Η ανόητη δήλωση της κυρίας Yellen, οι κίνδυνοι κραχ στον πλανήτη και η επιμονή του de facto υπουργού οικονομικών της πατρίδας μας, του συμπλεγματικού κ. Σόιμπλε – ο οποίος προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες ότι δεν είναι θύματα αλλά θύτες, επιτιθέμενος συνεχώς στους εφοπλιστές, επειδή γνωρίζει πως η χώρα του ηττάται σταθερά από το νούμερο ένα της παγκόσμιας ναυτιλίας.
«Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι δεν θα υπάρξει ποτέ μία χρηματοπιστωτική κρίση; Θα ήταν προφανώς υπερβολικό, αλλά σκέφτομαι πως είμαστε σήμερα πολύ πιο ασφαλείς και ελπίζω ότι δεν θα συμβεί ξανά κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Πιστεύω επίσης πως δεν θα συμβεί» (J. Yellen, επικεφαλής της Fed στη διάσκεψη του Λονδίνου την Τρίτη).
Ανάλυση
Ασφαλώς ήταν πολύ σημαντική η δήλωση της κυρίας Yellen, σύμφωνα με την οποία δεν θα βιώσουμε καμία άλλη χρηματοπιστωτική κρίση κατά τη διάρκεια της ζωής μας – μία δήλωση που έγινε δέκα χρόνια μετά το τραγικό 2007. Υπενθυμίζουμε πως τότε διαπιστώθηκαν οι πρώτες ζημίες στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης – ακολουθούμενες από ένα δραματικό σοκ ρευστότητας τον Αύγουστο του 2008, με πρώτο αποτέλεσμα τη χρεοκοπία της Lehman Brothers που βύθισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χάος.
Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς πως η συνολική αξία των ενυπόθηκων δανείων που προκάλεσαν την κρίση δεν ξεπερνούσε τα 1.300 δις $, τα οποία δεν θεωρούνται πολλά – ενώ η χρεοκοπία της Lehman Brothers που πυροδότησε την έκρηξη δεν αποφεύχθηκε. Εάν δε πτώχευε η Ελλάδα το 2010, η οποία όφειλε περί τα 200 δις € στις υπερχρεωμένες και καθόλου υγιείς ευρωπαϊκές τράπεζες, η κατάσταση δεν θα ήταν πιθανόν ανατρέψιμη – αφού θα κατέρρεε το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης και το ευρώ, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον πλανήτη.
Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε πως η βεβαιότητα της αμερικανίδας είναι απίστευτα ανόητη – εν πρώτοις επειδή είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στο μέλλον, όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Επίσης λόγω του ότι στο παρελθόν οι κρίσεις ήταν πολύ συχνότερες, από αυτές που θα συνέβαιναν υπό φυσιολογικές συνθήκες – ενώ η κυρία Yellen συντάσσεται με μία μεγάλη σειρά τραπεζιτών, πολιτικών και οικονομολόγων που έκαναν στο παρελθόν αντίστοιχα ανόητες δηλώσεις περί της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λίγο πριν το ξέσπασμα των επομένων κρίσεων. Ειδικότερα τα εξής:
(α) Η εξέλιξη των χρηματαγορών δεν είναι προβλέψιμη – επειδή πρόκειται για ένα εξαιρετικά περίπλοκο, προσαρμοστικό και πολύπλοκο σύστημα, το οποίο αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων που επηρεάζονται καθημερινά από τα δικά τους συναισθήματα, καθώς επίσης από αυτά των υπολοίπων. Με απλά λόγια, όλοι όσοι συμμετέχουν στις αγορές δεν συμπεριφέρονται όπως οι μηχανές, αλλά μετακινούνται σε μόνιμη βάση μεταξύ της απληστίας και του φόβου – οπότε είναι ασφαλώς απρόβλεπτες οι αντιδράσεις τους, όπως ακριβώς αυτές του καιρού.
Σε τέτοιου είδους συστήματα δημιουργούνται εξαρτήσεις, «ρήγματα» και αδυναμίες, ο οποίες ναι μεν δεν είναι ορατές επιφανειακά, σε κατάσταση «μη σοκ» δηλαδή, αλλά μπορούν να ξεσπάσουν οποιαδήποτε στιγμή από το πουθενά – συνήθως ποτέ από εκεί που το περιμένει κανείς, κρίνοντας με βάση την ιστορία.
(β) Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν ακραία φαινόμενα – ενώ εάν η εξέλιξη των τιμών στις χρηματαγορές ακολουθούσε ένα στατιστικά φυσιολογικό πρότυπο, τότε τα ακραία φαινόμενα θα ήταν πολύ σπάνια. Εν τούτοις δεν είναι καθόλου σπάνια αλλά, αντίθετα, πολύ συχνά – όπως φαίνεται από τις παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων τριάντα ετών, ξεκινώντας από τη Λατινική Αμερική το 1982, από το κραχ της Wall Street το 1987, την κρίση της τεκίλας το 1994, την Ασιατική το 1997/98 μαζί με τη χρεοκοπία της Ρωσίας και τη κατάρρευση του επενδυτικού κεφαλαίου LTCM, το σπάσιμο της τεχνολογικής φούσκας το 2000 και πρόσφατα την αμερικανική των ενυπόθηκων δανείων.
Μεσολάβησαν εκτός αυτών πολλές εθνικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως το σπάσιμο της φούσκας ακινήτων στην Ελβετία τη δεκαετία του 1990 με τη χρεοκοπία πολλών τραπεζών, της Σουηδίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας – όπου στα τέλη του 1980 κατέρρευσε μία τεράστια χρηματοπιστωτική φούσκα, από την οποία δεν έχει ακόμη συνέλθει η χώρα. Επομένως πρέπει να είναι κανείς πολύ ανόητος για να ισχυρισθεί πως δεν θα βιώσουμε καμία άλλη κρίση στη διάρκεια της ζωής μας – ή, αντίθετα, να θέλει να αποπροσανατολίσει τις αγορές, από μία κρίση που ο ίδιος βλέπει να ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
(γ) Οι δηλώσεις αυτού του είδους γινόντουσαν στο παρελθόν λίγο πριν ξεσπάσει η επόμενη κρίση – όπως στο παράδειγμα του πρώην διοικητή της Fed κ. B. Bernanke, ο οποίος σε μία σύσκεψη στο Σικάγο στις 17 Μαΐου του 2007 είχε πει τα εξής: «Περιμένουμε ότι τα προβλήματα στον τομέα των ενυπόθηκων δανείων θα επηρεάσουν σε πολύ μικρό βαθμό την υπόλοιπη οικονομία ή/και το χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Ο προκάτοχος του πάντως, ο κ. A. Greenspan τον Ιούνιο του 1999, λίγο πριν την κατάρρευση των εταιρειών τεχνολογίας, είχε αναφέρει τα εξής: «Οι κερδοσκοπικές φούσκες αναγνωρίζονται τότε μόνο ως τέτοιες, αφού σπάσουν» – επιβεβαιώνοντας πως οι προβλέψεις αυτού του είδους είναι ανόητες. Κλασσική είναι επίσης η δήλωση ενός μεγάλου οικονομολόγου, του I. Fischer, λίγο πριν το κραχ του 1929 – σύμφωνα με την οποία οι τιμές των μετοχών είχαν φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό επίπεδο, οπότε δεν θα έπεφταν ποτέ!
Συνεχίζοντας, οι ανακοινώσεις αυτού του είδους διαπιστώνονται σχεδόν νομοτελειακά σε φάσεις ανόδου των χρηματιστηριακών και λοιπών αγορών – είτε επειδή μερικοί άνθρωποι έχουν τη συνήθεια να προβάλλουν στο μέλλον τη σταθερότητα του άμεσου παρελθόντος και του παρόντος, είτε με σκοπό να αποφευχθεί το προβλεπόμενο κραχ, μέσω της χειραγώγησης των συμμετεχόντων ότι δεν θα συμβεί το μοιραίο.
Έτσι θεωρείται πως η σημερινή φούσκα στις διεθνείς αγορές μετοχών και ακινήτων δεν θα σπάσει, επειδή οι κεντρικές τράπεζες έχουν βρει το αντίδοτο πλημμυρίζοντας τις αγορές με ρευστότητα – από την οποία δεν πρόκειται να προκληθεί τελικά ούτε υπερπληθωρισμός, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης που μειώνει τις τιμές των προϊόντων, διατηρώντας επί πλέον χαμηλούς τους μισθούς (οπότε δεν τίθεται σε λειτουργία ο φαύλος κύκλος μισθών-τιμών που οδηγεί στον υπερπληθωρισμό).
Τα παραπάνω δημιουργούν ένα συναίσθημα ασφαλείας στους επενδυτές, με αποτέλεσμα να είναι όλο και λιγότερο προσεκτικοί – με την έννοια πως αφού δεν έχει συμβεί κάτι τα τελευταία χρόνια, δεν πρόκειται να συμβεί ούτε στο άμεσο μέλλον. Ως εκ τούτου οι κερδοσκόποι δανείζονται όσο περισσότερα χρήματα μπορούν επενδύοντας τα, οι τράπεζες προσφέρουν αφειδώς δάνεια χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, οι τιμές των μετοχών αυξάνονται, ενώ όλοι είναι ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι – όπως ακριβώς ήταν σίγουροι, ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι οι τραπεζίτες της Lehman Brothers, της Bear Sterns, της Royal Bank of Scotland κοκ. πριν την κατάρρευση του 2008.
Η σταθερότητα οδηγεί στην αστάθεια
Περαιτέρω, σε αυτό το στάδιο όλοι ξεχνούν την αναφορά του μεγάλου αμερικανού οικονομολόγου H. Minsky, σύμφωνα με την οποία «η σταθερότητα οδηγεί στην αστάθεια των χρηματαγορών» (πηγή) – υπενθυμίζοντας πως τον κεντρικό ρόλο σε αυτήν την αστάθεια διαδραματίζει ο χρηματοπιστωτικός τομέας, στον οποίο τα χρήματα δεν δημιουργούνται εξωγενώς, αλλά εντός του οικονομικού συστήματος από το πουθενά, μέσω της παροχής δανείων από τις εμπορικές τράπεζες (ανάλυση).
Η διαδικασία αυτή πυροδοτεί την οικονομία και τροφοδοτεί την κερδοσκοπία –ενώ ο Minsky διακρίνει τρία είδη χρηματοδοτικής δομής των επιχειρήσεων και των ατόμων: την εγγυημένη, την κερδοσκοπική και την πυραμίδα (σχήμα Ponzi). Ειδικότερα συμβαίνει το εξής:
(α) Στο πρώτο στάδιο (συντηρητικό, εγγυημένο), οι πάσης φύσεως οφειλέτες (κράτη, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), αποκτούν αρκετά χρήματα από την εργασία τους, έτσι ώστε να μπορούν να πληρώνουν τόσο τους τόκους, όσο και τις δόσεις των δανείων τους.
(β) Στο δεύτερο στάδιο (κερδοσκοπικό), τα εισοδήματα των οφειλετών φτάνουν μόνο για την εξυπηρέτηση των τόκων, αλλά όχι για την πληρωμή των χρεολυσίων. Ο δανειολήπτης τότε είναι υποχρεωμένος να αναζητάει διαρκώς έναν τρόπο, με τον οποίο να μπορεί να πληρώνει τις δόσεις των χρεών του- οπότε ουσιαστικά λαμβάνει νέα δάνεια, για την πληρωμή των παλαιοτέρων (ανακύκλωση χρέους). Τα περισσότερα κράτη σήμερα ευρίσκονται σε αυτό το στάδιο – ενώ ορισμένα έχουν περάσει ήδη στο επόμενο.
(γ) Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο του κύκλου, στο «πυραμιδοειδές» (ονομάζεται Ponzi από το όνομα ενός «αγύρτη», ο οποίος στη δεκαετία του 1920 μέσω ενός τέτοιου συστήματος είχε υπεξαιρέσει 15 εκ. $), τα εισοδήματα του οφειλέτη δεν φτάνουν ούτε για την πληρωμή των τόκων – οπότε, η μοναδική του δυνατότητα επιβίωσης (εάν), είναι η τεχνητή αύξηση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων, έτσι ώστε να δανείζεται ενυπόθηκα (όπως συνέβη στις Η.Π.Α. με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης).
Αυτό είναι ουσιαστικά το οικονομικό μοντέλο, με το οποίο ο Minsky επεξηγεί γιατί η σταθερότητα οδηγεί στην αστάθεια. Αναλυτικότερα, σε μία υγιή Οικονομία τα περισσότερα δάνεια προσφέρονται σε οφειλέτες, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να τα αποπληρώσουν έντοκα. Εν τούτοις οι οφειλέτες, νοιώθοντας ασφάλεια, γίνονται όλο και λιγότερο προσεκτικοί – αναλαμβάνοντας περισσότερα ρίσκα (δήθεν πολλά υποσχόμενες νέες επενδύσεις κλπ.), τα οποία χρηματοδοτούν με νέα δάνεια.
Στο στάδιο αυτό οι τράπεζες δεν επεμβαίνουν διορθωτικά, συμβουλεύοντας τους δανειολήπτες να μην αναλαμβάνουν παράλογα ρίσκα – αλλά, αντίθετα, τους δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα, χωρίς να απαιτούν ανάλογες εγγυήσεις. Η διαδικασία συνεχίζεται, φτάνοντας στο σημείο όπου, η οικονομία αποτελείται από πολυάριθμους κερδοσκοπικούς και πυραμιδοειδείς οφειλέτες, έχοντας γίνει εξαιρετικά ασταθής.
Κάποια στιγμή λοιπόν (αποπληθωριστικό στάδιο) η κατάσταση κορυφώνεται, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να μην μπορούν πλέον να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια τους – οπότε οι τράπεζες παγώνουν την παροχή νέων πιστώσεων προκαλώντας, μεταξύ άλλων, την κατάρρευση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Οι αναγκαστικές πωλήσεις (κατασχέσεις κλπ.) επιδεινώνουν τη διαδικασία, με αποτέλεσμα να ξεκινάει ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος της μείωσης της ρευστότητας – της ύφεσης, του αποπληθωρισμού, του περιορισμού των χρεών κοκ.
Επιστρέφοντας τώρα στις δηλώσεις της κυρίας Yellen, σύμφωνα με τις οποίες δεν θα βιώσουμε καμία χρηματοπιστωτική κρίση κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όλα όσα έχουμε αναφέρει τεκμηριώνουν πως ήταν ανόητες. Πόσο μάλλον όταν γνωρίζουμε πως υπάρχουν δεκάδες μαύροι κύκνοι (= εστίες πυρκαγιάς) – όπως μια κολοσσιαία δανειακή φούσκα στην Κίνα, η οποία μέσω του τραπεζικού συστήματος του Χονγκ Κονγκ και της Σιγκαπούρης απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη, φούσκες ακινήτων στον Καναδά, στη Σουηδία και στην Αυστραλία, υπερδανεισμός του ιδιωτικού τομέα των αναπτυσσομένων οικονομιών σε δολάρια εν μέσω αύξησης των επιτοκίων της Fed, εκτόξευση των φοιτητικών δανείων στις Η.Π.Α. που πλησιάζουν τα ενυπόθηκα του παρελθόντος (επίσης των δανείων για αγορά αυτοκινήτων και των επιχειρηματικών), τεράστια τραπεζικά προβλήματα στην Ευρωζώνη, ειδικά στην Ιταλία ή Ισπανία, κρίση στο Κατάρ κοκ.
Φυσικά όλα αυτά είναι γνωστά στην Αμερικανίδα, οπότε ο στόχος της δεν μπορεί να είναι άλλος από τον αποπροσανατολισμό των αγορών, μεταξύ άλλων επειδή ανησυχούν για την απόσυρση των προγραμμάτων ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών (tapering) – στην ύπαρξη των οποίων στηρίζεται η βεβαιότητα τους για τη σταθερότητα του συστήματος, χωρίς να δίνουν σημασία στο γεγονός ότι, αυτή ακριβώς η σταθερότητα παράγει αστάθεια.
Επίλογος
Η Ελλάδα είναι ουσιαστικά μία χώρα που ευρίσκεται στον αντίποδα όλων αυτών των εξελίξεων – αφού βιώνει τα τελευταία χρόνια μία μοναδική στην παγκόσμια ιστορία κρίση, έχοντας απομονωθεί από το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μεταφορά των δανείων της από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στους Ευρωπαίους φορολογουμένους, καθώς επίσης με τη μετατροπή της σε γερμανικό προτεκτοράτο.
Ο δε de facto υπουργός οικονομικών της, ο συμπλεγματικός κ. Σόιμπλε, προσπαθεί συνεχώς να πείσει τους Έλληνες ότι δεν είναι θύματα αλλά θύτες του εαυτού τους – επιτιθέμενος διαρκώς στους εφοπλιστές, επειδή γνωρίζει πως η χώρα του ηττάται σταθερά από το νούμερο ένα της παγκόσμιας ναυτιλίας. Αυτό ακριβώς επανέλαβε στην πρόσφατη συνέντευξη του, κατηγορώντας τον πρωθυπουργό για τη μη φορολόγηση των εφοπλιστών, όταν η χώρα του επιδοτεί όσο περισσότερο μπορεί τη ναυτιλία – ενώ δρομολογεί την αντικατάσταση του από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Φυσικά η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί κίνδυνο για το παγκόσμιο σύστημα, εάν τυχόν επιλέξει τη στάση πληρωμών – αφού τα εξωτερικά χρέη της, συμπεριλαμβανομένου του Target 2, υπερβαίνουν τα 500 δις €. Λογικά λοιπόν ο Γερμανός προσπαθεί να το αποφύγει, πείθοντας τους Έλληνες πως το πρόβλημα τους δεν είναι το χρέος, αλλά οι διαρθρωτικές αλλαγές – οι οποίες θα έκαναν τη χώρα πιο ανταγωνιστική, χωρίς την ανάγκη ρευστότητας!
Ικανή δηλαδή να αναπτυχθεί χωρίς χρήματα, με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και μετά με 2%, όταν δεν το έχει καταφέρει καμία άλλη στην παγκόσμια ιστορία – πόσο μάλλον με δημόσιο χρέος στο 180% του ΑΕΠ της, με ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό σχεδόν 150% του ΑΕΠ,χωρίς δική της νομισματική πολιτική και με καταστραμμένο τον παραγωγικό της ιστό.
Θαύματα βέβαια ίσως γίνονται, οπότε δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς τίποτα – ειδικά σε μία χώρα που το ελατήριο της οικονομίας της έχει πιεσθεί τόσο πολύ προς τα κάτω, ώστε να θεωρείται φυσιολογική η εκτίναξη του προς τα πάνω κάποια στιγμή στο εγγύτερο μέλλον. Εν τούτοις δεν είναι σωστό να στηρίζεται η οικονομική πολιτική ενός κράτους στα θαύματα και στον από μηχανής Θεό – ενώ, εάν τυχόν ξεσπάσει μία παγκόσμια κρίση το επόμενο χρονικό διάστημα, η οποία δεν είναι απίθανη με τόσους μαύρους κύκνους στον ορίζοντα, η Ελλάδα ασφαλώς θα βρεθεί εντελώς απροστάτευτη.
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η ισχύς της χώρας μας ήταν ανέκαθεν τα «ξύλινα τείχη» – η ναυτιλία δηλαδή, στην οποία στήριξε πάντοτε την ευημερία της ακόμη και σε δύσκολες εποχές, όπως στην τουρκοκρατία. Δυστυχώς όμως, επειδή το μεγάλο μειονέκτημα της είναι ο ατομικισμός, το συγκεκριμένο όπλο αιχμής δεν έχει καμία διάθεση να τεθεί στην υπηρεσία της πατρίδας του – επικαλούμενο τις αδυναμίες της πολιτικής και επιλέγοντας άλλες χώρες.
Παράλληλα, η πλειοψηφία των Ελλήνων τοποθετείται αρνητικά σε σχέση με τους εφοπλιστές, για διάφορους λόγους, σωστούς και μη– με αποτέλεσμα να στερείται η Ελλάδα μία δύναμη κρούσης ικανή να βάλει στη θέση της τη Γερμανία, την οποία έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ. Κατά την άποψη μας λοιπόν, μόνο εάν υπάρξει κάποια αλλαγή εδώ, η χώρα μας θα μπορούσε να τα καταφέρει – διαφορετικά οι ελπίδες μας δεν είναι μεγάλες.