Το 2015, μετά τις διαπραγματευτικές παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης και το σφάλμα του δημοψηφίσματος, η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετώπισε τις εντονότατες αντιδράσεις των άλλων κυβερνήσεων, καθώς και ένα καίριο δίλημμα.
Αν υπέκυπτε στις ελληνικές απαιτήσεις, θα διακινδύνευε τη σταθερότητα του ευρώ· θα προκαλούσε την αγανάκτηση των φορολογουμένων όλων των άλλων χωρών· και θα ενίσχυε τα κόμματα του ευρωσκεπτικισμού – ακροδεξιά και δεξιά στις βόρειες χώρες, ακροδεξιά και αριστερά στις νότιες. Με αυτά τα κόμματα να διεκδικούν την εξουσία και το ευρώ κλονισμένο, η συρρίκνωση της Ευρώπης θα ήταν αναπόφευκτη και άκρως επικίνδυνη για το μέλλον της ηπείρου μας και όλου του κόσμου.
Αν πάλι η Ενωση επέβαλλε στην Ελλάδα ένα νέο bail out, ένα ακόμη υφεσιογόνο πρόγραμμα διάσωσης (δηλαδή, χρηματοδότησης του χρέους), θα διακινδύνευε σε λίγους μήνες ένα «Grexit» και νέα νομισματική κρίση. Ωστόσο, ένα τέτοιο πρόγραμμα επέβαλε τελικά η Ευρώπη: ένα σκληρότατο μνημόνιο που θα αποτύχει, εκτός αν η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις τάχιστα, απαιτήσει αναδιάρθρωση του χρέους και την πετύχει αμέσως. Για να ακριβολογούμε, αυτά θα είναι αδύνατα, εκτός εάν ανανεωθούν η ηγεσία και η στελέχωση όλων των πολιτικών κομμάτων και βελτιωθεί ριζικά η ποιότητα της οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης – θα επανέλθω.
Το νέο μνημόνιο δεν ήταν, πιστεύω, προσχεδιασμένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή της Γερμανίας. Απλώς απέκλειε την πιθανότητα ενός ανεξέλεγκτου Grexit. Ηταν επίσης μια λύση που τα κοινοβούλια των χωρών-μελών μπορούσαν να δεχθούν. Η λύση επέτρεψε στα ευρωπαϊκά όργανα ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα διά της αναβολής, ως συνήθως· η συμφωνία θα αλλάξει μελλοντικώς, αφήνοντας στην Ευρώπη χρόνο για άλλες λύσεις: ακόμη και τη συντεταγμένη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ – με την οποία έξοδο, και μάλιστα άτακτη και ανεξέλεγκτη, ερωτοτροπούσε τότε η ίδια η ελληνική κυβέρνηση.
Ετσι η Ευρωπαϊκή Ενωση απέφυγε τον κλονισμό του ευρώ και την ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών· και εξασφάλισε ένα περιθώριο χρόνου για να προσαρμοστεί ευκολότερα στις ενδεχόμενες μελλοντικές εξελίξεις. Ποιες θα είναι αυτές; Απλουστεύοντας χάριν συντομίας, θα παραθέσω επιγραμματικά τρία σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης, δεδομένου ότι από αυτά εξαρτάται εν πολλοίς και το οποιοδήποτε σενάριο για το μέλλον της Ελλάδας.
Το πρώτο πιθανό – και αίσιο – σενάριο για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ότι δεν θα αυτοκαταστραφεί. Απλώς θα μεταλλαχθεί με αργούς ρυθμούς σε μια πολιτική ένωση με νέους θεσμούς, βασισμένους στον ανθρωπιστικό της πολιτισμό και σε ένα μετρημένο και ορθολογικό κράτος προνοίας.
Το σενάριο αυτό δεν αποκλείει ένα δεύτερο, που είναι μια πιθανή παραλλαγή του πρώτου: μια Ενωση χωρίς τις χώρες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εφαρμόσουν κανόνες θεμελιώδεις για τη λειτουργία της Ευρώπης. Δύο ακραία, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα: Brexit, Grexit.
Ενα τρίτο ευρωπαϊκό σενάριο, τόσο απίθανο όσο και απαίσιο, διακρίνεται στους αντίποδες του πρώτου και πιθανού. Είναι μια Ευρώπη παραδομένη στον νεοφιλελευθερισμό της ακραίας ανισότητας. Η Ευρώπη αυτή πιθανότατα θα πολυδιασπαστεί. Το «γερμανικό μοντέλο» δεν θα μπορέσει τότε να σώσει ούτε τη συρρικνωμένη Ευρώπη ούτε, βεβαίως, τη Γερμανία από την οικονομική βουλιμία των υπερδυνάμεων του παρόντος και του μέλλοντος και από τους γεωπολιτικούς κινδύνους που περικυκλώνουν τη μικροσκοπική και ευάλωτη ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ας έλθουμε τώρα στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι ο στόχος οποιουδήποτε ρεαλιστικού σεναρίου θα είναι η καλύτερη δυνατή, ταχεία και οριστική ρύθμιση του χρέους. Ολα τα σενάρια, όντας πιθανολογήσεις για το μέλλον, είναι αβέβαια. Οι πιθανότητες να συμβούν στο μέλλον απρόβλεπτα γεγονότα που θα τα ανατρέψουν αυξάνονται όσο περνάει ο χρόνος. Με άλλα λόγια, οι πιθανότητες να διαψευσθεί ένα τέτοιο σενάριο είναι τόσο λιγότερες όσο βραχύτερος είναι ο χρόνος των προβλέψεών του. Επομένως, για οποιοδήποτε αισιόδοξο ελληνικό σενάριο θέτω εξαρχής έναν ορίζοντα τριετίας: 2017-2019.
Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν το ελληνικό χρέος «μη βιώσιμο». Δεν το πιστεύω, όπως δεν πιστεύω ούτε το αντίθετό του. «Χρυσούς κανών» που δείχνει αν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι δεν υπάρχει. Η «βιωσιμότητα» δεν εξαρτάται απλώς και μόνο από τη σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)· είναι συνάρτηση πλήθους παραμέτρων, οι οποίες, μάλιστα, μεταβάλλονται με τη ροή του χρόνου. Και επειδή οι σημαντικές παράμετροι είναι πάμπολλες και όλες μαζί είναι άπειρες, το πρόβλημα είναι άλυτο – εκτός αν διατυπώσουμε κάπως ακριβέστερα τον ορισμό της λέξης «βιωσιμότητα».
Ηδη έδωσα ένα στοιχείο αυτού του ορισμού: τον χρόνο. Η βιωσιμότητα ενός χρέους είναι απλώς μια άποψη, η οποία κυμαίνεται ανάλογα με τις προσδοκίες της παγκόσμιας αγοράς για το μέλλον της χώρας που φέρει το συγκεκριμένο αυτό χρέος. Με άλλα λόγια, η «βιωσιμότητα» εξαρτάται από πιθανολογήσεις ενός τεραστίου πλήθους ατόμων και θεσμών για το οικονομικό, πολιτικό και διεθνοπολιτικό μέλλον αυτής της χώρας. Επομένως, εάν κατά την κρίση των πρωταγωνιστών της αγοράς η συγκεκριμένη χώρα έχει εισέλθει σε περίοδο μείωσης του χρέους, η προσδοκία αυτή και μόνη αρκεί για να βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης και τις δυνατότητες πρόσβασης στις αγορές, άρα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Τις προσδοκίες αυτές τις αλλοιώνουν εν συνεχεία οι πιθανολογήσεις και οι προσδοκίες των συστηματικών κερδοσκόπων, είτε άτομα είναι είτε θεσμοί, αλλά και οι κινήσεις πανικού ενός πλήθους μικρών επενδυτών.
Γι’ αυτό, άλλωστε, η οποιαδήποτε αναθεώρηση του χρέους δεν είναι μια μαγική προϋπόθεση της βιωσιμότητας, αλλά μάλλον το αντίθετο: η βελτίωση των προσδοκιών, άρα και της βιωσιμότητας, είναι προϋπόθεση της αναδιάρθρωσης. Γι’ αυτό, επίσης, η μονομερής αποποίηση του χρέους από μια Ελλάδα της δραχμής θα κατέστρεφε για δεκαετίες τη φερεγγυότητα της χώρας – όπως την έχει ήδη πλήξει η διαγραφή του χρέους από τους δανειστές, έστω και μερική. Επομένως, πιστεύω ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος θα είναι στο εξής, για την οποιαδήποτε κυβέρνηση, να βελτιώσει πρώτα τις προσδοκίες των αγορών για την ελληνική οικονομία και μόνο εν συνεχεία να ζητήσει μερική αναδιάρθρωση (και όχι βεβαίως διαγραφή) του χρέους. Και οι βασικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση των προσδοκιών είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα προσελκύσουν κεφάλαια και επενδύσεις και, βεβαίως, οι σχετικώς καλοί όροι αναδιάρθρωσης.
Συμπέρασμα. Σήμερα και για λίγους μήνες ακόμη, το ιστορικά χαμηλό επιτόκιο στις διεθνείς αγορές μπορεί να διευκολύνει πολύ μια αναδιάρθρωση με περίοδο χάριτος είκοσι ετών και παράταση χρόνου αποπληρωμής στα εξήντα τουλάχιστον χρόνια. Με τέτοιους περίπου όρους, ακόμη και ένα χρέος πάνω από το 200% του ΑΕΠ μπορεί μετά λίγα χρόνια να είναι πιθανολογικώς βιώσιμο. Αρκεί να γίνουν ταχύτατα οι μεταρρυθμίσεις που όλοι οι πρωθυπουργοί και υπουργοί μετά το 1990 θεωρούσαν απαραίτητες αλλά τρέπονταν σε φυγή μόλις σκέφτονταν το περίφημο «πολιτικό κόστος». Αρκεί όσοι θα μας κυβερνούν έως το 2019, όποιοι και αν είναι, να μην προσπαθήσουν πάλι να ξεγελάσουν τους κουτόφραγκους των Βρυξελλών και τις κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επτά χρόνια τώρα, η ανόητη αυτή τακτική αποτυγχάνει οικτρά. Ανατρέποντάς την τώρα, θα ανατρέψουμε και την κρίση μέσα στα επόμενα τρία χρόνια – ούτε άλλος τρόπος υπάρχει, ούτε άλλος χρόνος μένει.
Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016», με τις απαραίτητες μεταβολές που χρειάστηκαν για να γίνει αυτοτελές και κατανοητό σε όποιον δεν το έχει διαβάσει.
Πηγή: http://www.tovima.gr