Η Ελλάδα θέλει να εφαρμόζει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», αλλά οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι εταίροι-δανειστές της την εξαιρούν; Η Ελλάδα θέλει να επιστρέψει στις (κλαδικές) συμβάσεις εργασίας, αλλά δεν την αφήνουν οι εταίροι-δανειστές; Η ρητορική της «εξαίρεσης» και της «επιστροφής» ίσως δημιουργεί εφήμερες συμπάθειες σε φιλέλληνες, προοδευτικούς και μη, αλλά είναι μία υπεκφυγή.
Αν μη τι άλλο δείχνει περιορισμένη κατανόηση του γιατί η Ελλάδα οδηγήθηκε και παραμένει σε κατάσταση χρεοκοπίας και του ότι αυτή η χρεοκοπία είχε και μία εργασιακή συνιστώσα. Μαζί με την κατάρρευση του ΑΕΠ (-27%) και της απασχόλησης (-22%) κατέρρευσε και ένα σύστημα ρύθμισης των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Του οποίου η κατάρρευση δεν συγκρίνεται με ό,τι συνέβη σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που επίσης εφάρμοσαν μνημόνια (Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία) ή μνημονιακού τύπου μέτρα (Ισπανία, Ιταλία) στα εργασιακά τους.
Στην Ελλάδα μέχρι το 2010-2012 υπήρχαν σχεδόν 200 διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις ανανεούμενες ανά έτος ή ανά διετία. Μισές οι «ομοιοεπαγγελματικές» για επαγγέλματα ανεξαρτήτως κλάδου της οικονομίας (π.χ. λογιστές). Οι άλλες μισές βαφτίζονταν «κλαδικές» για την κύρια ειδικότητα εργατοτεχνιτών ενός κλάδου της οικονομίας, όχι για ολόκληρο τον κλάδο και τους εργαζομένους αυτού. Παρά τη ρητορική για τη διεκδικούμενη «επιστροφή» τους, οι πράγματι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις που υπήρχαν το 2010 ήταν μετρημένες στα δάκτυλα.
Με τον συνδυασμό διεπιχειρησιακών και επιχειρησιακών (περί τις 350 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις) ρυθμίζονταν οι κατώτατοι όροι αμοιβής και εργασίας για ευρύ τμήμα (καλύπτοντας περί το 60%) των μισθωτών ιδιωτικού δικαίου στην Ελλάδα. Το 2014 αυτό το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις συρρικνώθηκε περί το 10%. Το προηγούμενο σύστημα είχε καταρρεύσει: από τις 200 διεπιχειρησιακές («κλαδικές» και «ομοιοεπαγγελματικές») ανανεώθηκαν και ανανεώνονται περί τις 20.
Η απλοϊκή ερμηνεία-υπεκφυγή είναι ότι για την κατάρρευση του προηγούμενου συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων ευθύνονται οι εταίροι-δανειστές και τα μνημόνια. Ομως οι αιτίες είναι ενδογενείς, ανάλογες εκείνων που οδήγησαν στην πολυετή χρεοκοπία και έφεραν τα μνημόνια, για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Γι’ αυτό και η κατάρρευση των εργασιακών στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με ό,τι συνέβη στην Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία.
Κατ’ ουσίαν στην πολυετή ελληνική διαδρομή (της παραγωγικής συρρίκνωσης και της δανεικής μεγέθυνσης) προς τη χρεοκοπία, και παράλληλα με αυτήν, οι περισσότερες από τις 200 διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, πάνω από τις μισές, για να αναπαραχθούν χρειαζόταν την υποστήριξη της υποχρεωτικής διαιτησίας. Η μεταρρύθμιση του 1990 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις ήθελε την διαιτησία σε ρόλο επικουρικό. Ομως με την πάροδο των ετών απέκτησε ρόλο κεντρικό.
Οι διαιτητικές αποφάσεις-ισοδύναμα συλλογικών συμβάσεων εργασίας ήταν προϊόντα ανεπιτυχών συλλογικών διαπραγματεύσεων και ενός νομικο-διοικητικού μηχανισμού που επέτρεπε την αναπαραγωγή τους χωρίς ουσιαστικές συλλογικές διαπραγματεύσεις (κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο»). Οταν το 2012 καταργήθηκε η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία, διεκόπη η αναπαραγωγή τους. Ομως όταν η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία επανήλθε το 2014, οι ελλείπουσες διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις δεν «αναστήθηκαν».
Αιτία, εκ πρώτης όψεως, είναι η αναστολή από το 2011 (και «όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής») του δικαιώματος του υπουργού Εργασίας «να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος».
Επί σειράν ετών, στον δρόμο προς τη χρεοκοπία, οι περισσότερες από τις 200 διεπιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις («ομοιοεπαγγελματικές» και «κλαδικές») κηρύσσονταν υποχρεωτικές, χωρίς να εξετάζεται από τον εκάστοτε υπουργό εάν πράγματι δέσμευαν το αναγκαίο 51% του κλάδου ή του επαγγέλματος (κι αυτό επίσης δεν έχει καμία σχέση με το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο»). Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ο μηχανισμός της επέκτασης/κήρυξης υποχρεωτικής είτε δεν υφίσταται (π.χ. Κύπρος, Ιταλία, σκανδιναβικές χώρες) είτε χρησιμοποιείται σε περιορισμένο βαθμό. Ωστόσο, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις λειτουργούν αποτελεσματικά.
Η ρητορική περί «εξαιρέσεων» και «επιστροφών» αγνοεί ότι αυτό που χρεοκόπησε είχε και μία εργασιακή συνιστώσα δεκαετιών: ένα πρότυπο ρύθμισης τύπου «κλειστής οικονομίας», με μήτρα το επάγγελμα ή την ειδικότητα (και όχι την επιχείρηση ή τον κλάδο) από τη μια, τον κρατικό τομέα ή τις κρατικές επιχειρήσεις από την άλλη. Και παραγνωρίζει τις προϋποθέσεις των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων: συλλογικούς φορείς με ενισχυμένη βάση-μέλη και αντιπροσωπευτικότητα, που στις συλλογικές διαπραγματεύσεις βασίζονται σε δεδομένα και επιχειρήματα με οικονομικό και κοινωνικό λογισμό για μια παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία, και όχι σε νομικο-διοικητικούς αυτοματισμούς μιας «κλειστής οικονομίας».
Χρήστος Ιωάννου