Ο επικίνδυνος θίασος των συριζανέλ διεξάγει δυο μεγάλες ιδεολογικές επιθέσεις στην ελληνική κοινωνία
Του Μιχάλη Χατζηπέτρου (Ρήξη φ. 134)
Από το διαδίκτυο, από επίσημες ανακοινώσεις πολίτικων σχηματισμών μικρής ή και μικρότερης σημασίας, από μεμονωμένες ομάδες, από «σωτήρες» με λίγους ή ελαχίστους οπαδούς, ακούγονται τον τελευταίο καιρό κραυγές περί «προδοσίας» και για τον «λαό που δεν ξεσηκώνεται». Πάντα βέβαια οι κραυγές δεν έχουν καμία δόση αυτοκριτικής –κατανοητά τα ανθρώπινα– αλλά κυρίως δεν έχουν ούτε πρόγραμμα ούτε ανάλυση της συγκυρίας.
Πρόκειται για ένα γκροτέσκο αμάλγαμα χυδαίου οικονομισμού, χωρίς ανάλυση των τεκτονικών γεωπολιτικών σεισμών που γίνονται στη γειτονιά μας (Βαλκάνια – Μ. Ανατολή) και που έχουν καθοριστική σημασία στην επιβίωσή μας ως κοινωνίας, ως λαού κι ως έθνους.
Και βέβαια ο χυδαίος οικονομισμός όλων αυτών –που φορά την μάσκα του «ταξικισμού» ούτε και μια λύση της προκοπής δεν έχει να προτείνει, πέρα από τη μαγική λύση της δραχμής είτε εντός είτε εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μόνο που υποκρύπτεται πίσω από τις κραυγές για «ενότητα και κοινή δράση» είναι πως τα μικρομάγαζά τους θα βρουν μια κουρελού να σκεπάσουν την παντελή έλλειψή τους σε κοινωνική ανάλυση, γεωπολιτική πραγματικότητα και ιδεολογική αφασία.
Διότι η αναζητούμενη κουρελού μόνο ένα στόχο έχει, μπας και αθροιστούν τα ψηφαλάκια και πάρουμε κάνα 3% plus στον πόθο του «στης Βουλής τα έδρανα, αχ κι εγώ να εκλ@ν@», που λέει κι ο Τζιμάκος στο διαχρονικό του άσμα. Για παράδειγμα, τη στιγμή αυτή ο επικίνδυνος θίασος των συριζανέλ διεξάγει δυο μεγάλες ιδεολογικές επιθέσεις στην ελληνική κοινωνία.
Η μια αφορά τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, όπου στόχος διακηρυγμένος είναι η τελευταία να ξαναγράψει διαγράφοντας και στρεβλώνοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που κατά τον μεγάλο ιστορικό της αριστεράς Ν. Σβορώνο «συγκροτούν το αντιστασιακό ήθος του νεώτερου Ελληνισμού».
Η δεύτερη, που αφορά τις λεγόμενες «έμφυλες ταυτότητες» και που εντάσσεται αργά και σταθερά στο σχολικό πρόγραμμα, έχει σαν στόχο, μέσω ενός χαζοχαρούμενου δικαιωματισμού, να αποδομήσει αυτό που μετά το έθνος-κράτος αποτελεί ένα από τα μεγάλα εμπόδια του καπιταλισμού στην ξέφρενη πορεία του προς την ισοπέδωση του πλανήτη και τον μετάνθρωπο.
Την οικογένεια, όπως αυτή συγκροτείται από τους βιολογικούς δεσμούς και την κοινωνική της εξέλιξη. Ακούσατε κανέναν από όλους αυτούς να αρθρώνουν έστω μια λέξη για όλα τούτα; Ακόμα κι από κάποιους της λεγόμενης πατριωτικής αριστεράς, ακόμα κι από κάποιους συμμετέχοντες στις πλατείες των Αγανακτισμένων, που κάτι θα περίμενε κανείς να ψελλίσουν, η σιωπή είναι εκκωφαντική. Θα πει κανείς, πώς περιμένεις να ψελλίσουν κάτι. Όλοι αυτοί μαζί δεν είναι εκείνοι που, αντί να προωθήσουν, να μετασχηματίσουν το κίνημα των Αγανακτισμένων, το εξαΰλωσαν στη λογική εσωπαραταξιακών συσχετισμών και κομματικών σκοπιμοτήτων;
Αυτοί δεν είναι που λύσσαξαν να το μετασχηματίσουν σε μια μεγάλη εκλογική κοίτη των συριζανέλ από το 2012 και μετά. Αυτοί δεν είναι που, μετά την επαίσχυντη παράδοση διά χειρός Βαρουφάκη στις 20/2/2015, συνέχιζαν να αποτελούν συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση, ή αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση (για να θυμηθούμε και τον Χαρίλαο). Με αποτέλεσμα, παραμονές του χυδαιότερου και καταστροφικότερου δημοψηφίσματος Τσίπρα-Καμμένου στην ελληνική ιστορία, να κουνάνε τις σημαίες τους αγκαλιά με τις σημαίες των συριζαίων στο Σύνταγμα, την ώρα της ομιλίας του πρωθυπουργού.
Ακόμα και σήμερα, πολλοί εξ αυτών, πέρα από τις υποκριτικές κραυγές τους, εξακολουθούν να στελεχώνουν πολιτικές θέσεις της δημοσίας διοίκησης. Δηλαδή και το χιλιάρικο να τσεπώνουμε κι από την άλλη να καταγγέλλουμε «προδοσία της υπόθεσης της ανατροπής».
Διότι, στη μεγάλη κουρελού που αποτέλεσε τον Σύριζα πριν το καταστροφικό δημοψήφισμα, όλοι δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Και οι δραχμιστές που έκλειναν προς την πουτινική Ρωσία, και οι πατριώτες που ήταν οι καλύτεροι εκλογικοί νεροκουβαλητές, και οι του πατριωτικού Πασόκ, και οι κινηματικοί και γενικά όλος ο συρφετός. Μπορεί κανείς για πολλά να κατηγορήσει την ελληνική κοινωνία. Στις κουρελούδες όμως των ορφανών της αριστεράς αντιδρά και σωστά με περιφρόνηση και σιωπή.
Ιστορικά ο χώρος που εξέφρασε κι εκφράζει το Άρδην από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ποτέ δεν έγινε παραπλήρωμα των τεχνικών της εξουσίας. Και πάντα προσπαθούσε να κατανοήσει την ελληνική ιδιαιτερότητα στην βάση των παγκόσμιων ιδεολογικών και γεωπολιτικών σεισμών. Και πάντα με γνήσιο αντιεξουσιαστικό ήθος. Το Άρδην δεν ήρθε να ανταγωνιστεί ούτε τον Μπαρούφα, ούτε τον Σώρρα ούτε τη Ραχήλ, ούτε τη Ζωή ούτε και τα οργανωμένα ράκη της αριστεράς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα αφήνει και στο απυρόβλητο Καματερούς και Δελαπατρίδηδες.