Στο πώς διαμορφώνεται η αποτελεσματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας, με βάση τα στοιχεία της πορείας της την περίοδο 2009-2023, αναφέρονται οι αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο τους “7 Ημέρες Οικονομία”.
Η εγχώρια δημοσιονομική κρίση, σημειώνουν, είχε σαν αποτέλεσμα την εφαρμογή τριών Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής στα πλαίσια των οποίων ελήφθησαν πλήθος δημοσιονομικών μέτρων που οδήγησαν σε σημαντική μείωση των διαχρονικά υψηλών δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών), αλλά προκάλεσαν σημαντική συρρίκνωση στο ΑΕΠ και μεγάλη αύξηση στο ποσοστό ανεργίας.
Το τελευταίο, από μόλις 7,8% το 2008 ανήλθε κατά σχεδόν 20 π.μ. εντός μίας πενταετίας, δηλαδή στο 27,5% το 2013. Έκτοτε περιορίζεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό συγκριτικά με την αύξησή του, με αποτέλεσμα το 2023 να κατέλθει στο 11,1%.
Η συγκεκριμένη μείωση προήλθε από κυκλικούς λόγους και επιβραδύνεται με την πάροδο του χρόνου καθώς η οικονομία “κλείνει” το παραγωγικό της κενό. Για την περαιτέρω μείωση της ανεργίας όμως, είναι αναγκαία η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας η οποία υφίσταται όταν σε μία οικονομία υπάρχουν ταυτόχρονα άνεργοι και κενές θέσεις εργασίας οι οποίες δεν καλύπτονται. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αναντιστοιχία ανάμεσα στα προσόντα που έχουν οι άνεργοι και στα προσόντα που απαιτεί η αγορά εργασίας. Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι να αναδείξει τη συγκεκριμένη αναντιστοιχία στην ελληνική αγορά εργασίας μέσω της ανάλυσης της καμπύλης UV (unemployment-vacancy), ή καμπύλης Beveridge όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, και της σχέσης ανάμεσα στο κόστος εργασίας και στο δείκτη κορεσμού.
Η καμπύλη Beveridge δείχνει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας (unemployment rate) και το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας (job vacancy rate) σε μία οικονομία. Η κλίση της είναι αρνητική καθώς όταν το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας είναι υψηλός, και αντίστροφα, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλό ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας είναι χαμηλός. Όταν η οικονομία αναπτύσσεται τότε η αγορά εργασίας βρίσκεται σε υψηλό σημείο της καμπύλης Beveridge που αντιστοιχεί σε υψηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας και σε χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Αντίθετα, αν η οικονομία είναι σε ύφεση τότε βρίσκεται σε χαμηλό σημείο της καμπύλης που αντιστοιχεί σε χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας και υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Tο Διάγραμμα 1 δείχνει τις καμπύλες Beveridge για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη οι οποίες κατασκευάστηκαν με τα ετήσια στοιχεία για το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας της περιόδου 2009-2023. Κάθε κουκίδα στο διάγραμμα αντιστοιχεί σε ένα συνδυασμό ποσοστού ανεργίας και ποσοστού κενών θέσεων εργασίας ένα συγκεκριμένο έτος. Από το διάγραμμα προκύπτει καταρχάς ότι η καμπύλη για την Ελλάδα έχει ήπια αρνητική κλίση, επομένως υφίσταται ήπια αρνητική σχέση ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας και τις κενές θέσεις εργασίας (συντελεστής συσχέτισης, -0,62), όπως προβλέπει η θεωρία, όμως η ηπιότερη αρνητική κλίση της καμπύλης της Ελλάδας συγκριτικά με την κλίση της καμπύλης της Ευρωζώνης, δείχνει ότι τα περισσότερα έτη της περιόδου 2009-2023 η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από υψηλό ποσοστό ανεργίας και χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων, επομένως οι άνεργοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία. Αντίθετα, στην περίπτωση της Ευρωζώνης η καμπύλη Beveridge έχει εντονότερη αρνητική κλίση (συντελεστής συσχέτισης, -0,85) και κατά συνέπεια τα περισσότερα έτη της υπό εξέτασης περιόδου το χαμηλό ποσοστό ανεργίας συνδυάζεται με περισσότερες κενές θέσεις εργασίας. Επομένως, η αγορά εργασίας στην Ευρωζώνη είναι αποτελεσματικότερη καθώς οι άνεργοι βρίσκουν ευκολότερα θέσεις απασχόλησης ή/και οι εργοδότες εργαζόμενους. Παράλληλα, η καμπύλη για την περίπτωση της Ευρωζώνης βρίσκεται σε υψηλότερη θέση και πιο αριστερά από την αντίστοιχη καμπύλη της Ελλάδας, επομένως η πρώτη παρουσιάζει συστηματικά χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας και περισσότερες κενές θέσεις εργασίας συγκριτικά με την Ελλάδα.
Υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας και αναντιστοιχία προσόντων
Μια εξήγηση για την παραπάνω εικόνα, αναφέρουν οι αναλυτές της Eurobank, είναι το υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας που υπάρχει στην Ελλάδα και προκαλείται από την αναντιστοιχία που υπάρχει μεταξύ των προσόντων που έχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι και αυτών που επιθυμούν οι εργοδότες. Παράλληλα, οι συστηματικά λιγότερες κενές θέσεις εργασίας αποτελούν ένδειξη ότι δεν δημιουργούνται πολλές νέες θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Ακολούθως εξετάζουμε τη σχέση μεταξύ της μεταβολής του κόστους εργασίας και του δείκτη κορεσμού στην αγορά εργασίας. Ο δείκτης κορεσμού προκύπτει από τον λόγο του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας προς το ποσοστό ανεργίας. Αν η αγορά εργασίας είναι αποτελεσματική, τότε η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών είναι θετική, δηλαδή η αύξηση του δείκτη κορεσμού συνεπάγεται αύξηση του κόστους εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο δείκτης κορεσμού αυξάνεται τότε δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας προς κάλυψη. Αν αυτές δεν καλυφθούν τότε οι εργοδότες αυξάνουν τους μισθούς – δηλαδή αυξάνεται το κόστος εργασίας – προκειμένου να προσελκύσουν εργαζόμενους ώστε να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, οι οποίες αναμένεται να μειωθούν. Αν όμως η αύξηση των μισθών – δηλαδή του κόστους εργασίας – δεν οδηγήσει σε κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, τότε η αγορά εργασίας είναι αναποτελεσματική, δηλαδή παρουσιάζεται διαρθρωτική ανεργία.
Η συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών είναι πιο έντονα θετική στην περίπτωση της Ευρωζώνης (συντελεστής συσχέτισης +0,79) συγκριτικά με την Ελλάδα (συντελεστής συσχέτισης +0,30). Κατά συνέπεια η αύξηση των μισθών από την πλευρά των εργοδοτών προκειμένου να προσελκύσουν τους εργαζόμενους σχετίζεται με υψηλότερο δείκτη κορεσμού κυρίως στην περίπτωση της Ευρωζώνης. Η πιο αδύναμη θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών στην περίπτωση της Ελλάδας δείχνει ότι ακόμα και όταν οι εργοδότες αυξάνουν τους μισθούς προκειμένου να προσελκύσουν εργαζόμενους οι κενές θέσεις εργασίας δεν μειώνονται εύκολα. Αυτό δείχνει ότι υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ προσόντων που ζητάει η αγορά εργασίας και προσόντων που έχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι και αποτελεί ένδειξη ότι η αγορά εργασίας εμφανίζει διαρθρωτική ανεργία.
Κατά συνέπεια, από την ανάλυση που προηγήθηκε προέκυψε ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι σαφώς λιγότερο αποτελεσματική συγκριτικά με την Ευρωζώνη. Διαχρονικά το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα συνδυάζεται με χαμηλό αριθμό κενών θέσεων εργασίας, επομένως οι άνεργοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία. Παράλληλα, η χαμηλότερη θέση της καμπύλης Beveridge για την περίπτωση της Ελλάδας συγκριτικά με την καμπύλη της Ευρωζώνης δείχνει ότι η πρώτη παρουσιάζει συστηματικά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και λιγότερες κενές θέσεις εργασίας συγκριτικά με τη δεύτερη. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ κόστους εργασίας και δείκτη κορεσμού, προέκυψε εντονότερη θετική συσχέτιση στην περίπτωση της Ευρωζώνης σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Η ασθενέστερη θετική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών στην περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί ένδειξη ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ προσόντων που ζητάει η αγορά εργασίας και προσόντων που έχουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι. Ακόμα και όταν οι εργοδότες αυξάνουν τους μισθούς προκειμένου να προσελκύσουν εργαζόμενους οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα δεν μειώνονται εύκολα. Σημειώνεται ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην Ελλάδα αναδεικνύεται και από το δείκτη αντιστοίχισης δεξιοτήτων (skills matching index) που παράγει το Cedefop. Για την περίοδο 2017-2022 η Ελλάδα κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπροστά από την Ισπανία, με βάση τη μέση τιμή του δείκτη για την περίοδο 2017-2022 η οποία ισούται με 12,0 μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει φτάσει στο 12,0% της ιδανικής επίδοσης (που είναι ίση με 100) και υφίσταται ένα 88% περιθώριο βελτίωσης.
Κατά συνέπεια υπάρχουν ενδείξεις για δομικές αναντιστοιχίες μεταξύ και προσφοράς και ζήτησης εργασίας οι οποίες δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα, αφού η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμα το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο ώστε να προσαρμόζεται γρήγορα στις εξελίξεις της αγοράς εργασίας.
Προκειμένου να μειωθεί ταχύτερα το ποσοστό ανεργίας και να αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία σταθερά και μακροχρόνια χρειάζεται ένας συνδυασμός επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, με έμφαση σε εκείνους που ενσωματώνουν περισσότερη γνώση και τεχνολογία, και ύπαρξης ανθρώπινου δυναμικού με υψηλές δεξιότητες και γνώσεις. Επομένως, είναι αναγκαίο να υπάρχει καλύτερη αντιστοίχιση των προσόντων με τα οποία εφοδιάζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τους αποφοίτους του με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Μόνο έτσι δύναται η τελευταία να γίνει αποτελεσματικότερη, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα και η κοινωνική ευημερία.