Ή πρόσφατη έπικαιρότης έστρεψε, μέ α­φορμή ένα στυγερό έγκλημα, τήν προσοχή μας σέ μία αλλόφυλη μειονότητα πού κατοι­κεί στή χώρα μας, τούς λεγόμενους αθιγγά­νους ή γύφτους. Ή κατεστημένη εξουσία Ισχυρίζεται ότι απαρνείται μετά βδελυγμίας κάθε υπόνοια φυλετικών θεωρήσεων, φυλετισμοϋ ή χονδροειδοϋς ρατσισμού.
Έν τού­τοις, μέ αφορμή τήν επικαιρότητα αυτή προσεπάθησε μέσω τηλεοπτικών προγραμμά­των νά περάση στήν Κοινή Γνώμη τήν αντίληψη ότι οί γύφτοι είναι ταυτόχρονα καί “Ελληνες αλλά καί μία ιδιαίτερη καί χαρισμα­τική φυλή. Ώς χαρίσματα της, μάλιστα, προεβλήθησαν ή ροπή της φυλής αυτής γιά διαρκή περιπλάνησι (προφανώς διότι οί φο­ρείς της κατεστημένης εξουσίας έχουν καί αυ­τοί τό ιστορικό σύμπλεγμα τοϋ πλάνητος), καθώς καί τό γεγονός ότι κάποιοι έρευνηταί κατέγραψαν γλωσσικά ιδιώματα των γύφτων. Άλλα ή ΰπαρξις ενός υποτυπώδους ιδιώμα­τος σέ μία φυλή δέν αποτελεί στοιχείο χαρισματικότητος, άν καί όπως θά δούμε, οί γύφτοι στερούνται παντελώς ίδίας γλώσσης.

 

Είναι γενικώς αποδεκτό άπό τήν επιστήμη ότι κατά τήν περίοδο της ήμιζωώδους κατα­στάσεως του ό άνθρωπος ζοϋσε κατά περι­πλανώμενες ομάδες κυνηγών ή καρποσυλλεκτών. Αργότερα ό άνθρωπος έγκαστάθηκε καί σχημάτισε οικισμούς, ένώ παράλληλα άρχισε νά καλλιεργή τήν γη.
Ή μεταβολή αυ­τή πού ώνομάσθηκε γεωργική έπανάστασις δέν έγινε ταυτόχρονα σέ ολόκληρο τόν πλα­νήτη αλλά σέ διαφορετικές χρονικές περιό­δους γιά κάθε φυλή, θεωρείται δέ ότι παγκοσμίως άρχισε περίπου ταυτόχρονα στήν Μεσοποταμία, Νότιο Μ. Ασία καί Άνα τολική Ελλάδα καί Αιγαίο τήν 9η χιλιετηρίδα π.χ. Ή γεωργική έπανάστασις έσήμανε την εί­σοδο των προπορευόμενων φυλών τού αν­θρωπίνου είδους στόν πολιτισμό λόγω τής εγκαταστάσεως τους σέ σταθερούς τόπους, ή οποία επέτρεψε τήν άνάπτυξι θεσμών, τήν άντίληψι τής σχέσεως μέ τό περιβάλλον καί τούς νόμους του κλπ.
Σέ επομένη φάσι οί οι­κισμοί έξειλίχθησαν σέ πόλεις οί όποιες, όπως οί Αρχαίοι “Ελληνες διεπίστωσαν, εφήρμο­σαν άλλά καί απέδειξαν, αποτελούν τήν ιδα­νική μορφή συνοικισμού καί οργανώσεως εντός τής οποίας ό άνθρωπος μπορεί νά αναπτύξει πολιτισμό. “Αλλωστε ή λέξις πολιτι­σμός έτυμολογεΐται άπό τό πόλις.

Δέν χρειάζεται, νομίζουμε, νά μιλήσουμε έδώ γιά τήν πολιτιστική δημιουργία τής Ελ­ληνικής Φυλής. Άρκεΐ νά αναφέρουμε ότι χω­ρίς τούς “Ελληνες οί υπόλοιποι λαοί θά ήσαν όχι μόνον σχεδόν ή πλήρως αγράμματοι, άλ­λά ενδεχομένως καί άγλωσσοι! Θά πρέπει μό­νον νά επισημάνουμε ότι οί πολιτισμοί τών Ελλήνων οφείλονται στήν άνάπτυξι της συλλογικής φυλετικής ψυχής τής Ελληνικής Φυλής.

Δέν συμβαίνει, όμως, τό ίδιο μέ τήν «χαρι­σματική» φυλή τών γύφτων. Οι γύφτοι είναι, ώς γνωστόν, μία περιπλανώμενη φυλή. Δέν θέλουν νά έχουν καμμία σχέσι μέ τήν γη ή τήν γεωργία, καί τούτο διότι ζουν ακόμη στήν πρό τής γεωργικής επαναστάσεως κατάστασι.

Ζουν αποκλειστικά άπό τό εμπόριο (ακριβέ­στερα μεταξύ εμπορίου καί μικροκλοπών). Τό εμπόριο καθ’ εαυτό είναι χρήσιμο ή καί απα­ραίτητο σέ μία φυλή, όταν συνδυάζεται μέ άλ­λες δραστηριότητες, “Οταν όμως άσκήται σέ μία φυλή κατ’ αποκλειστικότητα, τήν μετατρέπει σέ παράσιτο τών άλλων καί τήν καθιστά ανίκανη νά ζήση μέ τίς δικές της δυνάμεις.

Οί γύφτοι δέν έχουν νά παρουσιάσουν κα­νένα δείγμα πολιτιστικού στοιχείου. Τό υπο­τιθέμενο ιδίωμα τους δέν είναι παρά μείγμα διαφόρων άλλων γλωσσών μέ πυρήνα άλλο­τε τήν Έλληνική καί άλλοτε τήν Τουρκική. Δέν έστάθησαν ικανοί νά δώσουν ούτε κάν ένα ό­νομα στήν φυλή τους.
Τά ονόματα μέ τά όποια είναι γνωστοί διεθνώς είναι αυτά πού τούς έ­δωσαν οί “Ελληνες: Τσιγγάνοι ή αθίγγανοι άπό τό ρήμα άθιγγάνω (= δέν αγγίζω), διότι κατά τήν πρώτη έμφάνισί τους κατά τήν Βυ­ζαντινή εποχή έθεωρήθησαν ακάθαρτοι. Γύφτοι άπό τό Αιγύπτιοι, διότι προήρχοντο άπό τήν Αίγυπτο. “Εχουν όλοι Ελληνικά ονόματα καί δέν υπάρχει έστω καί ένα όνομα πού νά θυμίζη τήν «κουλτούρα» τής «χαρισματικής» φυλής.

Ή υποτιθεμένη κλίσις τους στήν μουσική διαψεύδεται άπό τό γεγονός ότι δέν έχουν ε­νιαία μουσική παράδοσι, άλλά αυτή τής χώ­ρας όπου περιπλανώνται. “Ετσι παίζουν κλαρίνο στήν Ελλάδα, βιολί στήν Ουγγαρία καί κιθάρα στήν Ισπανία, χωρίς κανένα άπό τά όργανα αυτά νά είναι δική τους έφεύρεσις.

Γιά τήν προέλευσί τους υπάρχουν διάφο­ρες θεωρίες, άφοϋ οί ίδιοι δέν είναι σέ θέσι νά μάς πουν. Κατά τήν άποψί μας οί γύφτοι είναι οί πραγματικοί απόγονοι τών Εβραίων πού εξεδιώχθησαν άπό τήν Αίγυπτο. Κατά τήν είσοδο τους στήν Παλαιστίνη ή μάζα τών Ε­βραίων δέν έγκατεστάθη στίς πόλεις, άλλά συνέχιζε νά περιφέρεται. Μόνον τό Μωσαϊκό ιερατείο έγκατεστάθη σέ κάποιες άπό τίς Πα­λαιστινιακές πόλεις καί άφοϋ προσεταιρίσθη κάποιους άπό τούς αντιμαχόμενους βασιλείς τών Έλληνοπαλαιστινιακών πόλεων τής πε­ριοχής, κατάφερε νά έπιβάλη τόν Μωσαϊσμό σέ κάποιο κλάδο τών Έλληνοπαλαιστινίων καί νά ίδρυση τό Ιουδαϊκό κράτος.
Ή μάζα, όμως, τών Εβραίων, συνέχισε νά περιπλανά­ται, ώσπου τήν έξεδίωξαν οί διάδοχοι τοϋ Σολομώντος. Ή θεωρία αυτή ενισχύεται καί από μία παράδοσι τών γύφτων, ότι οί προγονοί τους, ώς σιδηρουργοί, κατεσκεύασαν τά καρ­φιά μέ τά όποια έσταυρώθη ό Χριστός.

Ένώ, λοιπόν, τίποτε ουσιαστικά δέν προ­σφέρουν οί γύφτοι στόν Ελληνισμό, αντίθε­τα με τήν δημογραφική έκρηξι της φυλής τους καί τήν διείσδυσί τους στήν Ελληνική κοινω­νία, απειλούν νά διαδώσουν τόν πρωτόγονο τους τρόπο ζωής καί δράσεως, νά προκαλέτ σουν κοινωνικά προβλήματα καί νά φθείρουν τήν Ελληνική φυλετική ψυχή.

Ή άντιπαράθεσις, όμως, Έλληνος καί γύ­φτου δέν πρέπει νά θεωρήται μόνο στό κοι­νωνικό ή εθνικό επίπεδο. Υπάρχει επίσης μία άλλη, φιλοσοφική καί ηθική άντιπαράθεσις. Ό “Ελλην καί ό γύφτος δέν είναι μόνο φυλές. Εί­ναι επίσης καί πρότυπα.
Τό πρότυπο “Ελλην, όπως έχουμε γράψει σέ άλλη μας άνάλυσι, προέρχεται άπό τό χώρο τής Θρησκείας καί περικλείει ότι τό ευγενέστερο μπορεί νά συλ­λαβή ό άνθρωπος: Άξίες ήθικές όπως τό η­ρωικό πνεύμα, ή έννοια τοϋ καθήκοντος, ό έρως τοϋ θείου, αξίες φιλοσοφικές όπως ή αγάπη τοϋ μέτρου, ή άναζήτησις τής σοφίας καί τέλος αξίες αίσθητικές δπως ή άντίληψις τού ωραίου καί ή αϊσθησις τοϋ φωτός, απολ­λώνιου ή διονυσιακού. Περικλείει τό μεγάλο, τό ωραίο καί τό αληθινό.

Αντίθετα τό πρότυπο τοϋ γύφτου είναι τό πρότυπο τής μικρότητος καί τής ύπαναπτύξεως καί αυτό τό περιεχόμενο έχει αποκτήσει ή ίδια λέξις στήν καθημερινή γλώσσα, χάνον­τας τήν αρχική έννοια πού έσήμαινε τήν φυ­λετική ταυτότητα. Ό γύφτος στερείται οιασδήποτε αισθητικής αντιλήψεως καί δέν αισθάνεται τήν ανάγκη μιας τάξεως στό πε­ριβάλλον του. Είναι χαμηλής ευφυίας άλλά έ­χει αναπτύξει τήν πονηρία καί τήν υποκρισία.
Δέν έχει τό αίσθημα τοϋ σεβασμού καί τών α­νωτέρων άξιων. Επιβιώνει μέ παρασιτικό τρό­πο καί στήν έπίτευξι τοϋ σκοπού αυτού εξαντλούνται οί φιλοδοξίες του.

Τό πρόβλημα τών γύφτων είναι στήν αρμο­διότητα τοϋ κράτους νά άντιμετωπισθή χρη­σιμοποιώντας κατάλληλα μέσα, τά όποια κατά τήν άποψί μας έντάσαονται στήν δημογραφι­κή πολιτική καί είδικώτερα στόν οικογενεια­κό προγραμματισμό, πού έχει τόσο τελευταία διαφημισθή.

Τό πρόβλημα τοϋ γύφτου όμως είναι πρό­βλημα ενός έκαστου. Μέ διαρκή εσωτερικό αγώνα οφείλουμε νά αδρανοποιήσουμε τόν ε­σωτερικό γύφτο καί νά αναδείξουμε τόν εσω­τερικό μας “Ελληνα.

 

Πρόδρομος Κούρτογλου

ΠΗΓΗ