Δύσπιστος ως προς το κατά πόσο μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο όπου τα επιτόκια θα επανέλθουν στα μηδενικά επίπεδα εμφανίστηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Καθημερινή Κύπρου» ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι «το κύριο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το επίπεδο των επιτοκίων, όταν ο πληθωρισμός συγκλίνει σταθερά προς τον στόχο του 2%. Εδώ έχει σημασία η εξέλιξη του φυσικού επιτοκίου, που είναι το επιτόκιο ισορροπίας της οικονομίας, γνωστό ως r*. Λέγεται και ουδέτερο επιτόκιο με την έννοια ότι είναι το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο στο οποίο η ζήτηση και η προσφορά έρχονται σε ισορροπία, η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη απασχόληση και ο πληθωρισμός έχει σταθεροποιηθεί στο επιθυμητό επίπεδο».
Επίσης πρόσθεσε ότι «το φυσικό επιτόκιο είναι μια σημαντική έννοια για τη νομισματική πολιτική. Όταν η ΕΚΤ εφαρμόζει ένα επιτόκιο πολιτικής υψηλότερο από το r*, ασκεί περιοριστική πολιτική με στόχο την μείωση του πληθωρισμού στο επιθυμητό επίπεδο. Έχει σημασία λοιπόν το πως θα εξελιχθεί το επιτόκιο αυτό μεσοπρόθεσμα».
Συνέχισε λέγοντας ότι «παρότι ο ακριβής υπολογισμός του επιτοκίου αυτού περιβάλλεται από αβεβαιότητα, γνωρίζουμε ότι διάφοροι παράγοντες επιδρούν στο φυσικό επιτόκιο, όπως η αύξηση της παραγωγικότητας, η γήρανση του πληθυσμού, η πρόσφατη αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, τα υψηλότερα επίπεδα δημοσίου χρέους μετά την πανδημία, η τεχνητή νοημοσύνη, η πράσινη μετάβαση και οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Αν και κάποιες από αυτές τις δυνάμεις αναμένεται να συμβάλουν στη διατήρηση του φυσικού επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα, κάποιες άλλες ενδέχεται να αντισταθμίσουν την επίδραση αυτή.
Ο συνδυασμός τους συνηγορεί στο ότι το φυσικό επιτόκιο στην νέα κανονικότητα δύσκολα θα επανέλθει στα προ πανδημίας χαμηλά επίπεδα. Επομένως, φαίνεται ότι, όταν επιτευχθεί η σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο στόχο, οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής θα διαμορφώνουν τα επιτόκια πολιτικής κοντά σε αυτό το φυσικό επιτόκιο, δηλαδή σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από σήμερα, αλλά υψηλότερα σε σχέση με την περίοδο προ πανδημίας».
Συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στoν δημοσιογράφο Παναγιώτη Ρουγκάλα και στην εφημερίδα «Καθημερινή Κύπρου»
Σε ποιο ποσοστό θεωρείτε πως έχουν καταγραφεί οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων στην πραγματική οικονομία; Ανησυχείτε μήπως η «δόση του φαρμάκου» στο τέλος αποδειχθεί μεγαλύτερη από την αναγκαία;
Από τον Ιούλιο του 2022 και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023) στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχωρήσαμε σε μεγάλες και διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου ο ρυθμός πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ να επανέλθει εγκαίρως στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν πρωτοφανείς, τόσο σε ταχύτητα όσο και σε ένταση, και μεταδόθηκαν δυναμικά, αρχικά στις συνθήκες χρηματοδότησης και στη συνέχεια στην οικονομία.
Έχουμε ήδη δει σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και νοικοκυριών, τα οποία οδήγησαν σε μείωση της ζήτησης δανείων, και σε συνδυασμό με τα πιο αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια από την πλευρά των τραπεζών, επιβραδύνθηκε η πιστωτική επέκταση. Οι αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης έχουν επιδράσει ανασταλτικά στη μακροοικονομική ζήτηση και συνέβαλαν στον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων.
Η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής είναι ιδιαίτερα ορατή στην ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη από 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 έχει μειωθεί στο 2,6% τον Φεβρουάριο 2024. Κινούμαστε πλέον σε επίπεδα πολύ κοντά στον στόχο μας.
Ταυτόχρονα, καταφέραμε μια ομαλή προσγείωση της οικονομίας με τα αρνητικά σενάρια ύφεσης να μην επαληθεύονται. Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής επιβράδυνε βέβαια την οικονομική δραστηριότητα, με το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη να παρουσιάζει στασιμότητα από το τέλος του 2022 και έπειτα. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί, ότι στην Ελλάδα και την Κύπρο οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια είναι υψηλότεροι σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς πολλών άλλων κρατών στη Ζώνη του Ευρώ.
Αν και τα επιτόκια έχουν παραμείνει σταθερά από τον Σεπτέμβριο του 2023, οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων θα συνεχίζουν να μεταδίδονται στις συνθήκες χρηματοδότησης και στην πραγματική οικονομία σε κάποιο βαθμό και εντός του τρέχοντος έτους, καθώς η νομισματική πολιτική λειτουργεί με χρονικές υστερήσεις. Ωστόσο, δεν περιμένουμε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, αναμένουμε ανάκαμψη του ρυθμού ανάπτυξης από τα μέσα του 2024 και μετά.
Μπορούμε να πούμε πλέον με μεγάλη βεβαιότητα ότι τα μέτρα νομισματικής πολιτικής καταφέραν να δαμάσουν τον πληθωρισμό χωρίς σημαντικές παρενέργειες στην πραγματική οικονομία και στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ποια μακροοικονομικά σημάδια θα ήταν ενθαρρυντικά προκειμένου να ξεκινήσει ο αντίθετος νομισματικός κύκλος, αυτός της μείωσης των επιτοκίων;
Προκειμένου να ξεκινήσει ο κύκλος της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ, πρέπει να είμαστε βέβαιοι στο Δ.Σ. της ΕΚΤ ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει σταθερά προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Πράγματι, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην επιβράδυνση του πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ από το ιστορικά υψηλό επίπεδο, που σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2022, μέχρι σήμερα. Με βάση τις τελευταίες προβλέψεις, η επιβράδυνση του πληθωρισμού αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται να φτάσει στο 2% στο δεύτερο μισό του 2025 και να παραμείνει σε επίπεδα συμβατά με τον στόχο μέχρι το τέλος του 2026.
Η εξασθένιση των πληθωριστικών πιέσεων επιβεβαιώνεται και από τους υποκείμενους δείκτες του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, ο πυρήνας του πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή εξαιρουμένων των τομέων της ενέργειας και των τροφίμων, συνεχίζει να επιβραδύνεται και προβλέπεται να πλησιάσει κοντά στο 2% εντός του επόμενου έτους. Παράλληλα, η αναμενόμενη σταδιακή εξασθένιση του ρυθμού αύξησης των μισθών, τα περιορισμένα περιθώρια κέρδους και η εξέλιξη της παραγωγικότητας, αναμένεται να μετριάσουν την πληθωριστική επίδραση της ανόδου του κόστους εργασίας.
Επιπλέον, η μέχρι σήμερα περιοριστική νομισματική πολιτική θα συνεχίσει να μεταδίδεται κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, τόσο στις συνθήκες χρηματοδότησης, επηρεάζοντας τα επιτόκια δανεισμού και τον ρυθμό ανόδου των πιστώσεων, όσο και στην πραγματική οικονομία, περιορίζοντας περαιτέρω την ζήτηση και τον ρυθμό αύξησης των τιμών.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού και της οικονομικής δραστηριότητας παραμένει αυξημένη, λόγω και των παγκόσμιων εξελίξεων και των γεωπολιτικών διαταραχών.
Εκτιμώ ότι, με βάση τα οικονομικά δεδομένα, που θα καθίστανται διαθέσιμα κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου του έτους, θα πλησιάσουμε το σημείο στο οποίο θα μπορέσουμε να μειώσουμε τα επιτόκια πολιτικής χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο την πρόοδο προς τη σταθερότητα των τιμών που έχει επιτευχθεί έως τώρα.
Πιστεύετε ότι στο προβλεπτό μέλλον μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο όπου τα επιτόκια θα επανέλθουν στα μηδενικά επίπεδα που είδαμε πριν την πανδημία;
Αν και φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, είμαι δύσπιστος ως προς το κατά πόσο μπορεί να επαναληφθεί ένα τέτοιο σενάριο.
Το κύριο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το επίπεδο των επιτοκίων, όταν ο πληθωρισμός συγκλίνει σταθερά προς τον στόχο του 2%. Εδώ έχει σημασία η εξέλιξη του φυσικού επιτοκίου, που είναι το επιτόκιο ισορροπίας της οικονομίας, γνωστό ως r*. Λέγεται και ουδέτερο επιτόκιο με την έννοια ότι είναι το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο στο οποίο η ζήτηση και η προσφορά έρχονται σε ισορροπία, η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη απασχόληση και ο πληθωρισμός έχει σταθεροποιηθεί στο επιθυμητό επίπεδο.
Το φυσικό επιτόκιο είναι μια σημαντική έννοια για τη νομισματική πολιτική. Όταν η ΕΚΤ εφαρμόζει ένα επιτόκιο πολιτικής υψηλότερο από το r*, ασκεί περιοριστική πολιτική με στόχο την μείωση του πληθωρισμού στο επιθυμητό επίπεδο. Έχει σημασία λοιπόν το πως θα εξελιχθεί το επιτόκιο αυτό μεσοπρόθεσμα.
Παρότι ο ακριβής υπολογισμός του επιτοκίου αυτού περιβάλλεται από αβεβαιότητα, γνωρίζουμε ότι διάφοροι παράγοντες επιδρούν στο φυσικό επιτόκιο, όπως η αύξηση της παραγωγικότητας, η γήρανση του πληθυσμού, η πρόσφατη αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, τα υψηλότερα επίπεδα δημοσίου χρέους μετά την πανδημία, η τεχνητή νοημοσύνη, η πράσινη μετάβαση και οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Αν και κάποιες από αυτές τις δυνάμεις αναμένεται να συμβάλουν στη διατήρηση του φυσικού επιτοκίου σε χαμηλά επίπεδα, κάποιες άλλες ενδέχεται να αντισταθμίσουν την επίδραση αυτή.
Ο συνδυασμός τους συνηγορεί στο ότι το φυσικό επιτόκιο στην νέα κανονικότητα δύσκολα θα επανέλθει στα προ πανδημίας χαμηλά επίπεδα. Επομένως, φαίνεται ότι, όταν επιτευχθεί η σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο στόχο, οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής θα διαμορφώνουν τα επιτόκια πολιτικής κοντά σε αυτό το φυσικό επιτόκιο, δηλαδή σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από σήμερα, αλλά υψηλότερα σε σχέση με την περίοδο προ πανδημίας.
Ανησυχείτε για τις επιπτώσεις στις τράπεζες όταν θα ξεκινήσει η κάθοδος- των επιτοκίων, ή θεωρείτε ότι οι συνθήκες είναι τέτοιες που θα επιτρέψουν μια πιο ομαλή μετάβαση;
Η άνοδος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ συνέβαλε σημαντικά στην κερδοφορία των τραπεζών πανευρωπαϊκά, μέσω της ενίσχυσης των εσόδων από τόκους. Οι τράπεζες που το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου αποτελείται από δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, όπως στην Ελλάδα, ωφελήθηκαν περισσότερο. Αντίστοιχα, η σταδιακή αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τα έσοδα από τόκους τους. Αυτή η προοπτική ήδη απασχολεί τα επιτελεία των ελληνικών τραπεζών αλλά και εμάς ως επόπτες.
Ωστόσο, ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις, καθώς και την προοπτική αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα χαρτοφυλακίου τους και έχουν μειώσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου. Παράλληλα, έχουν ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις ενέργειες εξορθολογισμού του κόστους λειτουργίας τους και εμφανίζουν έναν εξαιρετικά ικανοποιητικό δείκτη αποτελεσματικότητας.
Βρισκόμαστε στο διάστημα που είτε θα ανακοινωθεί νέος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, είτε η ανανέωση του υφιστάμενου. Εάν μπορούσατε, τι θα συμβουλεύατε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;
Στην Κύπρο ήρθαμε με την υποδιοικήτρια της ΤτΕ κυρία Χριστίνα Παπακωνσταντίνου για να υπογράψουμε Μνημόνιο Συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Στο πλαίσιο της επίσκεψης, βεβαίως και είχαμε πολύ χρήσιμες συναντήσεις με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κύπρου κ. Νίκο Χριστοδουλίδη, τον υπουργό Οικονομικών κ. Μάκη Κεραυνό και, φυσικά, τον ομόλογό μου κ. Κωνσταντίνο Ηροδότου, για τις οικονομίες της Κύπρου και της Ελλάδας, τους τραπεζικούς κλάδους των δυο χωρών και τις ευκαιρίες συνεργασίας, καθώς και για ζητήματα που αφορούν την οικονομία της Ευρωζώνης συνολικά. Με τον κ. Ηροδότου, έναν εξαιρετικό κεντρικό τραπεζίτη, έχω μια άριστη και αμοιβαίως επωφελή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια.
Πως αξιολογείτε την επέκταση μιας ελληνικής συστημικής τράπεζας στην Κυπριακή τραπεζική αγορά μέσω της εξαγοράς μιας άλλης συστημικής τράπεζας;
Καθώς αφήνουμε πίσω μας τα προβλήματα της δεκαετούς κρίσης, η αναζήτηση υγιούς ανάπτυξης και διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων των ελληνικών τραπεζών πέραν των εγχώριων συνόρων, είναι κεντρικό ζητούμενο. Η Κύπρος είναι ένας οικονομικός χώρος οικείος για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, καθώς, ακόμα και κατά την διάρκεια της κρίσης, αυτά είχαν αδιάλειπτη παρουσία – παρά την συρρίκνωση της δραστηριότητας τους. Σήμερα, η οικονομική πραγματικότητα σε Ελλάδα και Κύπρο είναι διαφορετική σε σχέση με πριν από δέκα έτη. Οι δύο χώρες κινούνται με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ ο χώρος της ΝΑ Μεσογείου και οι πρωτοβουλίες για ανάπτυξη δικτύων και αγωγών και οι συνεργασίες μεταξύ χωρών έχουν αναδείξει νέες οικονομικές δυνατότητες και ευκαιρίες. Σε αυτό το τοπίο βλέπω συνέργειες και αξιολογώ θετικά την εν λόγω εξαγορά, η οποία φυσικά τελεί υπό την έγκριση των αρμόδιων αρχών.
Πιστεύετε πως τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι δύο χώρες σε σχέση με την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών τους βρίσκονται πίσω μας;
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Από το υψηλό του Μαρτίου 2016 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 90% με το ποσοστό των ΜΕΔ να ανέρχεται σε 7,9% τον Σεπτέμβριο του 2023. Το πρόγραμμα παροχής κρατικών εγγυήσεων για την τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη αυτή. Εξίσου θεαματική ήταν και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των κυπριακών τραπεζών.
Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ έχουν ασκήσει πίεση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αλλά δεν έχουν, ακόμα τουλάχιστον, αποτυπωθεί σε αύξηση των ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η διατήρηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης σε ικανοποιητικό επίπεδο, η επιβράδυνση του πληθωρισμού και η διαφαινόμενη σταδιακή μείωση των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ από το τρέχον έτος, αναμένεται να αμβλύνουν τις όποιες επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των ελληνικών και των κυπριακών τραπεζών.
Πόσο έτοιμες είναι οι τράπεζες στις δύο χώρες να αντιμετωπίσουν τους νέους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική κρίση και την κυβερνοασφάλεια; Μήπως θα απαιτηθούν μεγαλύτερα σχήματα για να ανταποκριθούν;
Οι μεγάλες προκλήσεις που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των αδιαμφισβήτητων φαινομένων και επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και οι μακροπρόθεσμοι και φιλόδοξοι στόχοι που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταστεί κλιματικά ουδέτερη η οικονομία έως το 2050, έχουν κάνει ισχυρή την ανάγκη για αναβάθμιση του ρόλου του τραπεζικού συστήματος ως αναφορά στη διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος. Ειδικότερα, η Ελλάδα και η Κύπρος λόγω της γεωγραφικής τους θέσης στην ανατολική Μεσόγειο καλούνται όλο και πιο συχνά να αντιμετωπίσουν έντονα κλιματικά φαινόμενα όπως η ξηρασία, οι καύσωνες και οι πυρκαγιές ή οι ακραίες βροχοπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο ελληνικές και κυπριακές τράπεζες οφείλουν να διαχειριστούν τους κλιματικούς κινδύνους που αποτελούν πηγή αστάθειας, και παράλληλα να στηρίξουν τη μετάβαση σε μία βιώσιμη ανάπτυξη μέσω της διοχέτευσης χρηματικών πόρων σε «πράσινες» επενδύσεις.
Αυτό που έχουμε καταστήσει σαφές ως επόπτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι πως οι προσπάθειες και οι απαιτήσεις μας προς αυτήν την κατεύθυνση είναι συστηματικές και ίσως αυστηρές, χωρίς βέβαια να έχουν σκοπό να λάβουν τη μορφή τιμωρίας προς στις τράπεζες, αλλά αποσκοπούν στο να τις προετοιμάσουν και σε βάθος χρόνου να τις προστατέψουν από τις ορατές πλέον επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες παγκοσμίως -αλλά και στη χώρα μας- περνούν από την εποχή του ήπιου ψηφιακού μετασχηματισμού στην ταχύτερη υιοθέτηση καινοτόμων τεχνολογιών (π.χ. AI), οι οποίες αποτελούν μια εν εξελίξει κανονιστική πρόκληση για τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις ενός ψηφιακά μεταλλασσόμενου κόσμου. Έτσι η μετάβαση σε νέες ψηφιακές πλατφόρμες και υπηρεσίες ανοίγει μεν το πεδίο παροχής υπηρεσιών αλλά ταυτόχρονα καθιστά τις τράπεζες περισσότερο ευάλωτες σε νέες ψηφιακές απειλές.
Για την καλύτερη ανταπόκριση σε κυβερνοεπιθέσεις σημαντικό ρόλο δεν διαδραματίζει τόσο το μέγεθος, όσο η συνολική αντίληψη του κινδύνου η οποία όμως προϋποθέτει πως τα στελέχη μιας ισχυρής δομής εταιρικής διακυβέρνησης έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και τη συνεχή ενημέρωση ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τις αυξημένες απειλές που προκύπτουν από τον κυβερνοχώρο και να υλοποιήσουν αποτελεσματικές στρατηγικές ασφαλείας για να διασφαλίσουν την ακεραιότητα των υπηρεσιών των τραπεζών.