Για ισχυρά δημοσιονομικά αποτελέσματα και ανθεκτική αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας κάνει λόγο η Alpha Bank στην ανάλυσή της για τις δημοσιονομικές και οικονομικές προοπτικές της χώρας, που δημοσιεύεται στο τελευταίο Economic Bulletin
Το 2023, το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2%, ένας από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Ο ρυθμός αυτός ήταν αισθητά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (0,4%). Παράλληλα με τη σταθερή επέκταση του οικονομικής δραστηριότητας το 2023, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα αιφνιδίασαν θετικά, όπως αναφέρεται.
Μάλιστα, την τριετία 2020 – 2023 η Ελλάδα πέτυχε την μεγαλύτερη μείωση του Δημοσίου Χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 45,1 εκατοστιαίες μονάδες (45,1%) , με αποτέλεσμα να υποχωρήσει στο 161,9% στο τέλος της περιόδου αυτής, από το 207% του ΑΕΠ που ήταν το 2020. Ακολουθεί η Κύπρος η οποία μείωσε το Δημόσιο Χρέος της κατά 37,6% και έπεται η Κροατία κατά 35,8%.
Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεγονός που αντανακλάται και στην πρόσφατη δημοπρασία που πραγματοποίησε το Ελληνικό Δημόσιο για την έκδοση του νέου 30ετούς ομολόγου, κατά την οποία οι προσφορές ξεπέρασαν τα 33 δισ. ευρώ, καλύπτοντας 11 φορές τα 3 δισ. ευρώ που άντλησε τελικώς.
Η απόδοση διαμορφώθηκε στο 4,241%, μόλις 20 μονάδες βάσης πάνω από το 30ετές ομόλογο που εξέδωσε η Ισπανία τον Φεβρουάριο και στις 20 μονάδες βάσης χαμηλότερα από την 30ετία της Ιταλίας. Στην επιτυχία του 30ετούς ομολόγου συνέβαλε επίσης η αναβάθμιση της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας , στην κατηγορία «θετική» στην οποία είχε προχωρήσει πριν λίγες μέρες ο διεθνής οίκος αξιολόγησης S&P.
Η Ελλάδα όπως αναφέρεται στην ανάλυση αναμένεται να παραμείνει σθεναρά προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία, με προγραμματισμένο πρωτογενές πλεόνασμα 2024, στο 2,1% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Υπουργείου Οικονομικών 2024 και επακόλουθη περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, στο 152,7% το 2024. Ωστόσο, η εφαρμογή του νέων Ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων ενδέχεται να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση για να ακολουθήσει μια ακόμη πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική θέτοντας υψηλότερο στόχο για το δημοσιονομικό πλεόνασμα μακροπρόθεσμα.
Τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να έχουν μέτριο αντίκτυπο στο δημόσια οικονομικά τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος του Δημοσίου Χρέους της Ελλάδος διακρατείται από τους λεγόμενους «επίσημους πιστωτές» με ευνοϊκούς όρους.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο της ανάπτυξης εκτιμάται ότι το θετικό μομέντουμ της οικονομίας θα συνεχιστεί και το 2024 παρά την μικρή επιβράδυνση που εμφάνισε ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ πέρυσι, υστερώντας του στόχου που είχε τεθεί κατά 0,3%. Η ανάπτυξη φέτος εκτιμάται ότι θα στηριχθεί από την ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση, υποστηριζόμενη από την περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής της απασχόλησης και την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης, μετά τις απώλειες που υπέστη αυτή εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού τα τελευταία δύο χρόνια. Επίσης, θετική θα είναι η συνεισφορά των επενδύσεων στο ΑΕΠ, λόγω των κονδυλίων του RRF και της επιστροφής της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα .
Η δυναμική του τουρισμού
Επιπλέον, η δυναμική του ελληνικού τουρισμού για το 2024 παραμένει εύρωστη, ενισχύοντας έτσι την συνεισφορά των εξαγωγών υπηρεσιών στην οικονομική δραστηριότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2023, τόσο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) όσο και οι εισερχόμενοι ταξιδιώτες ανήλθαν σε επίπεδα ρεκόρ, ξεπερνώντας τα προ της πανδημίας επίπεδα του 2019, το οποίο ήταν -μέχρι πρόσφατα- το έτος ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν σε 20,5 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 15,7% σε σχέση με το 2022 (17,7 δισ. ευρώ) και κατά 12,5% σε σχέση με το 2019 (18,2 δισ. ευρώ). Οι εισερχόμενοι ταξιδιώτες ανήλθαν σε 32,7 εκατομμύρια, αυξημένοι κατά 17,6% σε σχέση με το 2022 και κατά 4,4% σε σχέση με το 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αντισταθμίζουν το 63% του εμπορικού ελλείμματος, έναντι 45% το 2022, ως συνδυαστικό αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων (που συνεισφέρουν το 42% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες) όσο και της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος κατά 18% (Διάγραμμα 5)
Όπως υπογραμμίζεται οι πρώτες ενδείξεις για την πορεία την οικονομίας το 2024 είναι ενθαρρυντικές καθώς πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες όπως αυτός του οικονομικού κλίματος (ΕSI), προσδοκιών απασχόλησης (ΕΕΙ) καθώς και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών (ΡΜΙ) σημειώνουν ικανοποιητική άνοδο. Μάλιστα όσον αφορά στους δείκτες ΕSI και EEI η Ελλάδα εμφάνισε τον Μάρτιο την δεύτερη υψηλότερη άνοδο μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε.
Μείωση της ανεργίας το 2023
οι συνθήκες στην εγχώρια αγορά εργασίας συνέχισαν να βελτιώνονται το 2023, καθώς το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε στο 11,1%, από 12,4% το 2022. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% το 2023, έναντι 5,4% το 2022. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ-27, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο
ποσοστό ανεργίας από το 2021, μετά την Ισπανία (2023: 12,1%). Η σωρευτική μείωση της ανεργίας από το 2019, πριν από την πανδημία, είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ-27 (2023-2019: 6,2 π.μ.), ενώ, στις περισσότερες κράτη μέλη, οι διαφορές μεταξύ των δύο περιόδων ήταν οριακές (γράφημα 6α).
Τον Φεβρουάριο του 2024, το (εποχικά προσαρμοσμένο) ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 11% και ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,8% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 4,23 εκατομμύρια. Οι προοπτικές για περαιτέρω αποκλιμάκωση της ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια είναι θετικές.
Πτωτική τάση του συνολικού πληθωρισμού
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν σε ανοδική τροχιά το 2024 – αν και με βραδύτερο ρυθμό – με τον γενικό πληθωρισμό να προβλέπεται να κυμανθεί μεταξύ 2,6% και 2,8%. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την προοπτικές για τον πληθωρισμό κλίνουν προς τα πάνω, συνδεόμενοι κυρίως με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, δηλαδή τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, ανοδικές πιέσεις στις τιμές ενδέχεται να προκύψουν από την πρόσφατη ένταση στην Ερυθρά Θάλασσα και τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, η κλιμάκωση των οποίων μπορεί να διαταράξει περαιτέρω τις αλυσίδες εφοδιασμού, να θέσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος μεταφοράς και κατά συνέπεια στα γενικά επίπεδα τιμών.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι, ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις, το Υπουργείο Ανάπτυξης υιοθέτησε νέα μέτρα από τον Μάρτιο του 2024. Αυτά έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις της αγοράς7 και να οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές σε διάφορα βασικά αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καθαρισμού, των καλλυντικών και των προϊόντων βρεφικής φροντίδας.