«Είναι πρωί πάλι στην Αμερική» (It’ s morning in America again) έλεγε η βαθιά φωνή στο μέχρι σήμερα αξεπέραστης αξίας προεκλογικό σποτ του Ρ. Ρέιγκαν, το 1984. Και ενώ ο αφηγητής εξιστορεί, στις εικόνες βλέπουμε καθημερινούς ανθρώπους, φορτωμένους μόνο με το φως του πρωινού -τίποτα άλλο δεν φαίνεται να τους βαραίνει από τη ζωή. Παρόντες στην αφήγηση που κυλά ανάμεσα στις ώρες της καθημερινότητας, μας καθησυχάζουν.
Η αφήγηση συνεχίζει ήρεμα με υλικά και χαρακτήρες από το παρόν και το μέλλον. «Περισσότεροι άνδρες και γυναίκες θα πάνε σήμερα στις δουλειές τους, περισσότεροι από κάθε άλλη εποχή στην Ιστορία της χώρας, δυο χιλιάδες πολίτες θα αγοράσουν σπίτι σήμερα, περισσότεροι από ό,τι τα τελευταία τέσσερα χρόνια, σήμερα το απόγευμα εξήντα πέντε χιλιάδες πολίτες θα παντρευτούν… ».
Αυτή η κατασκευασμένη ευφυής πολιτική αφήγηση δεν θα μπορούσε να ανατραπεί. Ο πολιτικός ηγέτης που εξασφάλιζε ακόμα ένα αισιόδοξο πρωινό στην Αμερική δεν ήταν φανερός αλλά ήταν ο δημιουργός του, άρα πιο ισχυρός από κάθε άλλο ηγέτη που θα χρειαζόταν να είναι, ο ίδιος παρών για να ενεργοποιήσει το συναίσθημα, τον πατριωτισμό και την αισιοδοξία. Κανείς δεν θα μπορούσε να κτίσει μια ανατροπή αυτής της αφήγησης γιατί παρών σ’ αυτήν είναι ο ίδιος ο αμερικανικός λαός.
Υπάρχει όμως κυρίαρχη αφήγηση για τους ευρωπαϊκούς λαούς; Ποια πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα παρόμοιο «πρωινό» εικόνων, καθημερινότητας, μηνυμάτων αισιοδοξίας και κοινής μοίρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση; Ποια θα ήταν τα υλικά μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας αισιοδοξίας και χαρακτήρων;
Ο πρόεδρος της Γερμανίας Γ. Γκάουκ, με μια ομιλία -ορόσημο τον Φεβρουάριο του 2013, σημείωνε την απουσία ενός συνεκτικού θεμελιακού μύθου που θα μπορούσε να συμπυκνώσει την ιδέα της Ευρώπης σε μια βιώσιμη αφήγηση, λέγοντας:
«Είναι βέβαια αλήθεια αυτό που λένε: δεν υπάρχει κυρίαρχο αφήγημα για να δώσουμε στην Ευρώπη την ταυτότητά της. Δεν έχουμε το είδος της κοινής αφήγησης για την Ευρώπη που θα μπορούσε να ενώσει περισσότερους από 500 εκατομμύρια ανθρώπους της Ε.Ε. σε μια κοινή ιστορία, να έχει μια θέση στις καρδιές τους και να τους παρακινήσει στο να οικοδομήσουν πάνω σ’ αυτήν.
»Αυτό είναι ένα γεγονός. Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν έχουμε τον ιδρυτικό μύθο, σαν μια αποφασιστική μάχη, όπου θα αντιμετωπίσουμε έναν κοινό εχθρό και, κερδίσουμε ή χάσουμε, τουλάχιστον να υπερασπιστούμε την ταυτότητά μας. Μια επιτυχημένη επανάσταση θα μπορούσε επίσης να προσφέρει έναν ιδρυτικό μύθο, με τους ανθρώπους της ηπείρου μας να έχουν επιτύχει μαζί κάποια πράξη πολιτικής ή κοινωνικής χειραφέτησης – αλλά δεν είχαμε κανένα από αυτά.
»Δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα, ακριβώς όπως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ένας ευρωπαϊκός δήμος, ένας ευρωπαϊκός λαός ή ένα ευρωπαϊκό έθνος».
Ο συγγραφέας Vazrik Bazil απέκρουε την ιδέα της μεγάλης κοινής αφήγησης, αντιτείνοντας σε αυτήν τις μικρές και χρήσιμες αφηγήσεις, την ευημερία και την ειρήνη που μοιραζόμαστε, τις μεγάλες μορφές στην Ιστορία και τον πολιτισμό και τις πολλές σημαντικές ιστορικές μάχες και επαναστάσεις που υπογραμμίζουν ότι στην Ευρώπη η Ιστορία και η μνήμη είναι πολύ διαφορετικές για να έχουν μια ενιαία συνεκτική αφήγηση.
Αν προσπαθούσαμε σήμερα να δημιουργήσουμε το ευρωπαϊκό μήνυμα για το «Είναι πάλι πρωί στην Ευρώπη» -και πριν βιαστούμε να αποδώσουμε στην ευημερία και την ειρήνη επαρκή συνεκτικό ρόλο και, ακόμη, πριν αξιολογήσουμε την υλικότητα του εγχειρήματος της ενιαίας Ευρώπης- θα πρέπει πρωταρχικά να εξεταστεί μια πολιτική προσέγγιση με τη δυναμική μιας ισχυρής αναλυτικής βάσης που θα απομονώνει την εκδοχή μιας «ηθικής» αφήγησης, δηλαδή ενός ιδεολογικά νομιμοποιητικού μερικού αφηγήματος με ισχυρό blame game (αυτό που βιαστικά και αβασάνιστα εμφάνισε ο Ευκλ. Τσακαλώτος στο κείμενό του ως δυο αφηγήσεις στην Ε.Ε.).
Θα έπρεπε να εξεταστούν άλλες προσεγγίσεις από αυτή του Ελληνα οικονομολόγου, με την ενδημική πολιτική και ιδεολογική καρδιοπληγία, διότι η αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος της μεγάλης αφήγησης, στην αναπόφευκτη συζήτηση που δημιούργησε η θέση/τομή του Γ. Γκάουκ, βρήκε συνηγορία ότι ουδέποτε είχαμε μια πειστική ευρωπαϊκή αφήγηση. Η μεγάλη αμερικανική αφήγηση δεν μπορεί να έχει μια ισοδύναμη ευρωπαϊκή εκδοχή.
Και αυτό διότι η ευρωπαϊκή ιδέα κτίστηκε πάνω στο «ποτέ ξανά» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με βάση την αποτροπή της επανάληψης του οδυνηρού παρελθόντος, ενώ η αμερικανική αφήγηση χτίζεται πάνω στην κατάκτηση ενός κοινού μέλλοντος. Εν πολλοίς, μπορεί ο Ντράγκι να πιστεύει ότι δοκιμάζεται η συνοχή της Ε.Ε., αλλά θα αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις από τα «ισχυρά θεμέλια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος για τους στόχους που ανέθεσαν οι λαοί» (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 21/11/2016), οι λαοί όμως της Ευρώπης δεν είχαν καμία εμπλοκή στους στόχους.
«Η Συνθήκη της Λισαβόνας είναι η ίδια με το Σύνταγμα που απορρίφθηκε. Μόνο η μορφή έχει αλλάξει για την αποφυγή δημοψηφισμάτων» (ο συγγραφέας της Συνθήκης, πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, 2007).
Η Συνθήκη μπορεί να υπογράφηκε στο Jerónimos Monastery, της Λισαβόνας, το μοναστήρι προς τιμήν του θαλασσοπόρου Βάσκο Ντε Γκάμα, αλλά πολύ λίγα από τα μεγάλα ταξίδια των λαών στην Ιστορία συμπεριελήφθησαν στην πολύτομη γραφή της. Σήμερα, οι λαοί θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα πρέπει να κάνουν με αυτά τα πολύτομα ξένα προς αυτούς έργα που είναι μοιραία «ντυμένα» με την Ωδή της Χαράς, αποδεχόμενοι ως μόνη κοινή αφήγηση την προτροπή του ποιητή της ωδής, Φρίντριχ Σίλερ, «Ολα τα έθνη, αγκαλιαστείτε!».
* Πολιτική επιστήμων, δρ Επιστήμης της Πληροφορίας
Πηγή: https://www.efsyn.gr