Η Γερμανία εκδικήθηκε το ότι της επιβλήθηκε το ευρώ από τη Γαλλία, ως προϋπόθεση της ένωσης της – χρησιμοποιώντας το νόμισμα αριστοτεχνικά ως όπλο εναντίον όλων των άλλων, αφού δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει στο αρχικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Εισαγωγή
«Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η τότε Δ. Γερμανία υποχρεώθηκε από τη Γαλλία να συμμετέχει στη μελλοντική δημιουργία της Ευρωζώνης, στο κοινό νόμισμα καλύτερα (ευρώ), πριν ακόμη της επιτραπεί η ένωση της με την Α. Γερμανία. Οι Γάλλοι κυρίως θεωρούσαν ότι, το κοινό νόμισμα θα αποτελούσε ισχυρή προστασία τους απέναντι στις ανέκαθεν επεκτατικές τάσεις της Γερμανίας – ενώ υπέφεραν κατά κανόνα από το ισχυρό νόμισμα (μάρκο) της γείτονας χώρας. Παράλληλα ουσιαστικά αδιαφόρησαν για την πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων που είχε αποφασισθεί για την περίπτωση της ένωσης της Γερμανίας – αφού δεν είχαν να κερδίσουν οι ίδιοι τίποτα.
Στις αρχές τώρα του 2000 η Ελλάδα, πριν ακόμη καταφέρει να γίνει ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης, αναζητούσε λύσεις για την παραποίηση κάποιων «λογιστικών στοιχείων» της, όπως άλλωστε αρκετές άλλες χώρες – τα οποία θα μείωναν το δημόσιο χρέος της, με τη βοήθεια της δημιουργικής λογιστικής. Εάν τότε η Ελλάδα δεν κατάφερνε να εισέλθει στην Ευρωζώνη, τα επιτόκια δανεισμού της που είχαν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της προοπτικής ένταξης της (γράφημα, επιτόκια 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας στην κόκκινη καμπύλη), θα εκτοξεύονταν στα ύψη – οπότε θα χρεοκοπούσε ακαριαία.
Στα πλαίσια αυτά η Ελληνίδα υπεύθυνος επενδύσεων της GoldmanSachs στο Λονδίνο, διαπιστώνοντας έκπληκτη τις τεράστιες αδυναμίες της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης όλων των υπολοίπων ελεγκτικών μηχανισμών της ΕΕ, δημιούργησε ένα προϊόν (swap), το οποίο επέτρεψε την απόκρυψη ενός μέρους των χρεών της Ελλάδας – μία εξαιρετικά κερδοφόρα τοποθέτηση για τον εργοδότη της, αφού μεταφέρθηκαν χρέη στο μέλλον, με πολύ υψηλά επιτόκια.
Την ίδια εποχή η Γερμανία, έχοντας στόχο να εκδικηθεί τον καταναγκασμό της στο ευρώ, να χρηματοδοτήσει μέσω των εταίρων της (αύξηση των πλεονασμάτων) το κόστος της ένωσης της, καθώς επίσης να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, υποδουλώνοντας οικονομικά όλους τους εταίρους της, αποφάσισε τη «συγκράτηση» των μισθών των εργαζομένων της – οπότε την ύπουλη αύξηση της ανταγωνιστικότητας της εις βάρος των υπολοίπων.
Έτσι, σε συνδυασμό με την έντονα επεκτατική πολιτική μέσω των μεγάλων επιχειρήσεων της (ασφαλώς με τη βοήθεια της διαφθοράς διαπλεγμένων κυβερνήσεων), κατόρθωσε να «καταλάβει» την πρώτη θέση στην Ευρώπη – καθώς επίσης στις εξαγωγές παγκοσμίως» (βασικό σενάριο).
Ανάλυση
Εάν δώσει κανείς την πρέπουσα σημασία στη συνθήκη του Μάαστριχτ, θα διαπιστώσει πως η υποχρέωση που ανέλαβαν οι χώρες της Ευρωζώνης να μειώσουν το δημόσιο χρέος τους στο 60% του ΑΕΠ τους, δεν είναι καθόλου τυχαία. Αντίθετα, τεκμηριώνει πως ήταν γνωστό σε όλους όσους την υπέγραψαν ότι, το ευρώ είναι ένα ξένο νόμισμα για τα κράτη της νομισματικής ένωσης – αφού κανένα δεν μπορεί να τυπώσει μόνο του χρήματα, για να αντιμετωπίσει μία μεγάλη κρίση στην οικονομία του. Επομένως, επειδή οι χώρες χρεοκοπούν κυρίως από το εξωτερικό δημόσιο χρέος τους όταν αυτό υπερβαίνει το 60%, ήταν απολύτως λογική η παραπάνω υποχρέωση τους – λόγω του ότι είχε στόχο τη διαφύλαξη τους από τους κινδύνους χρεοκοπίας.
Εκτός αυτού η ίδια η υποχρέωση της μείωσης του χρέους στο 60%, σε συνδυασμό με την απαγόρευση ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό άνω του 3%, καθιστά αδύνατη τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων σε περιόδους κρίσεων – ενώ είναι σε όλες τις κυβερνήσεις γνωστό πως τα πρωτογενή ελλείμματα αυξάνουν το χρέος ως προς το ΑΕΠ, όταν τα πραγματικά επιτόκια, ο ρυθμός ανάπτυξης του χρέους κατά κάποιον τρόπο, είναι υψηλότερα από τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, με ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό (πραγματικό = αφαιρουμένου του πληθωρισμού, ανάλυση).
Εν προκειμένω λοιπόν οι μοναδικοί τρόποι μείωσης των δημοσίων χρεών, αφού δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν πληθωριστικά εντός της Ευρωζώνης, είναι είτε (α) τα μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα από το επιτόκιο, είτε (β) η υψηλότερη ανάπτυξη, είτε (γ) οι αποκρατικοποιήσεις, είτε (δ) κάποιος συνδυασμός τους – σημειώνοντας πως η Γερμανία έχει ιδιωτικοποιήσει σχεδόν τα πάντα στις καλές εποχές πριν από την κρίση του 2008, ενώ σήμερα προγραμματίζει την πώληση ακόμη και των εθνικών οδών της για να πετύχει το 60%.
Μία επόμενη υποχρέωση είναι το ισοσκελισμένο εάν όχι πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έτσι ώστε να μην αυξάνεται το εξωτερικό ιδιωτικό χρέος – γεγονότα που αφενός μεν στηρίζουν την ισοτιμία ενός νομίσματος, η οποία είναι πολύ σημαντική για κράτη που εισάγουν ενέργεια, πρώτες ύλες και άλλα προϊόντα, αφετέρου καθιστούν ισχυρή οικονομικά την εκάστοτε χώρα που το πετυχαίνει απέναντι στις αγορές, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της.
Έτσι αποφεύγει την παγίδα του χρέους τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό της τομέα, αρκεί να ελέγχει τις τράπεζες της – κάτι που δυστυχώς για την ίδια δεν κατάφερε η Γερμανία, οι τράπεζες της οποίας συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν κινδύνους, παρά το ότι κόστισαν τεράστια ποσά στους Πολίτες. Θεωρούμε δε πως εάν δεν είχε αυτό το πρόβλημα, δεν θα επέτρεπε στην ΕΚΤ τα μηδενικά επιτόκια ή/και να αγοράζει ομόλογα στα πλαίσια της «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) – αφού ουσιαστικά απαγορεύεται από τις ευρωπαϊκές συμβάσεις ο μονεταρισμός των χρεών.
Χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες φαίνεται καθαρά πως η Γερμανία εκδικήθηκε το ότι της επιβλήθηκε το ευρώ από τη Γαλλία, ως προϋπόθεση της ένωσης της – χρησιμοποιώντας το αριστοτεχνικά ως δολοφονικό όπλο εναντίον όλων των άλλων, αφού δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει στο αρχικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης(δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση), χωρίς την οποία το ευρώ είναι ασφαλώς θανατηφόρο για όλα τα κράτη, εκτός από αυτά που έχουν λάβει έγκαιρα τα μέτρα τους.
Άλλωστε η Γερμανία είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος, κρίνοντας από την ιστορία της – οπότε η συμπεριφορά της θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη. Όσο για τη Γαλλία, πάντοτε χάνει τις μάχες με τη Γερμανία – ενώ είναι αυτή που τελικά μας οδήγησε στην παγίδα του ευρώ, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρει να ελέγξει τη Γερμανία.
Στη χειρότερη θέση βέβαια από όλες τις άλλες χώρες ευρίσκεται η Ελλάδα, η οποία είναι η μοναδική που δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, επειδή σωστά θεωρείται χρεοκοπημένη από το ΔΝΤ – ενώ η οικονομία της στραγγαλίζεται επί πλέον από το ότι δανείζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το εξωτερικό.
Ως εκ τούτου, όσα χρήματα οδηγούνται στην πληρωμή των υπέρογκων χρεών της, μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων κυρίως, εκρέουν στο εξωτερικό μειώνοντας τη ρευστότητα της – κάτι που δεν θα συνέβαινε εάν ο δανεισμός ήταν εσωτερικός, αφού τότε τα τοκοχρεολύσια του δημοσίου θα παρέμεναν στο εσωτερικό της, κινώντας την ιδιωτική οικονομία, όπως στο παράδειγμα της Ιαπωνίας.
Για εκείνο λοιπόν το χρονικό διάστημα που η αιμορραγία θα συνεχίζεται, έως το 2060 με βάση το νέο μνημόνιο και τις απαιτήσεις του για πρωτογενή πλεονάσματα, οι Έλληνες θα υποφέρουν τα πάνδεινα. Παράλληλα η χώρα θα αλλάξει ιδιοκτήτες, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια του Υπερταμείου και του τραπεζικού συστήματος που έχει πια αφελληνιστεί – με τους Πολίτες να έχουν δώσει περί τα 40 δις € για να το «πουλήσουν» έτσι ώστε να τους πάρει τα σπίτια τους, αντί να εισπράξουν! Ένα έγκλημα που οφείλεται αφενός μεν στο PSI, αφετέρου στην αποτυχημένη διαπραγμάτευση του 2015 – για τα οποία δεν τιμωρήθηκε κανείς, όπως συνέβη με τους υπαίτιους της υπαγωγής της χώρας στο ΔΝΤ που παραμένουν ακόμη ελεύθεροι.
Οφείλουμε πάντως να υπενθυμίσουμε εδώ πως όταν η προηγούμενη κυβέρνηση δήλωνε το 2014 ότι το δημόσιο χρέος ήταν βιώσιμο, στοχεύοντας στη συμμετοχή της Ελλάδας στα προγράμματα της ΕΚΤ, λοιδορούταν από τη σημερινή – η οποία, έχοντας πλήρη άγνοια του τί συνέβαινε, οδήγησε την Ελλάδα εκτός του QE, ενώ επιβεβαίωσε τη μη απαίτηση διαγραφής του χρέους ελάχιστες ημέρες μετά την εκλογή της (20.02.2015).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, για την Ευρωζώνη δεν βλέπουμε καμία άλλη λύση, εάν δεν θέλουν τα κράτη της να υποδουλωθούν στη Γερμανία και στο σύστημα των δύο ταχυτήτων που προετοιμάζει ιδιοποιούμενη το ευρώ στη θέση του μάρκου, εκτός από την ελεγχόμενη διάλυση της – την επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία, στην προ ευρώ εποχή (ανάλυση). Σε κάθε περίπτωση οι πλεονασματικές χώρες μπορούν να αποχωρήσουν ακόμη και μόνες τους, ενώ οι ελλειμματικές είναι εγκλωβισμένες, φυλακισμένες – μη εξαιρουμένων των μεγάλων, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, μεταξύ άλλων λόγω των υπερχρεωμένων τραπεζών τους.
Όσο για την Ελλάδα, εάν παραμείνει εκτός του QE με την υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, όπου τα έσοδα θα κατευθύνονται στο εξωτερικό στραγγαλίζοντας την οικονομία της στο διηνεκές, καθώς επίσης χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών της, δημοσίων και ιδιωτικών, θα καταστραφεί εντελώς – οπότε η μοναδική δυνατότητα της είναι η επώδυνη και μη δοκιμασμένη αναβολή πληρωμών εντός του ευρώ, έτσι ώστε στη συνέχεια να διαπραγματευθεί μία βιώσιμη λύση (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι εντελώς ανόητος κανείς για να μην καταλαβαίνει πως με συνολικό εξωτερικό χρέος (το ευρώ είναι ξένο νόμισμα) της τάξης των 430 δις € (γράφημα) ή 245% του ΑΕΠ της, δημόσιο και ιδιωτικό δηλαδή, στο οποίο εάν υπολογίσουμε και το τραπεζικό υπερβαίνει τα 500 δις €, με ελάχιστα συναλλαγματικά αποθέματα, καθώς επίσης με δρακόντειες δανειακές συμβάσεις εγγυημένες με ότι έχουμε και δεν έχουμε, μπορούμε να επιστρέψουμε στη δραχμή – όσο και αν καταλαβαίνουμε τη μεγάλη σημασία της εθνικής νομισματικής πολιτικής που δυστυχώς απεμπολήσαμε.
Η στάση πληρωμών είναι φυσικά μία πολύ δύσκολη απόφαση και διαδικασία, η οποία χρειάζεται μία ικανή διαπραγματευτική ομάδα, στελεχωμένη σωστά – όπου όμως εάν δεν το τολμήσει/οργανώσει η Ελλάδα, θα βιώσει εξαιρετικά άσχημες ημέρες. Έχουμε βέβαια την άποψη πως θα συνεχίσει να επιλέγει την κυλιόμενη χρεοκοπία – αφού το πρόβλημα της δεν είναι ουσιαστικά οικονομικό, ούτε φυσικά νομισματικό, αλλά πολιτικό και κοινωνικό. Μπορεί βέβαια να μας καθησυχάζει το να ενοχοποιούμε ένα νόμισμα για τα τεράστια λάθη μας ή να αναζητούμε μία ουτοπική σανίδα σωτηρίας, αλλά κανένας δεν μας υποχρέωσε να συμμετέχουμε, δεν το δρομολόγησε η Γερμανία αλλά η Γαλλία και θαύματα δεν γίνονται – ενώ οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν από την αρχή γνωστοί σε όλους.