ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΝ ΟΙ “ΦΟΙΝΙΚΕΣ” ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Το πρώτο και μοναδικό, ελληνικό εθνικό νόμισμα, ήταν οι “Φοίνικες”, που κυκλοφόρησε επί Ιωάννη Καποδίστρια, την 1η Ιουλίου 1831. Ήταν τυπωμένο στην μια μόνον όψη και έφερε χειρόγραφες υπογραφές και αρίθμηση από την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ.
Την 27η Σεπτεμβρίου 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε !!!
Η εκτύπωση των Φοινίκων έγινε στην Αίγινα και σύντομα απαγορεύτηκαν οι συναλλαγές μεταξύ των πολιτών και γίνονταν δεκτά μόνο στα δημόσια ταμεία. Κατά την περίοδο της Επανάστασης οι συναλλαγές γινόταν σε ξένα νομίσματα. Ο Καποδίστριας καθόρισε τις τιμές των ξένων νομισμάτων με βάση το γρόσι. Η Δ’ Συνέλευση στο Άργος ψήφισε την δημιουργία του αργυρού ελληνικού νομίσματος του ΦΟΙΝΙΚΑ που κυκλοφόρησε την 1/10/1829. Την 2/2/1828 ιδρύθηκε η δημόσια «Χρηματιστική Τράπεζα», που εξέδωσε 3.000.000 φοίνικες.
Στα πρώτα του βήματα, το νέο κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια χαοτική κατάσταση στον οικονομικό τομέα. Η χώρα ήταν ένας σωρός ερειπίων, τα ταμεία άδεια, οι δανειακές υποχρεώσεις έτρεχαν και η τραπεζική πίστη ήταν στα χέρια των σαράφηδων και των τοκογλύφων, που δάνειζαν με τόκο έως και 50%. Νόμισμα δεν υπήρχε και οι συναλλαγές γίνονταν με τα οθωμανικά γρόσια και τους παράδες.
Ένα μήνα κιόλας μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε έτοιμο το σχέδιό του για την ίδρυση τράπεζας, που θα αναλάμβανε την ανασυγκρότηση της χώρας. Με τη βοήθεια του ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Εϋνάρδου, προχώρησε στη σύσταση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, σε μια προσπάθειά του να εκλογικεύσει την τραπεζική πίστη.
Το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα του νεοελληνικού κράτους είχε την έδρα του στην Αίγινα και παράλληλα με τις τραπεζικές εργασίες ασκούσε και αρμοδιότητες του Υπουργείου Οικονομικών. Επικεφαλής της τράπεζας τέθηκε ο ηπειρώτης έμπορος Γεώργιος Σταύρου, μετέπειτα πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Ο Καποδίστριας επιδίωξε την άμεση κινητοποίηση των λίγων κεφαλαίων του εσωτερικού, αλλά και την προσέλευση κεφαλαίων του εξωτερικού, με το δέλεαρ της επικερδούς τοποθετήσεώς τους, που προσέφερε ο ετήσιος τόκος του 8%. Η νέα τράπεζα άρχισε τις εργασίες της με καλούς οιωνούς, παρά την αντίδραση σημαντικών ντόπιων κεφαλαιούχων, που αντιπολιτεύονταν τον Κυβερνήτη. Μέτοχοί της έγιναν επιφανείς έλληνες και φιλέλληνες (Εϋνάρδος, Λουδοβίκος της Βαυαρίας κ.ά.), ενώ ένα ποσό από την περιουσία του συνεισέφερε και ο Καποδίστριας. Στις 28 Ιουλίου 1828 ο Καποδίστριας προχώρησε ένα ακόμη βήμα μπροστά, με την υιοθέτηση του Φοίνικα ως του πρώτου νομίσματος του κράτους.
Η νέα τράπεζα δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει επί μακρόν, επειδή το κράτος απορροφούσε όλα τα διαθέσιμά της, λόγω των ανυπέρβλητων ταμειακών του αναγκών ή -όπως θα λέγαμε σήμερα- για να καλύψει τα απύθμενα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Έτσι, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο το 1834, χωρίς να έχει κατορθώσει σε όλη την εξαετή της ζωή να προβεί σε οποιαδήποτε τραπεζιτική πράξη, από εκείνες που προέβλεπε το καταστατικό της. Περιττό να τονισθεί ότι οι μέτοχοι της τράπεζας υπέστησαν σημαντικές ζημίες.
Πάντως, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα συνεισέφερε σημαντικά στην ανασυγκρότηση του στρατού, στην κίνηση του στόλου και την καταστολή της πειρατείας, στην πρώτη οργάνωση της διοίκησης, στη συντήρηση πλήθους φτωχών οικογενειών, καθώς και σε έργα γεωπονικά και ανοικοδομήσεως.
Ακούσας και την γνώμην του ΠανελληνίουΨηφίζειΆρθρον 1. Συσταίνεται Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα (Banque).
Άρθρον 2. Τα κεφάλαια της Εθνικής Χρηματιστικής ταύτης Τραπέζης σύγκεινται από τας διαφόρους ποσότητας, τας οποίας οι μέτοχοί της (actionnaires) θέλουν καταθέσει εις αυτήν, δια να λαμβάνουν τους τόκους ανά οκτώ τα εκατόν κατ’ έτος.
Άρθρον 3. Όσοι εκ των πολιτών μέτοχοι δεν δύνανται άλλως να συμμεθέξουν εις την Εθνικήν Χρηματιστικήν Τράπεζαν, ειμή προσφέροντες εις αυτήν προϊόντα, τα οποία ημπορούν να πωληθούν εις ξένους τόπους, θέλουν τα παραδίδει εις τους διευθυντάς της Τραπέζης και ούτοι θέλουν δίδει τα πιστά εις τους μετόχους δι’ αποδεικτικών ποσότητος αναλογούσης με την τιμήν των προϊόντων.
Άρθρον 4. Αι εις την Εθνικήν Χρηματιστικήν Τράπεζαν εμπιστευόμεναι ποσότητες δίδονται δι’ εν ολόκληρον έτος.
Άρθρον 5. Μετά την προθεσμίαν ταύτην οι θέλοντες έχουν το δικαίωμα να λάβουν οπίσω τα κεφάλαιά των ή ολικώς ή εν μέρει. Αλλ’ οφείλουν να διευθύνουν την περί τούτου αίτησίν των εις τους διευθυντάς ένα μήνα πρότερον.
Άρθρον 6. Μετά την συμπλήρωσιν της αυτής προθεσμίας τα αποδεικτικά, τα οποία οι διευθυνταί αυτής ήθελαν δώσει εις τους μετόχους, θέλουν είσθαι δεκτά χωρίς ξεπεσμόν εις αγοράν προσόδων της Επικρατείας, εις λήψιν εθνικών κτημάτων εις υποθήκην, κατά το περί υποθήκης εκδοθησόμενον ψήφισμα, βάσιν έχον τον υπ’ αριθμ. ΝΑνόμον, και προσέτι εις αγοράν εθνικών γαιών, εάν η προσεχώς συγκαλεσθησομένη Συνέλευσις αποφασίση την εκποίησιν μέρους αυτών.
Άρθρον 7. Ο Πρόβουλος του επί της Οικονομίας τμήματος του Πανελληνίου με δύο συνεργάτας διωρισμένους από τον Κυβερνήτην, είναι οι διευθυνταί της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης.
Άρθρον 8. Χωριστόν διάταγμα διορίζει τον οργανισμόν της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης και όλων των κλάδων της διευθύνσεως αυτής.
Ο Κυβερνήτης
Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε:
Το γενναιότερο όμως μέτρο, που εξασφάλισε κατά κύριο λόγο τα μέσα για τη ζωή της χώρας τότε και γι’ αυτό ανήκει στη δημοσιονομική πολιτική του Καποδίστρια, ήταν η ίδρυση στις 2 Φεβρουαρίου 1828 της Εθνικής Χρηματιστικής Τραπέζης. Με την Τράπεζα επιδιώχθηκε η άμεση κινητοποίηση των λίγων έστω κεφαλαίων του εσωτερικού, ένα είδος έκτακτης πολεμικής εισφοράς εκείνων πού μπορούσαν να εισφέρουν, με τη μορφή όμως επικερδούς τοποθετήσεως χρημάτων, με τόκο 8%, ένα εσωτερικό δάνειο ουσιαστικά, χωρίς όμως τη μορφή δανείου για λόγους και καλύτερης επιτυχίας και πολιτικής σκοπιμότητας. Με την Τράπεζα εξ άλλου επιδιώχθηκε και η προσέλευση κεφαλαίων από το εξωτερικό, Ελλήνων και ξένων, με τη μορφή καταθέσεων.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η επιτυχία της υπήρξε περιορισμένη. Ως τα μέσα Μαρτίου 1828 η Τράπεζα είχε δανείσει στο δημόσιο ταμείο 40.000 δίστηλα, δηλαδή το δημοσιονομικά μάλλον ασήμαντο ποσό των 200.000 φράγκων:
«Η επιτυχία της Τραπέζης υπήρξε περιορισμένη. Παρά τις αρχικές προβλέψεις και τις υποσχέσεις, δεν κατέθεσαν ό,τι αναμενόταν οι κυριώτεροι τότε κεφαλαιούχοι της χώρας, οδηγούμενοι και από πνεύμα αντιπολιτεύσεως. Και με την περιορισμένη όμως επιτυχία, ο σκοπός που επιδιωκόταν πραγματοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό. Η πρώτη ανασυγκρότηση του στρατού και οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις, η κίνηση του στόλου και η καταστολή της πειρατείας, η πρώτη οργάνωση της Διοικήσεως και η συντήρηση πλήθους «ανέστιων» οικογενειών και τα πρώτα γεωπονικά και λοιπά έργα ανοικοδομήσεως χρηματοδοτήθηκαν κυρίως από την Τράπεζα. Ως τα μέσα Μαρτίου 1828 η Τράπεζα είχε δανείσει στο δημόσιο ταμείο 40.000 δίστηλα, δηλαδή 200.000 Φράγκα, και ως τις 14 Απριλίου 1828 δίστηλα 80.000.»
Η αμηχανία των συντακτών είναι προφανής, καθώς γράφουν ότι η επιτυχία ήταν μεν περιορισμένη, αλλά ο σκοπός επιτεύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό:«Και με την περιορισμένη όμως επιτυχία, ο σκοπός που επιδιωκόταν πραγματοποιήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό.»…
Τα αποτελέσματα της κίνησης αυτής ήταν άμεσα : Η κινητοποίηση των κεφαλαίων του εσωτερικού δίνοντας τόκο 8% και η πάταξη της τοκογλυφίας !!!
«Ευθύς εκ τούτου εξέλειπεν η τοκογλυφία, η σήμερον προς 12, 20 και 25 τοις εκατόν δανείζουσα επί ενεχύροις, και διαφθείρουσα τον τόπον» καθώς και η προσέλκυση κεφαλαίων από Ελληνες του εξωτερικού και ξένους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο οποίος προσέφερε 25.000 τάλληρα. Προκειμένου να βρεί πόρους δεν δίστασε να υποθηκεύσει υπέρ της Τράπεζας εθνικά κτήματα, όπως ο αμπελώνας της Κορίνθου, ο αμπελώνας της Βοστίτσης, ο ελαιώνας των Σαλώνων και η Σμύριδα και η Αλυκή της Νάξου.Το μέτρο αυτό ενίσχυσε τη χρηματιστική πίστη της Ελλάδος στο εξωτερικό.
Επιπρόσθετα, ο Καποδίστριας στις 28 Ιουλίου 1828, ίδρυσε στην Αίγινα το Εθνικό Νομισματοκοπείο !!!
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα – όπως ήταν η επίσημη ονομασία της – ήταν λοιπόν η πρώτη «τράπεζα» που δημιουργήθηκε στο νεοσύστατο κράτος. Στην πραγματικότητα λειτούργησε ως δανειστικός οργανισμός για λογαριασμό του Δημοσίου και το βασικό έργο της ήταν να συγκεντρώσει δανειακά κεφάλαια και να εκδώσει έντοκες ομολογίες με επιτόκιο 8%. Μέχρι το Μάιο του 1829, συγκέντρωσε και δάνεισε στο δημόσιο ταμείο 153.644 ισπανικά τάλληρα ή 2.034.660 γρόσια. Για την κάλυψη των κυβερνητικών οικονομικών υποχρεώσεων, το ίδρυμα προχώρησε το 1831 στην έκδοση χαρτονομίσματος 3 εκατ. φοινίκων, η κυκλοφορία του οποίου έγινε αναγκαστική στις αρχές του 1832.
Ο αυτόπτης και ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϋ είναι πιο κατατοπιστικός και ενδεχομένως πιο αυστηρός. Γράφει ότι ο τίτλος της τράπεζας σκοπόν είχε ν’ απατήση την Δυτικήν Ευρώπην, όχι να διευκολύνη τραπεζιτικάς επιχειρήσεις εν Ελλάδι και ηκατάχρησις του ονόματος εγέννησε δυσπιστίαν στον εμπορικό κόσμο της χώρας.
«Εθνική Τράπεζα επίσης ιδρύθη κατ’ όνομα, αλλ’ ο τίτλος σκοπόν είχε ν’ απατήση την Δυτικήν Ευρώπην, όχι να διευκολύνη τραπεζιτικάς επιχειρήσεις εν Ελλάδι. Η ούτω κληθείσα Εθνική Τράπεζα ήτο μόνον εν δάνειον, ανοιχθέν κατ’ αρχάς δι’ εκουσίων εισφορών. Η κατάχρησις του ονόματος εγέννησε δυσπιστίαν παρ’ εμπορική κοινωνία, οποία η της Ελλάδος· και ο Πρόεδρος, βλέπων ότι δεν ήρκει η πειθώ του να έλκυση πολλούς πλουσίους Έλληνας προς απόθεσιν χρημάτων εις την Εθνικήν Τράπεζαν, μετήλθε την πολιτικήν δύναμίν του όπως τους βιάση να προκαταβάλωσιν.»
Εκτός των άλλων δυσχερειών που συνεπάγονται ανάλογα εγχειρήματα, ο καποδιστριακός φοίνιξ ήταν ήδη ανυπόληπτος και η Χρηματιστική Τράπεζα έχοντας μείνει δίχως κεφάλαια διαλύθηκε και τυπικά από την Αντιβασιλεία το 1834.
Λίγες ημέρες μετά την άφιξη του Όθωνα, εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο σταματούσε η κοπή των νομισμάτων, με αποτέλεσμα την 1 Φεβρουαρίου 1833 το Νομισματοκοπείο της Αίγινας να σταματήσει τις εργασίες του !!!
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ETE) ιδρύθηκε το 1841 στη θέση της από τον Γεώργιο Σταύρου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής της. Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β‘ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, ο Ιούλιος Έσσλιν, κ.ά.
Έτσι, το 1841, με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και την εκχώρηση σε αυτή του εκδοτικού προνομίου, η δραχμή εκδίδεται και κυκλοφορεί από την ιδιωτική ΕΤΕ ως τραπεζογραμμάτιο, αντί ως χαρτονόμισμα (δλδ αντί ως εθνικό νόμισμα) !!!
Κατά την διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου η δραχμή εκμηδενίστηκε, ο τιμάριθμος κόστους ζωής από τιμή 1 τον Απρίλιο του 1941 ανέβηκε στο 156 τον Δεκέμβριο του 1942, στο 1522 τον Δεκέμβριο του 1943 και στο 2.305.984,911 τον Οκτώβριο του 1945. Χρειάστηκαν να γίνουν τρεις γενναίες νομισματικές ρυθμίσεις σε διάστημα 15 μηνών.
Με το τέλος του εμφυλίου στις 21/9/1949 έγινε νέα ισοτιμία που αντιστοιχούσε 1 δολάριο = 10.000 δραχμές και μετά ανέβηκε στις 15.000 δραχμές ενώ η λίρα = 32.000 δραχμές και μετά 42.000 δραχμές.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Διοικητής της Τράπεζας ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση στην εξορία. Το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας μεταφέρθηκε πρώτα στη Νότια Αφρική και ύστερα στο Λονδίνο. Μετά το τέλος του Πολέμου, η οικονομία εν γένει και ιδιαίτερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκονταν σε έντονα αποδιοργανωμένη κατάσταση. Η κατάσταση αυτή, υπό τις συνθήκες κρίσης της εποχής, κρίθηκε ότι απαιτούσε στενή συνεργασία μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Κυβερνήσεων. Τη συνεργασία αυτή θεσμοποίησε η δημιουργία, το 1946, της Νομισματικής Επιτροπής. Η Επιτροπή περιλάμβανε τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας ως πρόεδρο, τέσσερεις άλλους Υπουργούς και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος παρέμενε σημαντική, καθώς είχε την ευθύνη σχεδιασμού και πρότασης μέτρων πολιτικής που, κατά κανόνα, υιοθετούνταν από την Επιτροπή. Το 1982 η Νομισματική Επιτροπή καταργήθηκε και οι περισσότερες των αρμοδιοτήτων της μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος (Νόμος 1266/1982).
.
Μετά ήρθε η υποτίμηση της δραχμής κατά 50% από τον Υπουργό Συντονισμού Σπύρο Μαρκεζίνη, την 9η Απριλίου 1953, και τη νομισματική μεταρρύθμιση του νόμου 2824 της 20ής Ιουνίου 1954, κατά την οποία ορίστηκε η ισοτιμία της νέας δραχμής προς χίλιες παλαιές και περικόπηκαν τρία μηδενικά από την ονομαστική αξία των τραπεζογραμματίων, το χάρτινο χιλιάρικο αντικαταστάθηκε από το χαλκονικέλινο νόμισμα της μίας δραχμής με την απεικόνιση του Βασιλέως Παύλου, το πρώτο νόμισμα που κόπηκε μετά τον πόλεμο.
Από το 1897, στα οικονομικά τής χώρας κάνει κουμάντο ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο οποίος επιβλήθηκε ως απόρροια του “δυστυχώς, επτωχεύσαμεν” του 1893 και του “ατυχούς” ελληνοτουρκικού πολέμου εκείνης της χρονιάς. Ο έλεγχος αυτός ασκείται από μια Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (μια τρόικα της εποχής, σαν να λέμε), η οποία εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα από το 1897 μέχρι το 1978, ήτοι επί 81 συναπτά έτη και φροντίζει να πληρώνουμε τα χρέη μας. Για να το εξασφαλίσει αυτό, ο ΔΟΕ παρακρατεί τα έσοδα του κράτους από το μονοπώλιο διαφόρων ειδών (σπίρτα, αλάτι, τσιγαρόχαρτα, πετρέλαιο, σμύριδα και τράπουλες διακινούνταν αποκλειστικά από το κρατικό μονοπώλιο μέχρι την μεταπολίτευση), από το χαρτόσημο ως κινητό επίσημα (αυτό που κολλάγαμε κάποτε σαν γραμματόσημο στα διάφορα έγγραφα), από τον φόρο καπνού, από τα τέλη τού λιμανιού του Πειραιά κλπ.
Όταν το 1927 η Ελλάδα χρειάστηκε χρήματα (τί πρωτότυπο!), ο ΔΟΕ κανόνισε να βγούμε στις αγορές για ένα δάνειο γύρω στα εννέα εκατομμύρια στερλίνες, με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών. Απαραίτητη προϋπόθεση (προαπαιτούμενο, σαν να λέμε) ήταν να υπογράψουμε το Πρωτόκολλο της Γενεύης (ένα μνημόνιο της εποχής), το οποίο κυρώθηκε από την ελληνική βουλή και έγινε νόμος του κράτους.
Το στήσιμο της νέας τράπεζας ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι επενδυτές που αναφέραμε πρωτύτερα (όποιοι κι αν ήσαν αυτοί, τέλος πάντων), θα κατέθεταν τα κεφάλαιά τους σε ειδικό λογαριασμό του δημοσίου στην ΕτΕ. Η ΕτΕ θα κάλυπτε 100% το κεφάλαιο της ΤτΕ, βγάζοντας σε δημόσια εγγραφή (για την ακρίβεια, σε τρεις ισόποσες δόσεις) τις μετοχές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η νέα τράπεζα θα έμπαινε στο χρηματιστήριο πριν καλά-καλά σταθεί στα πόδια της. Στη νέα, κεντρική, τράπεζα μεταβιβάστηκαν από την Εθνική Τράπεζα στοιχεία ενεργητικού (κυρίως χρυσός και ομόλογα του Δημοσίου) και παθητικού (το εκδοθέν χαρτονόμισμα και ιδίως οι καταθέσεις του Δημοσίου). Έτσι, στις 15 Μαΐου 1928, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να λειτουργεί και, στις 12 Ιουνίου 1930, μπήκε στο Χρηματιστήριο !!!
Το δάνειο είχε την επίσημη ονομασία “Σταθεροποιητικό και Προσφυγικό Δάνειο”, επειδή το πού θα πήγαιναν τα εννιά εκατομμύρια είχε ήδη αποφασιστεί. Το ένα τρίτο θα το έπαιρναν οι δανειστές. Άλλο ένα τρίτο θα πήγαινε στην ενίσχυση και αποκατάσταση των προσφύγων τής μικρασιατικής καταστροφής. Τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία μιας τράπεζας (*), της Τράπεζας της Ελλάδος, η ίδρυση της οποίας ήταν υποχρεωτική από το πρωτόκολλο και προβλεπόταν σαφώς στο παράρτημά του. Η κύρωση της ίδρυσης έγινε από την βουλή, με τον Ν.3424/1927, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ίδιο ΦΕΚ με τον προηγούμενο νόμο.
Tο δάνειο των εννιά εκατομμυρίων στερλινών ήταν ομολογιακό, είχε διάρκεια 40 χρόνια, επιτόκιο 6% (**) και εκδόθηκε στο 91% της ονομαστικής του αξίας. Ποιοί ήσαν οι επενδυτές που έσπευσαν; Σύμφωνα με την έκθεση του συμβουλίου ξένων ομολογιούχων του Λονδίνου, οι ομολογίες αναλήφθηκαν (α) από τους επενδυτικούς οίκους Hambro’s Bank και Erlanger, μέσω των χρηματιστηρίων Λονδίνου, Στοκχόλμης και Μιλάνου κατά 4.070.960 στερλίνες, (β) από τον οίκο Speyer and Co και την νεοϋρκέζικη National City Co (κατοπινή Citibank), μέσω των χρηματιστηρίων Νέας Υόρκης και Ζυρίχης κατά 17.000.000 δολλάρια (Wall Street Journal της 31/1/1928) ή 3.400.000 στερλίνες (ισοτιμία 5 προς 1) και (γ) τα υπόλοιπα από διαφόρους επενδυτές.
Παρένθεση. Η Hambro’s Bank της Δανίας είναι παλιά γνώριμη αυτού του τόπου, αφού δάνειζε την Ελλάδα από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, πριν καλά-καλά υπάρξει επίσημα ως Ελλάδα. Φαίνεται πως από τότε τό ‘χαμε απωθημένο να γίνουμε “Δανία του Νότου”. Κλείνει η παρένθεση.
Το στήσιμο της νέας τράπεζας ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι επενδυτές που αναφέραμε πρωτύτερα (όποιοι κι αν ήσαν αυτοί, τέλος πάντων), θα κατέθεταν τα κεφάλαιά τους σε ειδικό λογαριασμό του δημοσίου στην ΕτΕ. Η ΕτΕ θα κάλυπτε 100% το κεφάλαιο της ΤτΕ, βγάζοντας σε δημόσια εγγραφή (για την ακρίβεια, σε τρεις ισόποσες δόσεις) τις μετοχές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η νέα τράπεζα θα έμπαινε στο χρηματιστήριο πριν καλά-καλά σταθεί στα πόδια της.
Έτσι κι έγινε. Στις 15 Μαΐου 1928, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να λειτουργεί και στις 12 Ιουνίου 1930 μπήκε στο χρηματιστήριο. Ποιοί ήσαν αυτοί που αγόρασαν τότε τις μετοχές της; Ούτε αυτούς τους μάθαμε ποτέ!
Είπαμε πρωτύτερα ότι το ελληνικό κράτος δανείστηκε εννιά εκατομμύρια στερλίνες, με την υποχρέωση να διαθέσει τα τρία για την ίδρυση της ΤτΕ. Βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης (και του νόμου), το κράτος ήταν υποχρεωμένο να καταθέσει αυτό το ποσό στην ΤτΕ σε χρυσό! Δηλαδή: δανειστήκαμε ως κράτος χαρτονομίσματα (στερλίνες και δολλάρια) και δώσαμε στην τράπεζα χρυσάφι, σε μια εποχή που οι αγορές κατρακυλούσαν σε όλον τον κόσμο (μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή του “μεγάλου κραχ”) και η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων (όπως ο χρυσός και ο άργυρος) ανέβαινε καθημερινά.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια στάση για να ξεκαθαρίσουμε τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Φυσικά, μιας και δεν φτιάχνονται τράπεζες προς εξυπηρέτηση του απλού λαού, οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν στις ανάγκες του εγχώριου και του διεθνούς κεφαλαίου αλλά και στις ανάμεσά τους κόντρες.
Επιστρέφουμε στο 1927. Η παρατημένη στην μοίρα της Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω των δυο εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για τους οποίους απαιτούνται μεγάλες δαπάνες προκειμένου να ενταχθούν κανονικά στην ελληνική καθημερινότητα. Η δραχμή υποτιμάται διαρκώς (το 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 350 δραχμές, ενώ η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις 25 δραχμές μόλις), με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι οικονομολόγοι πρότειναν διάφορους τρόπους για ενίσχυση του νομίσματος (ανατίμηση στα επίπεδα του 1918, κλείδωμα της τρέχουσας ισοτιμίας κλπ) αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη που διατύπωσαν οι καθηγητές Ανδρέας Ανδρεάδης και Ξονοφών Ζολώτας: πρώτα ισοσκελισμός του προϋπολογισμού και μετά νομισματική σταθεροποίηση σε τρέχοντα επίπεδα.
Ποιός είπε ότι ο Λουκάς Παπαδήμος ήταν ο πρώτος τραπεζίτης που έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας ;;;
Μετά από μια σειρά δανείων που είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια και κάτω από την ασφυκτική πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η Ελλάδα έχει και πάλι ανάγκη από χρήματα. Τον Ιούλιο, ο υπουργός οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης βρίσκεται στην Γενεύη, ψάχνοντας για λεφτά. Στις 14 του μηνός, ο απογοητευμένος Καφαντάρης στέλνει από την Γενεύη μια επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, όπου αναφέρει ότι η αποκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς επιπρόσθετο δανεισμό και παρακαλεί την ΚτΕ να μεσολαβήσει ώστε η χώρα να πάρει ένα γενναίο δάνειο ύψους εννέα εκατομμυρίων στερλινών. Η ΚτΕ υποσχέθηκε να βοηθήσει, σε συνεννόηση με τον ΔΟΕ. Προς τούτο, έστειλε στην Αθήνα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μελετούσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα συνιστούσαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αφού μέχρι τότε, το κράτος έκανε την δουλειά του μέσω της Εθνικής Τράπεζας, σ’ αυτή την τράπεζα είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος. Η επιτροπή τής ΚτΕ, σε συνεργασία με τον ΔΟΕ (στον οποίο είχαν βαρύνοντα λόγο οι βρεττανοί), απαίτησε την πλήρη ανεξαρτησία τής ΕτΕ από το κράτος και την άμεση διακοπή εκ μέρους της οποιασδήποτε εμπορικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ήταν σαφές: μια τράπεζα που μπορεί να εκδίδει χρήμα, δεν μπορούσε παράλληλα να δίνει και δάνεια. Στην πρόταση αντέδρασε (για ευνόητους λόγους) ο τότε αντιπρόεδρος της ΕτΕ Εμμανουήλ Τσουδερός, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την Εθνική στην ησυχία της και να φτιάξουν άλλη τράπεζα, καθαρά εκδοτική. Η πρόταση Τσουδερού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση από όλες τις πλευρές, διότι η μεν κυβέρνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει μια τράπεζα (ΕτΕ), οι δε ξένοι θα είχαν μια άλλη τράπεζα (ΤτΕ) που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες
Στην τελική συμφωνία περί ίδρυσης της ΤτΕ αντέδρασε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι η δημιουργία κεντρικής τράπεζας και η εκχώρηση σ’ αυτήν του προνομίου έκδοσης χρήματος θα έβλαπταν το εθνικό συμφέρον και θα στερούσαν την χώρα από την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο Τσαλδάρης είχε δίκιο, αφού η ΕτΕ ελεγχόταν από το κράτος ενώ η ΤτΕ θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα υπάκουε σε κυβερνητικές εντολές. Στην πράξη, όμως, απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο άσχημα. Σε βάθος χρόνου, σπάνια η κεντρική τράπεζα θα έπαιρνε αποφάσεις αντίθετες προς την κυβερνητική βούληση κι ακόμη πιο σπάνια οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εκδήλωναν βούληση αντίθετη προς τις επιθυμίες των μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού.
ΦΕΚ Α/28/26-2-1898: Ο Νόμος 2519/1898, με τον οποίο κυρώνεται η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Η επιβολή τού ΔΟΕ μοιάζει πολλαπλώς με την επιβολή των μνημονίων που ξέρουμε. Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Α/28 ο Νόμος 2519 “Περί διεθνούς ελέγχου”, σύμφωνα με τον οποίον “η είσπραξις και η διάθεσις προσόδων επαρκών εις την υπηρεσίαν του διά την πολεμικήν αποζημίωσιν δανείου (ενν. τον πόλεμο του 1897) και των άλλων εθνικών χρεών τίθενται υπό τον απόλυτον έλεγχον Διεθνούς Επιτροπής Αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων, εδρευούσης εν Αθήναις”. Η επιτροπή αυτή θα λειτουργούσε “μέχρις εντελούς αποσβέσεως των από του έτους 1881 εν τω εξωτερικώ συνομολογηθέντων εις χρυσόν δανείων, περιλαμβανομένων και των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων νέων δανείων”.
Τελικά, η επιτροπή τού Ν.2519 εξελίχθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία “Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων – ΕΔΥΠ” και, σχεδόν αμέσως, μετονομάστηκε σε “Εταιρεία Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου – ΕΔΕΜΕΔ”. Αν αυτό το “ΕΔΕΜΕΔ”, σας θυμίζει “ΤΑΙΠΕΔ”, δεν θα σας κατηγορήσει κανείς, αφού το ίδιο πράγμα κάνουν και τα δυο: πουλάνε την κρατική περιουσία και μαζεύουν τα λεφτά για να τα δώσουν στους ξένους δανειστές.
Η ΕΔΕΜΕΔ έμελλε να φτάσει σε ηλικία 87 ετών, αφού διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, αν και ο ΔΟΕ έφυγε από την χώρα το 1978. Με το Προεδρικό Διάταγμα 976/3-9-1981 (επί προεδρίας Κων. Καραμανλή) παρατάθηκε η λειτουργία της, “διά την προσαρμογήν των κρατικών μονοπωλίων προς τας διατάξεις της προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα”.
http://www.kapodistrias.info/oikonomia
https://www.sansimera.gr/articles/399#ixzz27vfxdXCy
http://www.logiosermis.net/2015/06/blog-post_610.html
http://www.epilekta.com/2017/07/blog-post.html?spref=fb
https://luj.sdsjweb.com/?s=dn-200&k=%5B%22ren%22%5D&d=53690322bea9d0bf4700828c
http://www.alfavita.gr/arthron/trapeza-tis-ellados-prin-tin-idrysi
http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Bank/History/historicalreview.aspx
http://teddygr.blogspot.gr