ, το 2009 η συγκεκριμένη διαφορά περιορίζεται, όμως στη συνέχεια μεγεθύνεται εκ νέου. Από το 2009 που η Ελλάδα πέτυχε την καλύτερη επίδοση στην Κατανόηση Κειμένου έκτοτε αυτή χειροτερεύει συνεχώς και, όπως στην περίπτωση των δύο προηγούμενων γνωστικών αντικειμένων, το 2022 λαμβάνει τη χαμηλότερη τιμή της από την έναρξη συμμετοχής στη συγκεκριμένη έρευνα.
Συνολικά, την περίοδο 2000-2022 η Ελλάδα επιτυγχάνει την καλύτερη επίδοσή της στην Κατανόηση Κειμένου (μέση επίδοση 466) και τη χειρότερη στα Μαθηματικά (μέση επίδοση 451), ενώ η μέση επίδοση των Ελλήνων μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες διαμορφώνεται σε 463.
Πρέπει να σημειωθεί πως και στην περίπτωση του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ παρατηρείται διαχρονικά μία ελαφρά καθοδική πορεία των επιδόσεων των μαθητών στα τρία γνωστικά αντικείμενα, αλλά η πτώση των επιδόσεών τους είναι πολύ ηπιότερες συγκριτικά με την Ελλάδα. Αντιθέτως, η Σιγκαπούρη, που στην τελευταία αξιολόγηση PISA έλαβε την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν, ενώ στις τρεις προηγούμενες αξιολογήσεις έλαβε μία φορά την πρώτη θέση (2015) και δύο την δεύτερη θέση (2012 και 2018), παρουσιάζει την περίοδο 2009-2022 άνοδο των επιδόσεων της και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Είναι χαρακτηριστικό πως μεταξύ 2018 και 2022, δηλαδή κατά τη διάρκεια μίας περιόδου που περιλαμβάνει και την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, παρουσιάζονται βελτιωμένες οι επιδόσεις των μαθητών της στα Μαθηματικά (από 569 σε 575) και στις Φυσικές Επιστήμες (από 551 σε 561) ενώ η μείωση της επίδοσής τους στην Κατανόηση Κειμένου ήταν ήπια (από 549 σε 543).