Στις 18 Απριλίου του 2000 o τότε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Γιοχάνες Ράου επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα.
«Θα γονατίσει στον όφο του Καπή και θα ζητήσει συγνώμη», διαδόθηκε λίγες μέρες πριν από την επίσκεψή του. Ειπώθηκαν και ακούστηκαν κι άλλα πολλά, που προδίκαζαν αξέχαστες στιγμές για τους παριστάμενους. Ποιος δημοσιογράφος δεν θα ήθελε να ήταν παρών;
Η «Πελοπόννησος» κάλυψε εκείνη την επίσκεψη του Ράου στα Καλάβρυτα με δύο δημοσιογράφους, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο γράφων.
Την ώρα που ο Γερμανός πρόεδρος κατέθετε το στεφάνι με τα γερμανικά χρώματα στο μνημείο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, επικρατούσε νεκρική σιγή. Ενιωθες το βάρος της Ιστορίας να περνάει από πάνω σου σαν οδοστρωτήρας.
Κανένας δεν τον αποδοκίμασε και ούτε για αστείο δεν πέρασε κανενός από το μυαλό να επιχειρήσει να του αρπάξει το στεφάνι από τα χέρια. Ομως, ακόμη κι αν κάποιος ήθελε να το κάνει, τα μέτρα ασφαλείας ήταν τόσο αυστηρά που απέτρεπαν κάθε σχετική σκέψη, η οποία εάν μετουσιωνόταν σε πράξη το πολύ πολύ να έφτανε στα όρια μιας αποτυχημένης απόπειρας.
Πάντως ο Ράου δεν γονάτισε, όπως είχε φημολογηθεί ότι θα έκανε, δεν ζήτησε συγνώμη, ούτε έκανε νύξη για το περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Εξέφρασε, ωστόσο, συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2006, «έφυγε» από τη ζωή. Είναι ο μοναδικός Γερμανός πρόεδρος έως σήμερα που μετέβη στη μαρτυρική πόλη της Αχαϊας, σε μια επίσκεψη που προσέλαβε δικαίως τις διαστάσεις ενός ιστορικού γεγονότος.
Τις τελευταίες μέρες δεν λέει να κοπάσει ο θόρυβος που ξέσπασε μετά από την προσπάθεια της Ζωής Κωνσταντοπούλου να εμποδίσει τον Γερμανό πρέσβη να καταθέσει στεφάνι στο Δίστομο, εκ μέρους του γερμανικού κράτους.
Σε μια ένδειξη υψηλού πολιτικού πολιτισμού και συναίσθησης της ιστορικής βαρύτητας, ήταν μια θρυλική ελληνική φυσιογνωμία, ο Μανώλης Γλέζος, που παρενέβη και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Κάποιοι φαίνεται να ξεχνούν, γιατί φαίνεται ότι έτσι τους βολεύει καθώς εμφορούνται από έναν έντονο εθνικολαϊκισμό, ότι η απόδοση συλλογικής ευθύνης είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ολοκληρωτικών αντιλήψεων και καθεστώτων, όχι ανθρώπων με δημοκρατικά ιδεώδη.
Πέραν αυτού, τα μνημεία που αναγείρονται για τα θύματα αιματηρών μαχών ή εγκλημάτων πολέμων, εκτός από την ιστορική τους διάσταση, στέκουν εκεί για να μας δείχνουν το δρόμο της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών.
Ευτυχώς, όχι χωρίς αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις παλιοί εχθροί, λίγο πριν πεθάνουν, έσμιξαν και συμφιλιώθηκαν. Ηταν τo 1984 που ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Χέλμουτ Κολ βάδισαν πιασμένοι χέρι – χέρι και απέτισαν από κοινού φόρο τιμής στο Βερντέν, το μέρος όπου έγινε η φονικότερη μάχη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και με τη συλλογιστική ότι η μνήμη, όχι η λήθη, είναι ο καλύτερος οδηγός για όσους θέλουν να εργαστούν, ώστε να ζήσουν οι επόμενες γενιές ένα καλύτερο αύριο.
Διότι είναι το παρελθόν που μας διδάσκει για το μέλλον.
Πηγή: http://www.pelop.gr