Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ασφαλώς έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί την οικονομία και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει ανάγκη για τα επόμενα χρόνια.Το επιβεβαιώνουν άλλωστε όλες οι εκθέσεις των διεθνών οίκων το τελευταίο διάστημα. Πολύ πρόσφατα, η S&P αναβάθμισε και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισημαίνοντας ότι «αυξημένες επενδύσεις, βελτίωση στην αγορά εργασίας και βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών χάρη στην εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος» είναι οι παράγοντες που θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Καραβίας μιλώντας στο συνέδριο eKyklos, για την πρώτη και τη δεύτερη Μεταπολίτευση της ελληνικής οικονομία
Σύμφωνα με τον κ. Καραβία, τα ορόσημα που οδήγησαν στην εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος ήταν :Πρώτον, η εξυγίανση των ισολογισμών. Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα διεθνώς, που ένα τραπεζικό σύστημα πέτυχε να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, από περίπου 50% σε χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Δεύτερον, η ενίσχυση κεφαλαίων μέσω των αγορών, αλλά και μέσω της οργανικής κερδοφορίας. Υγιές τραπεζικό σύστημα είναι ένα κερδοφόρο τραπεζικό σύστημα. Μη ξεχνάμε ότι δεν είναι πολύ μακριά η περίοδος των μεγάλων ζημιών. Μόλις τη 2ετία 2020-21, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, οι τράπεζες κατέγραψαν μεγάλες ζημίες, σωρευτικά της τάξης των 6.5 δις ευρώ. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών των τραπεζών μένει στην οικονομία, πηγαίνει στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης. Τα μερίσματα, τα οποία αναμένουμε να δoθούν εφέτος στους μετόχους, για πρώτη φορά ύστερα από 15 χρόνια, γεγονός που αποτελεί ακόμη μια επιβεβαίωση της εξομάλυνσης, δεν θα ξεπερνούν το 30% της κερδοφορίας του 2023.
Τι σημαίνει όμως αυτή η εξομάλυνση για την οικονομία μας και τους πελάτες μας; Να σημειώσω ότι όλα τα μεγάλα έργα υποδομής, η ενεργειακή μετάβαση της οικονομίας, ο ψηφιακός της μετασχηματισμός και η διοχέτευση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης στις επιχειρήσεις, όλα πραγματοποιούνται μέσω του τραπεζικού συστήματος, σχεδόν αποκλειστικά.
Ήδη οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας μας και οι μεγαλύτερες από τις ΜΜΕ δανείζονται πλέον με περιθώρια που είναι αντίστοιχα ή και χαμηλότερα από τα αντίστοιχα σε ευρωπαϊκές χώρες ή τη Β. Αμερική.
Ειδικά για δυο πολύ σημαντικές από κοινωνική άποψη κατηγορίες – τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, υπάρχει μια κριτική ότι δεν δίνονται δάνεια. Ας δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Για τις ΜΜΕ: έχουμε περίπου 900.000 νομικά πρόσωπα, ΑΦΜ. Από αυτές, λίγο πάνω από 100.000 έχει άνετη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, με έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών και με περιθώρια που είναι καθοδικά.
Αλλά τι είναι οι υπόλοιποι; Είναι επιχειρήσεις με σφύζουσα δραστηριότητα που ασφυκτιούν; Όχι. Από τις 880.000 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, οι 540.000 δεν έχουν κανέναν υπάλληλο. Άλλες 250.000 απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους. Μόνο 80.000 έχουν παραπάνω από 5 υπαλλήλους.
Δεν υπάρχει επιχείρηση με οικονομική βάση που να φέρει ένα αξιόπιστο business plan και να μην λάβει δάνειο. Έχω ζητήσει επανειλημμένα «φέρτε μου ένα παράδειγμα» χρηματοδότησης που απορρίψαμε αδικαιολόγητα. Να σημειώσω και το εξής: η αξιολόγηση ενός δανείου λαμβάνει υπόψη το δηλωμένο κύκλο εργασιών και την αντίστοιχη κερδοφορία. Δεν μπορεί να δηλώνει κανείς ελάχιστα και να περιμένει ότι η τράπεζα θα του δώσει δάνειο με βάση μια εικαζόμενη ή όντως διαφορετική πραγματική εικόνα των οικονομικών του, χωρίς να λάβει υπόψη το δηλωμένο εισόδημα ή τα δηλωμένα έσοδα της επιχείρησης.
Πορεία των επενδύσεων
Έχουμε από νωρίς και επανειλημμένα επισημάνει τις επενδύσεις ως κεντρικό ζήτημα για την οικονομία και τη χώρα στο ορατό μέλλον. Επενδύσεις σήμερα, όχι αύριο γιατί υπάρχει μια θετική συγκυρία που δεν θα ισχύει για πάντα και πρέπει να την αξιοποιήσουμε. Σήμερα η Ελλάδα έχει ισχυρές επιχειρήσεις, έχει υγιείς τράπεζες με ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα, υπάρχουν σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια που δεν θα είναι διαθέσιμα εσαεί, και, τέλος, μια πολύ θετική εικόνα της χώρας στον κόσμο και διάθεση από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα για τοποθέτηση κεφαλαίων στη χώρα.
Σε μια παλιότερη μελέτη που είχαμε κάνει με τον chief economist της Τράπεζας κ. Τάσο Αναστασάτο είχαμε επισημάνει τότε (σε δύο άρθρα το 2020 και το 2022) τους τομείς που μπορούσαν να προσελκύσουν το μέγιστο ενδιαφέρον και πράγματι αυτό βλέπουμε να συμβαίνει καθώς η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται. Ενδεχομένως όχι τόσο γρήγορα ή τόσο έντονα όσο θα θέλαμε, αλλά υπάρχει μια αλλαγή.
Στην προαναφερθείσα μελέτη είχαμε υπολογίσει το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων που θα χρειαστεί για να φτάσουμε το μέσο όρο της ευρωζώνης. Επικαιροποιήσαμε την προβολή, ενσωματώνοντας τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Υποθέτοντας ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της τάξης του 2,5% για την επόμενη δεκαετία, τότε για να φτάσει το μερίδιο των επενδύσεων το 2033 στο 21,4% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης, απαιτείται σταθερή αύξηση των επενδύσεων παγίων κατά 6,7% κατά μέσο όρο για όλο το διάστημα από σήμερα και για δέκα χρόνια. Διευκρινίζεται ότι το 6,7% είναι η πραγματική και όχι η ονομαστική αύξηση των επενδύσεων για μια συνεχή δεκαετία.
Παραδοσιακά είχαμε μια οικονομία τριών βασικών πυλώνων: ναυτιλία, τουρισμός, κατασκευές. Τι βλέπουμε σήμερα; Η ναυτιλία ενισχύεται περαιτέρω – και σημειώνω με πρωταγωνιστική πια παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότησή της, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν και σίγουρα όχι σε αυτή την έκταση. Διεθνώς, στις πέντε τράπεζες με τα υψηλότερα υπόλοιπα χρηματοδότησης της ελληνόκτητης ναυτιλίας, οι 4 είναι οι ελληνικές τράπεζες. Και για το 2023, η Eurobank είναι η Νο2 τράπεζα διεθνώς και η πρώτη ανάμεσα στις 4 ελληνικές.
Ο τουρισμός στήριξε την οικονομία στην κρίση και τώρα καταγράφει διαδοχικά ρεκόρ – με την συνολική συμμετοχή του στο ΑΕΠ σε ιστορικά υψηλά. Ιδιαίτερα, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος που θα έχει συνέχεια. Ενώ το 2009, τα 4στερα και 5στερα ξενοδοχεία ήταν το 15% του συνόλου, σήμερα αυτά έχουν ξεπεράσει το 25%. Διεθνή brands έρχονται στη χώρα μας για πρώτη φορά.
Το real estate και οι κατασκευές που είχε πληγεί βαριά, ανακάμπτουν και αυτά σταδιακά.
Παράλληλα, όμως, και άλλοι κλάδοι αναπτύσσονται σε κλίμακα που υπερβαίνει την εγχώρια αγορά και συγκεντρώνουν διεθνές ενδιαφέρον.
Η ενέργεια είναι ο κλάδος που προσελκύει το μεγαλύτερο ύψος επενδύσεων.
Τα logistics, το είχαμε σωστά προβλέψει, μέσω κυρίως της ιδιωτικοποίησης των λιμανιών – δείτε την κινεζική επένδυση στον Πειραιά, το αμερικανικό ενδιαφέρον που υπήρξε καταλύτης για την Αλεξανδρούπολη, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το ενδιαφέρον από την Ινδία για ένα ελληνικό λιμάνι.
Η μεταποίηση για πρώτη φορά μετά τη μεγάλη αποβιομηχάνιση των δεκαετιών του 80 και του 90, δείχνει σημάδια αναζωογόνησης, με αιχμή την τεχνολογική αναβάθμιση. Υπάρχουν κλάδοι, όπως η φαρμακοβιομηχανία, που έχει αποκτήσει πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Το 10% των γενόσημων φαρμάκων της Ευρώπης παράγονται στην Ελλάδα.
Η άνοδος της μεταποίησης αποτυπώνεται και στην πορεία των εξαγωγών αγαθών. Σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα του 2019, οι εξαγωγές εμπορευμάτων το 2023 ήταν ενισχυμένες κατά 17 δις, αύξηση πάνω από 50%. Αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 18,5% σε 23% στο ίδιο διάστημα.
Τα ναυπηγεία ήταν για δεκαετίες μια μαύρη τρύπα για τα δημόσια ταμεία και τώρα, και πάλι μέσα από την ιδιωτικοποίηση, όχι απλώς λειτουργούν αλλά στηρίζουν και την απασχόληση και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, με την προφανή εθνική σημασία._