Aντισυνταγματικός κρίθηκε ομόφωνα από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ο νόμος του 2021 που εφαρμόστηκε στην υπόθεση παρακολουθήσεων του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, απαγορεύοντας την ενημέρωση του.

Το ανώτατο δικαστήριο με ομόφωνη απόφαση της Oλομέλειας έκρινε ότι είναι υπέρμετρο το μέτρο της καθολικής απαγόρευσης ενημέρωσης όσων θίγονται τα δικαιώματά τους από παρακολουθήσεις, έστω κι αν η επίκληση είναι λόγοι εθνικής ασφάλειας και ως εκ τούτου κρίθηκαν οι συγκεκριμένες διατάξεις ανίσχυρες και αντισυνταγματικές.

Μετά ταύτα, η υπόθεση Ανδρουλάκη επιστρέφει στην ΑΔΑΕ η οποία οφείλει να την χειριστεί υπό το φως των νέων δεδομένων.

Σημειώνεται ότι η σύνθεση της Αρχής αυτής με νεότερο νόμο έχει αλλάξει, όπως επίσης ότι και η νομοθεσία για το απόρρητο έχει αλλάξει με νεότερο νόμο του 2002, ο οποίος όμως δεν κρίθηκε από το ΣτΕ.

Τι θα γίνει μετά την σημαντική απόφαση του ΣτΕ για την υπόθεση Ανδρουλάκη μένει να φανεί τις επόμενες ημέρες καθώς ο πρόεδρος της Αρχής Χρήστος Ράμμος θα κληθεί να διαχειριστεί το όλο θέμα.

Ειδικότερα η απόφαση του ΣτΕ το σκεπτικό της:

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η Ευαγγελία Νίκα και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) έκανε μερικά δεκτή την αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης του προέδρου της Α.Δ.Α.Ε., με την οποία απορρίφθηκε το από 7.9.2022 αίτημα του Νίκου Ανδρουλάκη να του γνωστοποιηθούν, η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του.

Συγκεκριμένα το ΣτΕ έκρινε: «Η ρύθμιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, με το οποίο θεσπίσθηκε στην περίπτωση επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη.

Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, διότι, όπως έγινε δεκτό, ο νεώτερος ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του ληφθέντος υπό προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς· τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο εισήχθη ένα νέο νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του επίμαχου μέτρου έως την γνωστοποίηση της άρσης του.

Το καθεστώς αυτό αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του οποίου προσιδιάζουν στις αιτήσεις άρσης του απορρήτου που υποβάλλονται δυνάμει του διατάξεών του, προκειμένου να διεκπεραιωθούν κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του και τις εγγυήσεις που το ίδιο θεσπίζει.

Τούτο επιρρωνύεται από την απουσία μεταβατικών διατάξεων, ισχύει δε κατά μείζονα λόγο προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, όπως ο αιτών, για τα οποία προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του αιτήματος άρσης του απορρήτου και ειδικό όργανο για την χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά απαιτούμενες άδειες έγκρισής του».

Αντίθετα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος».