«Τα στοιχεία για το πρώτο εννεάμηνο του 2023 δείχνουν σταδιακή αλλά συγκρατημένη αύξηση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Οι πληθωριστικές πιέσεις και οι πιέσεις της αγοράς στα ευπαθή χαρτοφυλάκια που χαρακτηρίζονται από πιστωτικό κίνδυνο, όπως η καταναλωτική πίστη και τα οικιστικά και επαγγελματικά ακίνητα, καθώς και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχίστηκαν. Ως εκ τούτου, οι αυξημένες προβλέψεις λόγω του υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς τα μελλοντικά κέρδη», σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική της δραστηριότητα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων παρέμεινε συνολικά σταθερός στον κύκλο του 2023, η ΕΚΤ διαπίστωσε επιδείνωση στα χαρτοφυλάκια που εμφανίζουν μεγαλύτερη ευπάθεια στις πληθωριστικές πιέσεις, συμπεριλαμβανομένων των δανείων προς τα νοικοκυριά. Παρατήρησε επίσης κάμψη στις αγορές επαγγελματικών ακινήτων, καθώς και αυξημένες πιέσεις στην ικανότητα των δανειοληπτών να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια για επαγγελματικά ακίνητα κατά τη λήξη τους. Επιπρόσθετα, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων αυξήθηκαν από τα χαμηλά επίπεδα που κατέγραφαν στην διάρκεια της πανδημίας.

Οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ, ιδίως οι μικρομεσαίες, συνέχισαν επίσης να αντιμετωπίζουν δυσκολίες, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης, αλλά και του υψηλότερου κόστους γενικότερα λόγω του πληθωρισμού. Οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν μεγάλη δανειακή επιβάρυνση ή οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ευπαθείς τομείς επηρεάστηκαν περισσότερο από την αύξηση του κόστους και τη μείωση της ζήτησης, γεγονός που με τη σειρά του άσκησε πιέσεις στα περιθώρια κέρδους.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, προλογίζοντας την Έκθεση επεσήμανε ότι οι τράπεζες διατήρησαν ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1) των εποπτευόμενων τραπεζών να διαμορφώνεται σε 15,6%, κοντά στο ιστορικά υψηλό του επίπεδο.

Ωστόσο προειδοποίησε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές προκλήσεις. Ενώ τα υψηλότερα επιτόκια επηρέασαν αρνητικά τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα ο μέσος δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων να διαμορφωθεί σε 10% το γ΄ τρίμηνο του 2023, τα επιτόκια καταθέσεων αυξάνονται, το ίδιο και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Από την πλευρά της η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, Claudia Buch, υποστήριξε ότι oι ευρωπαϊκές τράπεζες αποδείχθηκαν ανθεκτικές στις διαταραχές που έπληξαν τις οικονομίες μας τα τελευταία χρόνια. Η πανδημία COVID-19, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και, πιο πρόσφατα, η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, άσκησαν πιέσεις στις οικονομίες της Ευρωζώνης.

«Τα υψηλότερα επιτόκια ήταν σίγουρα ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην έντονη αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών, και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι τράπεζες άργησαν να αναπροσαρμόσουν τα επιτόκια καταθέσεων. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών παρέμειναν ικανοποιητικοί και αρκετά υψηλότεροι από τις εποπτικές απαιτήσεις. Παράλληλα, οι δείκτες ρευστότητάς τους παρέμειναν ικανοποιητικοί, ακόμη και μετά τη σταδιακή απόσυρση της ευνοϊκής χρηματοδότησης που παρείχε η ΕΚΤ».