ΟΣΑΚΙΣ διαπράττω τὴν ἀνοησία νὰ παρακολουθήσω πολιτικὴ τηλεμαχία ἤ συνεδρίαση τῆς Βουλῆς, διαπιστώνω ὅτι ἔχει ἀρκούντως πλουτιστεῖ βωμολοχικῶς ὁ πολιτικὸς μας λόγος. Αἰσθάνομαι ὅτι δὲν μιλοῦν –χωρὶς βέβαια νὰ γενικεύω– ἐκπρόσωποι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πατέρες καὶ μητέρες τοῦ ἔθνους, ἀλλὰ προστάτες τῶν ἐρίτιμων κυριῶν ποὺ κοσμοῦσαν τὴν ὁδὸ Φίλωνος τοῦ Πειραιᾶ καὶ τὴν ὅλη περιοχὴ, τὴ γνωστὴ ὡς Τρούμπα. Ἐσχάτως ὅμως ἄκουσα νὰ κυκλεῖται στὰ χείλη ἐνίων βουλευτῶν ἡ λέξη «κάθαρμα».
Καὶ ἀμέσως ἕνας λεξιμανὴς ἐγγονὸς μου, ποὺ παρότι δεκαετὴς, ἔχει πολιτικὰ ἐνδιαφέροντα (κακὸ τοῦ κεφαλιοῦ του!), μὲ ἐρώτησε τὶ ἐννοεῖ ὁ κύριος ἤ κυρία μὲ τὴ λέξη «κάθαρμα»; Βάλθηκα τότε νὰ τοῦ δώσω μιὰ προσιτὴ στὴ διάνοιὰ του ἑρμηνεία.
Κατὰ πρῶτον τοῦ ἐξήγησα ὅτι στὴ σύγχρονη Ἑλληνικὴ (ὁ Θεὸς νὰ τὴν κάνει ἑλληνικὴ!) ἡ λέξη κάθαρμα σημαίνει τὸ κοινωνικὸ περίτριμμα, τὸ παρασάρκωμα, τὸ εὐτελὲς ὑποκείμενο μὲ ἀπατεωνιστικὲς τάσεις. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὅμως εἶχε μιὰ ἄλλη, θρησκευτικοῦ τύπου, σημασία.
Πῆρα ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη μου τὸν Α΄ τόμο τῆς τρίτομης Ἱστορίας μου τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν καὶ ἄρχισα, δείχνοντας του τὸ σχετικὸ κεφάλαιο, νὰ τοῦ λέγω ὅτι ἡ λέξη βγαίνει ἀπὸ τὸ ρῆμα καθαίρω ποὺ σημαίνει καθαρίζω, ἐξαγνίζω, ἀπομολύνω.
Στὴ βαθιὰ ἀρχαιότητα καθάρματα ὀνομάζονταν τὰ προσφερόμενα γιὰ ἐξαγνισμὸ πρὸς θυσία ἔμψυχα ὄντα. Συγκεκριμένα στὴν Ἀθήνα κατὰ τὸν μῆνα Θαργηλιῶνα γίνονταν καθαρμοὶ, ἐξαγνισμοὶ γιὰ νὰ φύγει κάποιο κακὸ ἀπὸ τὴν πόλη.
Ἡ θυσία γινόταν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἀρτέμιδος. Ὡς καθάρματα, δηλαδὴ θυσιαζόμενα πλάσματα, στὰ πολύ ἀρχαῖα χρόνια χρησιμοποιοῦνταν ἐγκληματίες, στὴν Ἀθήνα κυρίως οἱ «φαρμακοί» (=δηλητηριαστὲς) καὶ ἀλλοῦ τὰ περιψήματα (=ἀποσφουγγίδια, ρεμάλια).
Αὐτὰ, λοιπόν, τὰ καθάρματα ἤ περικαθάρματα σήκωναν ὅλο τὸ ἄγος, τὸ κρῖμα, τὶς ἁμαρτίες τῆς πόλης. Ἀργότερα, ἀντὶ γιὰ ἀνθρώπους, χρησιμοποιοῦσαν ὡς καθάρματα ζῶα, συνήθως τράγους. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκίνησε ἡ παράδοση τοῦ «ἀποδιοπομπαίου» ἤ «ἀποπομπαίου τράγου». Οἱ Ἀθηναῖοι ἔδιναν μεγάλη σημασία στοὺς καθαρμούς. Στὴν τότε Βουλή, πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση, γινόταν καθαρμὸς τῶν ἑδρῶν μὲ ράντισμα αἵματος ἀπὸ χοιρίδιο (=γουρουνόπουλο), ποὺ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ὡς κάθαρμα.
Τὸ ράντισμα συνοδευόταν ἀπὸ ἱλαστήριες εὐχὲς. Γενικὰ σὲ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς πόλεις οἱ φονεῖς θεωροῦνταν μιασμένοι ποὺ μετέδιδαν μάλιστα τὸ μίασμα σὲ ὅσους ἔρχονταν σ’ ἐπαφὴ μὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἐπεβάλλετο δίκη καὶ ἄμεση καταδίκη, ποὺ συνήθως ἦταν θάνατος.
Ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν βαρύνεται μ’ ἕνα τρομερὸ μιασματικὸ γεγονός. Τὸ 636 ἤ τὸ 632 π.Χ. ἕνας φιλόλοξος Ὀλυμπιονίκης, ὁ Κύλων, θέλησε νὰ ἐγκαθιδρύσει τυραννίδα καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πεθεροῦ του Θεαγένη, τυράννου τῶν Μεγάρων, κατέλαβε τὴν Ἀκρόπολη.
Οἱ Ἀθηναῖοι, ὑπό τὴν ἡγεσία τοῦ ἀριστοκρατικοῦ γένους τῶν Ἀλημαιωνιδῶν τοὺς ἔκαναν ἀποκλεισμό καὶ τοὺς ὑποχρέωσαν, κατόπιν συμφωνίας, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀκρόπολη.
Ἀλλὰ κατὰ τὴν κάθοδο τοὺς ἔσφαξαν.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔπεσε στὴν πόλη λοιμὸς καὶ σὰν αἰτία θεωρήθηκε τὸ «Κυλώνειον ἄγος», δηλαδή ἡ μιαρὴ πράξη σὲ βάρος τῶν ὀπαδῶν τοῦ Κύλωνος. Κλήθηκε τότε ἀπὸ τὴν Κρήτη ὁ μάντις Ἐπιμενίδης, ποὺ ἔκανε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρμούς (ἐξόρισε τοὺς Ἀλημαιωνίδες κ.ἄ.) καὶ ἡ πόλη καθάρθηκε. Ὁ Ἐπιμενίδης, ἐξήγησα στὸ ἐγγονὸ, εἶναι ἀκόμη διάσημος γιὰ τὸ θεώρημα τοῦ «φαύλου κύκλου».
Λέγεται ὅτι εἶπε: «Ὅλοι οἱ Κρῆτες εἶναι ψεύτες». Ὁ Ἐπιμενίδης ἦταν Κρής (Κρητικὸς), ἄρα ἔλεγε ψέματα. Συνεπῶς ὅλοι οἱ Κρῆτες λένε ἀλήθεια. Ἄρα καὶ ὁ Ἐπιμενίδης ἔλεγε ἀλήθεια.
Τότε μὲ διέκοψε ὁ ἐγγονὸς, λέγοντὰς μου στοχαστικά:
– Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἐπιμενίδης θὰ γινόταν… πρωθυπουργὸς!