Στην ενίσχυση της Εμπορίου και των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) από τις Τράπεζες και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στο Συνέδριο της ΕΣΕΕ, Future of Retail 2024 που πραγματοποιείται στις 5 και 6 Απριλίου 2024 στην Αθήνα.
Σύμφωνα με όσα είπε η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αναμένεται να εξακολουθήσει να υποστηρίζεται τα επόμενα έτη από τα χαμηλότοκα δάνεια που προσδοκώνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
«Το 2023 όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι πιστώσεις προς τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες στηρίχθηκαν από τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναπτυξιακών τραπεζών – δηλαδή του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ)», υπογράμμισε ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος έστειλε σήματα αισιοδοξίας για τις ευοίωνες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, εστίασε στην εξάλειψη της γραφειοκρατίας και στην διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας για να «κλειδώσει» και τα επόμενα χρόνια η θετική τροχιά της ελληνικής οικονομίας.
Τόνισε επίσης ότι «απαιτείται η συνέχιση της προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αναβάθμισή της. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη των αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων, στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, οι οποίοι όπως ανέφερα προηγούμενα είναι καθοριστικοί για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των επενδύσεων, καθώς και στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.
«Πρωτογενές πλεόνασμα για να μπορούμε να εξυπηρετούμε το χρέος μας και συνεχείς μεταρρυθμίσεις για να συγκλίνουμε με τον μέσο όρο της ΕΕ είναι οι δύο απαραίτητες προϋποθέσεις για να συνεχιστεί η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εφόσον διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα θα αναπτυσσόμαστε γρηγορότερα από τους εταίρους μας, με μέσο όρο 2,3-2,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 5 χρόνια, όταν η υπόλοιπη ΕΕ θα αγγίζει ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% του ΑΕΠ, το ποσοστό του χρέους μας ως προς το ΑΕΠ θα πέφτει πολύ γρήγορα. Τα δημοσιονομικά πάνε πολύ καλύτερα από τις προβλέψεις, αυτό ισχύει για το 2023 και το θετικό αποτέλεσμα μπορεί να μεταφερθεί και στο 2024», σημείωσε παραπέμποντας στην Έκθεση της ΤτΕ που θα δημοσιευτεί την Δευτέρα.
«Για τους ξένους η Ελλάδα αποτελεί success story, αυτό που ρωτούν είναι αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχιστεί αυτό», πρόσθεσε.
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΤΕ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ
Ο κλάδος του εμπορίου εκπροσωπεί πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ. Συνεισφέρει το 13% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία και αντιπροσωπεύει το 17,6% περίπου της απασχόλησης. Ο κλάδος του εμπορίου χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και ειδικότερα, πολύ μικρών επιχειρήσεων.[ Σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ΕΚ η κατηγορία των πολύ µικρών, µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) αποτελείται από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζοµένους και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατοµµύρια ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισµού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατοµµύρια ευρώ. Στην κατηγορία των ΜΜΕ, ως µικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζοµένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισµού δεν υπερβαίνει τα 10 εκατοµµύρια ευρώ. Ως πολύ µικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζοµένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισµού δεν υπερβαίνει τα 2 εκατοµµύρια ευρώ. ] Οι ΜΜΕ συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιπροσωπεύουν το 96% του κλάδου σε όρους απασχόλησης και το 37% του τζίρου του συνόλου των εμπορικών επιχειρήσεων.
Στις αποκρίσεις τους κατά το 2023 στην Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων, που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος, οι τράπεζες ανέφεραν σχετική χαλάρωση στους όρους χορήγησης πιστώσεων, προερχόμενη κυρίως από συρρίκνωση του περιθωρίου επιτοκίου των επιχειρηματικών δανείων σε μια περίοδο αύξησης του γενικού επιπέδου των επιτοκίων, καθώς και από κάποια σχετική μείωση των λοιπών επιβαρύνσεων εκτός τόκων. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα χονδρικού και λιανικού εμπορίου, για το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι τράπεζες εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξουν ουσιαστικές μεταβολές στους όρους χορήγησης πιστώσεων, ενώ ταυτόχρονα αναμένουν μικρή σχετικά μείωση της ζήτησης δανείων από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Στο πλαίσιο άλλης έρευνας πεδίου, της έρευνας SAFE για την πρόσβαση των ελληνικών ΜΜΕ σε χρηματοδότηση, που διεξάγει η ΕΚΤ σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2023, οι ΜΜΕ στην Ελλάδα (στις οποίες περιλαμβάνονται και πολλές εμπορικές επιχειρήσεις, το 30% περίπου του δείγματος) συνέχισαν να αναφέρουν βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων. Για έκτη διαδοχική φορά στην εν λόγω έρευνα, οι ΜΜΕ δεν δήλωσαν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση ως βασικότερο πρόβλημά τους, όπως καταγραφόταν όλα τα προηγούμενα έτη. Από τους παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά χρηματοδότησης, οι ΜΜΕ δήλωσαν στην τελευταία έρευνα ότι η προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια αυξήθηκε περαιτέρω, ενώ σε αυξανόμενο βαθμό θετική ήταν και η συνολική επίδραση των παραγόντων που προσδιορίζουν τη φερεγγυότητα των ΜΜΕ (στους οποίους περιλαμβάνονται το πιστωτικό ιστορικό των επιχειρήσεων, τα ιδία κεφάλαια τους και οι προοπτικές τους). Επιπρόσθετα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανέφεραν ότι ο συνολικός δείκτης εμποδίων για τη λήψη τραπεζικού δανείου σημείωσε το χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από την έναρξη της έρευνας το 2009, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των ποσοστών των επιχειρήσεων που αποκρίθηκαν είτε ότι η αίτησή τους για χρηματοδότηση από τράπεζα απορρίφθηκε είτε ότι ικανοποιήθηκε μόνο κατά ένα μικρό μέρος, καθώς και εκείνων που δεν αιτήθηκαν καν χορήγηση δανείου φοβούμενες ότι η αίτηση θα απορριφθεί.
Το 2023 στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα του εμπορίου διοχετεύθηκε σχεδόν το 1/5 της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Ο κλάδος του εμπορίου απορρόφησε το δεύτερο υψηλότερο μερίδιο της τραπεζικής πίστης μετά από εκείνο της βιομηχανίας και ίσο με εκείνο του κλάδου της ενέργειας. Οι ελληνικές τράπεζες το περασμένο έτος χορήγησαν νέα δάνεια προς τις εμπορικές επιχειρήσεις συνολικού ύψους 1,6 δισεκ. ευρώ. Επίσης, το Δεκέμβριο του 2023 ο τομέας του εμπορίου εμφάνιζε το δεύτερο υψηλότερο υπόλοιπο (μετά τη βιομηχανία) ως προς το συνολικό απόθεμα επιχειρηματικών δανείων. Τα υφιστάμενα δάνεια προς το εμπόριο ανήλθαν σε 12,3 δισεκ. ευρώ, δηλαδή 18,6% του συνολικού υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Το υπόλοιπο των πιστώσεων αυτών ενισχύθηκε ιδιαίτερα κατά τα έτη της πανδημίας, τη διετία 2020-2021, καθώς οι εμπορικές επιχειρήσεις είχαν χρηματοδοτηθεί περισσότερο από όλους τους άλλους τομείς μέσω των προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με ευνοϊκούς όρους κυρίως μέσω του Ταμείου Εγγυήσεων υπέρ επιχειρήσεων που επλήγησαν οικονομικά από την πανδημία. Το μέσο ετήσιο υπόλοιπο πιστώσεων προς τον κλάδο του εμπορίου ως ποσοστό της ετήσιας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του κλάδου για την τριετία 2020-2022 ανήλθε σε 67,4% σε σύγκριση με 83,7% για τον κλάδο της βιομηχανίας και 66,4% για τον κλάδο της ενέργειας.
Επικεντρωνόμενοι στις ΜΜΕ του κλάδου του εμπορίου σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις βλέπουμε ότι το 2023 απορρόφησαν το 18,5% περίπου των νέων δανείων προς τις ΜΜΕ στο σύνολο της οικονομίας, που ήταν το τρίτο υψηλότερο μερίδιο μεταξύ των επιμέρους κλάδων – μετά τη μεταποίηση και την ενέργεια – ενώ το 2022 ο κλάδος του εμπορίου είχε καταγράψει πρωτιά μεταξύ των μικρομεσαίων, με 20,8% των νέων πιστώσεων.
Όσον αφορά τις τραπεζικές καταθέσεις, τα στατιστικά στοιχεία δεν απομονώνουν τις εμπορικές επιχειρήσεις αλλά αναφέρονται στο σύνολο των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Τον Ιανουάριο 2024, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα συνολικά διαμορφώθηκαν σε €190 δις και διατηρούν αύξηση κατά €47 δις σε σχέση με τον Δεκ. 2019 δηλαδή τα προ πανδημίας επίπεδα. Παρά την σημαντική αύξησή τους τα τελευταία χρόνια, οι καταθέσεις ακόμα υπολείπονται από τα επίπεδα του 2009-10, που ξεπερνούσαν τα €200 δις. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και o λόγος των ιδιωτικών καταθέσεων προς το ονομαστικό ΑΕΠ υπολείπεται από τα επίπεδα του 2010. Ο λόγος ήταν τον Δεκέμβριο του 2023 στο 88%, έναντι 94% τον Δεκέμβριο του 2010.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στην οποία συνέβαλαν ο χαμηλότερος ρυθμός ανόδου του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, οι αυξανόμενες καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών δεδομένου και του επιπέδου του πληθωρισμού ιδίως στις αρχές του 2023, καθώς και η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους παρατηρήθηκε αναδιάρθρωση των ρευστών διαθεσίμων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προς καταθετικούς λογαριασμούς προθεσμίας, λόγω των σχετικά υψηλότερων αποδόσεων που προσφέρουν ως απόρροια του μεγαλύτερου βαθμού ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος στα επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας.
Το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά από τον Ιούλιο 2022 και μετά λόγω της μετακύλισης στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού στη Νομισματική Ένωση. Τους τελευταίους μήνες τα τραπεζικά επιτόκια των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί. Διατηρούνται όμως σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Ειδικότερα, τον Ιανουάριο 2024 το μεσοσταθμικό επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων ήταν στο 6%, δηλ. κατά 330 μ.β. περίπου υψηλότερο σε σχέση με την έναρξη του ανοδικού κύκλου των επιτοκίων πολιτικής τον Ιούλιο του 2022. Σε πραγματικούς όρους το επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε το 2023 και πάλι σε θετικά αν και σχετικά χαμηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα ανήλθε τον Ιανουάριο 2024 σε 2,8% σε σύγκριση με -3% στο τέλος του 2022 και 4,9% κατά μέσο όρο την περίοδο 2011-2020.
Το ονομαστικό κόστος τραπεζικού δανεισμού στην χώρα μας παραμένει από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ (μαζί με χώρες όπως η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Πορτογαλία κ.ά.). Ωστόσο η θετική διαφορά μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ στα δανειακά επιτόκια για τις επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το 2023 ακολουθώντας πολυετή τάση σταδιακής συρρίκνωσης. Τον Ιανουάριο του 2024, τον τελευταίο δηλαδή μήνα για τον οποίο έχουμε δημοσιευμένα στοιχεία, η διαφορά επιτοκίου περιορίστηκε σε 80 περίπου μονάδες βάσης, που αποτελεί τη χαμηλότερη τιμή για την απόκλιση του επιτοκίου τραπεζικού δανεισμού προς ΜΧΕ στην Ελλάδα από το μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ από το 2003.
Σειρά ευνοϊκών παραγόντων υποβοήθησε την πρόοδο στη σύγκλιση των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ. Κύριος παράγοντας είναι εν γένει οι ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών τα τελευταία έτη και ειδικότερα η αύξηση της σημασίας των καταθέσεων λιανικής ως πηγής χρηματοδότησης. Άλλος παράγοντας είναι ο ταχύτερος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες στη Νομισματική Ένωση. Στη σύγκλιση των δανειακών επιτοκίων τα τελευταία έτη έχει συντελέσει επίσης η επιτευχθείσα μεγάλη πρόοδος στην εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και στις τρεις κατηγορίες δανειακών χαρτοφυλακίων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά) έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν υποχωρήσει και ως απόθεμα και ως ποσοστό. Άλλοι παράγοντες που υποβοήθησαν την σύγκλιση των επιτοκίων είναι η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών και η ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης όπως είναι κατεξοχήν η έκδοση ομολόγων για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Τέλος, κομβικής σημασίας είναι η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία η οποία σηματοδοτεί τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου της χώρας, διευρύνοντας τις διαθέσιμες πηγές άντλησης χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες και περιορίζοντας το κόστος τους.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην Ελλάδα τα δανειακά επιτόκια των τραπεζών για τις ΜΜΕ αυξήθηκαν λιγότερο κατά τον πρόσφατο ανοδικό κύκλο των επιτοκίων πολιτικής από ό,τι για τις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις: το μέσο επιτόκιο των τοκοχρεωλυτικών δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τον Ιανουάριο 2024, διαμορφώθηκε στο 6,1% σε σύγκριση με 3,6% τον Ιούλιο 2022 αυξημένο κατά 240 περίπου μονάδες βάσης έναντι του Ιουλίου 2022. Το ίδιο διάστημα το αντίστοιχο επιτόκιο για τα δάνεια άνω του ενός εκατ. ευρώ (που κατά κανόνα απευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις) κατέγραψε αύξηση κατά περίπου 340 μονάδες βάσης. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απορροφούν το 60% του υφιστάμενου υπολοίπου των δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια. Το επιτόκιο σε αυτό τον τύπο τραπεζικής πίστωσης διαμορφώνεται σε, 6,8% για το σύνολο των επιχειρήσεων. Και αυτό το επιτόκιο έχει αυξηθεί λιγότερο για τις μικρομεσαίες από ό,τι για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Για τις ΜΜΕ έχει αυξηθεί κατά 275 μ.β. έναντι του Ιουλίου 2022 σε σύγκριση με 305 μονάδες βάσης για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Το κόστος τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων δεν επηρεάζεται μόνον από τα βασικά επιτόκια του Ευρωσυστήματος αλλά και από διαρθρωτικούς παράγοντες της εγχώριας οικονομίας. Για παράδειγμα, η αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων, η ενίσχυση της εξωστρέφειας, η διάδοση της ψηφιοποίησης και η προαγωγή της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, καθώς και όπως ήδη αναφέρθηκε η ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς υποβοηθούν την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης πέραν του τραπεζικού δανεισμού που ενισχύει τον ανταγωνισμό για τις τράπεζες.
Παρά τη βελτίωση που, όπως προαναφέρθηκε, έχει σημειωθεί τα τελευταία έτη στους ισολογισμούς των τραπεζών με μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων που αφορούν ΜΜΕ (προς το σύνολο των δανείων προς ΜΜΕ), από 65% περίπου την περίοδο 2015-2017 σε περίπου 10% το Δεκέμβριο του 2023, το ποσοστό αυτό παραμένει σχεδόν τετραπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (Δεκέμβριος 2023: 2,6% του συνόλου των τραπεζικών δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις). Τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθούν να καταγράφονται στους ελεύθερους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Είναι της τάξεως του 24% στο σύνολο των δανείων αυτής της κατηγορίας. Όσον αφορά το σύνολο των εμπορικών επιχειρήσεων, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανέρχονταν –σε όρους αξίας όχι αριθμού δανειακών συμβάσεων– στο τέλος του προηγούμενου έτους σε 6% του συνόλου των τραπεζικών δανείων προς τον κλάδο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη σημαντική παράμετρος που χάνουμε όταν μιλάμε για τα ΜΕΔ. Είναι το χρέος που βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος και είναι υπό τη διαχείριση των NPLs servicers. Με βάση τα εποπτικά στοιχεία, σχεδόν 11 δις δάνεια προς ΜΜΕ (στην πλειοψηφία του μη-εξυπηρετούμενα), βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος. Εάν τα αθροίζαμε αυτά στα ποσοστά που σας προανέφερα, τότε ο δείκτης ΜΕΔ για τις ΜΜΕ θα ανέβαινε από το 10% στο 36,8%. Γίνεται κατανοητό λοιπόν, πόσο σημαντική είναι η επίλυση του προβλήματος του μη-εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους, όπως έχω πει αρκετές φορές δημόσια.
α. Ο ρόλος των χρηματοδοτικών εργαλείων
Το 2023 όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι πιστώσεις προς τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες στηρίχθηκαν από τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναπτυξιακών τραπεζών – δηλαδή του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Στηρίχθηκαν επίσης από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF). Ιδιαίτερα ωφελούμενες των προγραμμάτων αυτών ήταν οι επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, των οποίων η πρόσβαση σε χρηματοδότηση δυσχεραίνεται δυσανάλογα σε περιόδους αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής σε σύγκριση με τις μεγάλου μεγέθους μονάδες. Για τους δανειολήπτες που έτυχαν στήριξης, οι αυξήσεις των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού που προαναφέρθηκαν υπερεκτιμούν την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης διότι δεν λαμβάνουν υπόψη την ευεργετική επίδραση των προγραμμάτων.
Το 2023 οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν τραπεζικά δάνεια ύψους 2 δισεκ. ευρώ (2022: 4,2 δισεκ. ευρώ) υποστηριζόμενα μέσω προγραμμάτων αφενός του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ο οποίος αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF)) και αφετέρου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Άνω του 75% της αξίας των εν λόγω χρηματοδοτήσεων κατευθύνθηκε προς ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, μερίδιο που αντικατοπτρίζει τη διαχρονική στόχευση της ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών χρηματοδοτικών εργαλείων, το μεγαλύτερο ποσοστό σε όρους αξίας εκταμιεύσεων (57%) αντιστοιχούσε σε προγράμματα συγχρηματοδότησης (2022: 15%) και το υπόλοιπο σε εγγυοδοσίες. Η αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων ως αποτέλεσμα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής ενίσχυσε τη σημασία των συγχρηματοδοτήσεων, καθώς αυτές επιτυγχάνουν ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης.
β. Ο ρόλος του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Συμπληρωματικά προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία των αναπτυξιακών τραπεζών, οι εγχώριες επιχειρήσεις επωφελούνται από χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF). Συνολικά το 2023, από το δανειακό σκέλος του RRF εκταμιεύθηκαν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 1450 εκατ. ευρώ (2022: 360 εκατ. ευρώ ), εκ των οποίων 900 εκατ. συνιστούσαν κεφάλαια από δημόσιους πόρους του Μηχανισμού και τα υπόλοιπα κεφάλαια των τραπεζών. Περίπου οι μισές από τις δανειακές συμβάσεις αφορούσαν επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους. Οι συμβάσεις που αφορούσαν ΜΜΕ είχαν συνολικό ύψος 1,2 δισεκ. Ευρώ και αντιπροσώπευαν το 15% της αξίας του συνόλου (8 δισεκ. ευρώ) των δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί στο πλαίσιο του Μηχανισμού.
Το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού καθιστά ελκυστικά τα εν λόγω δάνεια. Υπενθυμίζεται ότι το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων με δημόσιους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε 0,35% ετησίως, ενώ για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 1%. Πράγματι το πλήθος των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από τις επιχειρήσεις για αυτές τις πιστώσεις φανερώνει ισχυρή ζήτηση.
Σύμφωνα με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενδιάμεση αξιολόγηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στα 8 κράτη- μέλη που έχουν υποβάλει και εκταμιεύσει 3ο αίτημα πληρωμής, την ώρα που ήδη έχουν εισρεύσει στη χώρα μας το 40% των χρημάτων που της αναλογούν συνολικά. Η Έκθεση κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες που προχωρούν με συνέπεια τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις του Εθνικού της Σχεδίου. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αναμένεται να εξακολουθήσει να υποστηρίζεται τα επόμενα έτη από τα χαμηλότοκα δάνεια που προσδοκώνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σε συνέχεια της έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, οι συνολικοί ευρωπαϊκοί πόροι για το δανειακό σκέλος του Μηχανισμού αυξήθηκαν κατά 5 δισεκ. ευρώ σε 17,7 δισεκ. ευρώ. Από αυτό το σύνολο των 17,7 δισεκ., έχουν ήδη εκταμιευθεί προς τη χώρα 7,3 δισεκ. ευρώ και εξ αυτών 4 δισεκ. ευρώ είναι διαθέσιμα στις συνεργαζόμενες τράπεζες για τη χορήγηση επιχειρηματικών πιστώσεων. Η απορρόφηση των δανείων αυτών μέχρι το 2026 κατ’ εξοχήν θα οδηγήσει κατά τα επόμενα έτη στην κινητοποίηση πολλαπλάσιων πόρων και σε επιτάχυνση των επενδύσεων.
Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα υποστηριχθεί επίσης από την υιοθέτηση νέων χρηματοδοτικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Αναπτυξιακού Νόμου (ν. 4887/2022). Ειδικότερα, αναμένεται η δημιουργία Ταμείων με σκοπό την παροχή: α) εγγυήσεων δανείων, β) συγχρηματοδοτήσεων με άτοκη χρηματοδότηση μέρους του δανείου, γ) επιχορηγήσεων με επιδότηση επιτοκίου ή/και κεφαλαίου (capital rebates) και δ) συνεπενδύσεων, δηλ. επενδύσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ταμείο Καινοτομίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις ωφελούνται από χαμηλότερες απαιτήσεις εξασφαλίσεων (λόγω της παροχής εγγυήσεων εκ μέρους της ΕΑΤ) και, εφόσον επιτύχουν κριτήρια ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης) και καινοτομίας, λαμβάνουν πρόσθετες ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων κεφαλαίου. Μέχρι το τέλος του 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αδειοδοτήσει τρεις εταιρίες παροχής μικροπιστώσεων μέχρι €25.000 που αναμένεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον τραπεζικό δανεισμό. Οι μικροπιστώσεις αναμένεται να χρηματοδοτηθούν και από την ΕΑΤ μέσω του Ταμείου Επιχειρηματικότητα ΙΙΙ (Ταμείο Χαρτοφυλακίου). Στο πλαίσιο αυτού του Ταμείου θα υποστηριχθούν και νέα μέσα όπως οι χρηματοδοτικές μισθώσεις (leasing) και οι υβριδικές χρηματοδοτήσεις (quasi equity). Η διεύρυνση των μορφών χρηματοδότησης είναι επιθυμητή, καθώς επιτρέπει την καλύτερη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων σε όρους μόχλευσης, απορρόφησης και ανακύκλωσης, δηλαδή δημιουργεί τις προϋποθέσεις μεγέθυνσης του πολλαπλασιαστή των δημόσιων πόρων και μεγιστοποίησης της ωφέλειας για την πραγματική οικονομία.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αντανακλώνται στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Η αναβάθμιση αυτή αποτελεί πολύ σημαντική εξέλιξη, διότι μετριάζει τις επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με θετικές επιδράσεις στο λιανικό εμπόριο και τις ΜΜΕ. Παράλληλα, η πρόοδος στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, η βελτίωση των βασικών δεικτών αποδοτικότητας και ρευστότητάς τους και η εν εξελίξει αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών υποδηλώνουν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές μελλοντικές αναταράξεις και να βοηθήσει στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, απαιτείται η συνέχιση της προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αναβάθμισή της. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη των αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων, στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, οι οποίοι όπως ανέφερα προηγούμενα είναι καθοριστικοί για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των επενδύσεων, καθώς και στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.