Οκτώ κυβερνήσεις θα πιέσουν σήμερα, με έγγραφό τους, την Κομισιόν να αυστηροποιήσει τους κανόνες της ενιαίας αγοράς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες διαφορές στην τιμολόγηση του ίδιου προϊόντος σε διαφορετικές ευρωπαϊκές αγορές από τις πολυεθνικές. Η πρακτική αυτή υπολογίζεται ότι κοστίζει 14 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, χώρες όπως η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Κροατία και η Δανία στηρίζουν την πρόταση της Ολλανδίας να δοθεί τέλος στους λεγόμενους Γεωγραφικούς Εφοδιαστικούς Περιορισμούς (territorial supply constraints – TSCs) που ουσιαστικά απαγορεύουν το λεγόμενο παράλληλο εμπόριο, όπου οι λιανέμποροι αγοράζουν προϊόντα πιο φθηνά από άλλες χώρες-μέλη.
Η πρωτοβουλία έρχεται μία ημέρα αφότου η Κομισιόν επέβαλε πρόστιμο 337,5 εκατ. ευρώ στην Mondelez, για τους περιορισμούς που έθετε στις αγορές χονδρικής στα μπισκότα, τις σοκολάτες και τον καφέ. Πρακτικά, δεν επέτρεπε στους χονδρέμπορους να αγοράσουν από μία αγορά, όπου οι τιμές μπορεί να είναι χαμηλές, και να πουλήσουν σε άλλη αγορά. «Είναι παράνομο», είπε η επίτροπος Ανταγωνισμού Margrethe Vestager.
Όταν ερωτήθηκε από δημοσιογράφους για το εάν χρειάζονται νέοι κανόνες, η Vestager απάντησε: «Είναι παράνομο να αποτρέπουν τους εμπόρους από το να αγοράζουν σε μία χώρα-μέλος και να πουλάνε σε μια άλλη. Ελπίζουμε ότι αυτή η υπόθεση (του προστίμου στη Mondelez) θα λειτουργήσει αποτρεπτικά. Έχουμε και άλλες υποθέσεις στα σκαριά».
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ursula von der Leyen, έχει πει ότι η βελτίωση της ενιαίας αγοράς και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων θα είναι προτεραιότητα εάν κερδίσει μια δεύτερη θητεία, μετά τις ευρωεκλογές.
Σύμφωνα με τους FT, έρευνα της ολλανδικής κυβέρνησης διαπίστωσε ότι τα TSCs εφαρμόζονται σε 1 στα 25 προϊόντα, με τις τιμές να είναι κατά μέσο όρο 10% ακριβότερες σε σχέση με τις φθηνότερες αγορές. Έρευνα της Κομισιόν σε 16 χώρες το 2020 είχε βρει ότι τα TSCs κοστίζουν στους καταναλωτές 14,1 δισ. ευρώ ετησίως.
Το δημοσίευμα αναφέρεται στην επιστολή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την πρόεδρο της Κομισιόν για το θέμα. Υπενθυμίζεται ότι ο πρωθυπουργός είχε προτείνει τα εξής μέτρα:
● Τον εμπλουτισμό του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των αδικαιολόγητων TSCs,
● Την απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών που εδράζονται στη διάκριση μεταξύ των λιανοπωλητών ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους και την εθνική αγορά που εξυπηρετούν και ειδικότερα σε πρακτικές που εμποδίζουν το παράλληλο εμπόριο και τις διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις,
● Την απαλοιφή των γλωσσικών περιορισμών στη σήμανση βασικών καταναλωτικών προϊόντων, όπου δεν είναι απολύτως απαραίτητοι, προκειμένου να μην εμποδίζεται το αρμπιτράζ μέσω παράλληλου εμπορίου ή την διερεύνηση των θετικών και αρνητικών στοιχείων της πολυγλωσσικής ψηφιακής σήμανσης των βασικών καταναλωτικών προϊόντων.
● Την αποτροπή της πολιτικής ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων να διαθέτουν ίδια ή παραπλήσια καταναλωτικά προϊόντα κάτω από διαφορετικές μάρκες σε διαφορετικά κράτη-μέλη προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή διαφορικής τιμολόγησης σε συνάρτηση με τη δεσπόζουσα θέση ή το μερίδιο αγοράς που έχουν επιτύχει σε κάθε χώρα.
Μιλώντας σήμερα στη Βουλή, ο πρωθυπουργός είπε: «Το πρόβλημα της ακρίβειας έχει εθνικές ιδιαιτερότητες αλλά το αντιμετωπίζουν και τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης. Θα εξηγήσω γιατί είναι πιο επώδυνο στην πατρίδα μας και γι‘ αυτό με επιστολή στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζήτησα παρέμβαση της ΕΕ διότι οι κολοσσοί του εμπορίου δεν μπορούν και δεν πρέπει να θέτουν γεωγραφικούς περιορισμούς ως προς τον εφοδιασμό του λιανεμπορίου και να κρατούν υψηλά τις τιμές σε χώρες με υψηλά μερίδια αγοράς. Δεν γίνεται το ίδιο προϊόν να διατίθεται με τόσο διαφορετικές τιμές. Είναι κερδοσκοπική τακτική και απαιτεί ευρωπαϊκή απάντηση».