Κατά τόν παρελθόντα αίώνα επι­κρατούσε μεταξύ των ξένων Ιστο­ρικών μία γενική άποψι σχετικά μέ τήν Ιστορία του Ελληνικού “Ε­θνους, όσον άφορά τήν άρχή καί τήν διάρκεια της. Ειδικώτερα έπιστεύετο ότι ή Ελληνική Ιστορία αρχίζει τό έτος 776 π.Χ. μέ τήν έναρξι των Όλυμπιάδων, καθώς οί εξιστορήσεις τοΰ Όμηρου καί της μυθολογίας γενικώς εθεω­ρούντο ώς φανταστικές.
Μερικοί μάλιστα «Ιστορικοί»», ωθούμενοι προφανώς άπό τόν Διεθνή εβραϊ­σμό, εξέφραζαν τήν άποψι ότι ή Ελληνική Ιστορία ««τελείωνε» μέ τήν εκστρατεία τοΰ Αλεξάνδρου. Επειδή ή απότομος έμφάνισις καί ταχεία παρακμή (μέσα σέ 500 χρόνια) ενός πολιτισμού μέ τόσο υψηλές κατακτήσεις (στίς όποιες έβασίσθη άλλωστε καί ό Δυτικο­ευρωπαίος πολιτισμός) δέν ήταν δυνατόν νά έξηγηθή, ύπεστήριξαν οί επιστήμονες αυτοί ότι οί “Ελληνες παρέλαβαν τόν πολιτι­σμό τους άπό τους Ανατολικούς: Σουμερίους, Άσσυρίους καί Αιγυ­πτίους, των οποίων ή Ιστορία έφαίνετο νά άρχίζη παλαιότερα.

Από τήν γενική αυτή πεποίθησι δέν μπορούσαν νά αποκλίνουν καί οί απόψεις γιά τό αλφάβητο. Έτσι, σύμφωνα μέ τίς αντιλήψεις αυτές, τό Ελληνικό αλφάβητο προήρχετο άπό τό λεγόμενο Φοι­νικικό. Στόχος τών θεωριών αυτών ήταν, μέσω τών Φοινίκων, νά άποδοθή τελικώς ή πατρότης τοΰ αλφαβήτου στους Εβραίους Ιουδαίους.

‘Από τά τέλη τοΰ 19ου καί τίς αρχές τού 20ου αίώνος οί θεω­ρίες αυτές άρχισαν νά κλονίζωνται, μετά τίς ανακαλύψεις τών Schliemann καί Εvans, διά τών

ο­ποίων ήλθαν στό φως ό Μυκηναϊ­κός καί ό Μινωικός πολιτισμός.  Στήν συνέχεια άπεκρυπτογραφήθη ή Γραμμική Κρητική γραφή β καί έχρονολογήθησαν οί Όρφικοί Ύμνοι άπό τόν Κ. Χασάπη. “Ε­τσι, μαζί μέ άλλες Αρχαιολογι­κές καί ανθρωπολογικές (Μαρινά­τος, Πουλιανός κλπ.) ανακαλύ­ψεις, οί εξελίξεις αυτές κατέρρι­ψαν τίς αντιλήψεις τού περασμένου αίώνος καί έδωσαν μιά νέα ει­κόνα της Ελληνικής ίστορίας, σύμφωνα μέ τήν οποία ή Ελληνι­κή Φυλή είναι παρούσα στόν Ελ­λαδικό χώρο άπό πολλές χιλιετίες (πρό τού 8000 π.Χ.) ένώ ή Ελληνική Ιστορία αρχίζει άπό τό 3500 ή 3000 π.Χ.

Αναλόγως, λοιπόν, έπρεπε νά προσαρμοσθή καί ή περί της προ­ελεύσεως τού αλφαβήτου θεω­ρία. Έν τούτοις, ένώ διεθνώς πλέον είναι αποδεκτό τό γεγονός της Ελληνικής προελεύσεως τού Ελληνικού Αλφαβήτου, στήν χώ­ρα μας ή Κρατική Παιδεία εξακο­λουθεί νά διδάσκη τήν Φοινικική θεωρία.

Ποιοί υπήρξαν, όμως, οί Φοί­νικες;

ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ

Οί Φοίνικες υπήρξαν μία Αίγαιοκρητική ομάδα αποικιστών πού εγκατεστάθησαν στά παρά­λια της Συρίας ορμώμενοι άπό τήν πόλι Φοίνιξ της Κρήτης, ή ο­ποία είχε ώς επίνειο τήν πόλι Άραδο πού υφίσταται σάν μικρό χωριό μέχρι σήμερα. Έκεϊ έκτι­σαν διάφορες πόλεις όπως ή “Αραδος (ομώνυμος της Μητροπό­λεως), Τύρος, Σιδών, Βίβλος, Βηρυττος, Δαμασκός κλπ. Προφα­νώς ό αποικισμός έγινε κατά κάποια φάσι ακμής τού Μινωικού πολιτισμού.

Τό ότι οί αρχικοί Φοίνικες ήσαν Αίγαϊοι καί όχι Σημϊτες συναρτά­ται απολύτως μέ τό γεγονός ότι ό αποικισμός έγινε άπό τήν Κρήτη  πρός την  Συρία καί όχι

αντί­στροφα. Αυτό αποδεικνύεται άπό τά έξης γεγονότα:

α. Ή ανθρωπολογική έρευνα της Παλαιστίνης απέδειξε ότι οί πρώ­τοι κάτοικοι τής περιοχής ήσαν Εύρωποειδεϊς καί όχι Σημϊται. ΟΙ Σημϊται εισέβαλαν αργότερα.

β. Οί Σημϊτες ανέκαθεν υπήρξαν νομάδες τής έρημου καί έπεδίδοντο σέ κτηνοτροφικές καί σπανιώτερα ληστροπολεμικές δρα­στηριότητες, ζώντας σέ καταυλι­σμούς μέσα στίς έρημους τής Α­ραβικής χερσονήσου τής Συρίας καί τής Πετραίας Αραβίας, τρό­πος ζωής πού διατηρείται ακόμη καί σήμερα. Μάλιστα οί Έλληνο – Αίγαϊοι τούς ώνόμασαν Έρημαίους άπ’ όπου προήλθαν οί όνομασίες Αραβία, ‘Αραμαϊος, ( “Αραψ ). Άπό όλη τήν γεωγραφι­κή περιοχή όπου άνεπτύχθησαν οί Σημϊται, άπό τίς παρυφές τής Μεσοποταμίας καί τής Μ. Ασίας μέχρι τό Σουέζ ισχύει ή εικόνα αύτη μέ μοναδική έξαίρεσι τήν περιοχή τής Φοινίκης όπου αντί­θετα οί κάτοικοι, καθ’ όμοίωσιν πρός τόν Αιγαίο Πολιτισμό, ζούν σέ πόλεμο καί ασχολούνται μέ τίς δραστηριότητες ενός πολιτισμού τού άστεως, καί μάλιστα μέ τό εμπόριο.

γ. Οί Φοίνικες είναι ό μόνος λα­ός τής προαναφερθείσης Σημιτι­κής «ζώνης» πού άσκεΐ προηγμέ­νη ναυσιπλοία, ακόμη καί έκτος τών Ηρακλείων στηλών,

γνώρι­σμα καθαρά Ελληνικό, ένώ οί Σημϊτες – “Αραβες, καθώς καί οί Εβραίοι, ουδεμία σχέσι είχαν μέ τήν θάλασσα, ακόμη καί μέχρι τού Μεσαίωνος.

δ. Μέχρι τής εποχής πού κατελύθη ή ανεξαρτησία τών φοινικικών πόλεων άπό τόν Αλέξανδρο, αυ­τές διοικούντο άπό δημοτικά πο­λιτεύματα καί αποτελούσαν μία συνομοσπονδία, γνώρισμα επί­σης Ελληνικό καί ειδοποιός δια­φορά άπό τούς κατοίκους τής Σημιτικής ενδοχώρας.

ε. Ή θρησκεία τών Φοινίκων πα­ρουσιάζει σάν χαρακτηριστικό πρόσωπο τόν ήρωα Μελκάρθ, ό όποιος άποθεούται ύστερα άπό έκτέλεσι άθλων. Είναι δέ τό όνο­μα του προσηρμοσμένος ανα­γραμματισμός τού ονόματος Η­ρακλής.

στ. Τό όνομα Φοινίκη έτυμολογεϊται έκ τού Φοίνιξ (καί όχι αντί­στροφα), τούτο δέ είναι ένδειξις τού έπήλυδος. Έξ άλλου τό όνο­μα Φοίνιξ είναι Ελληνικό καί

κα­τά τήν Μυθολογία ό Φοίνιξ, γε­νάρχης τών Φοινίκων, υπήρξε Αι­γαίος, ένώ κατά τήν έποχη ακό­μη τού Αλεξάνδρου υπήρχαν κα­τάλοιπα Ελληνικής γλώσσης (ο­νόματα κλπ.).

ζ. Τέλος, έν μέσω μιάς Σημιτικής ενδοχώρας πού χρησιμοποιούσε στους ιστορικούς χρόνους τήν σφηνοειδή γραφή, οι Φοίνικες α­ποτελούν μία νησίδα χρησιμο­ποιούσα μία σύμφωνο – αλφαβη­τική γραφή, αρχίζοντας ήδη άπό τού 1200 -1000 π.Χ. περίπου, χω­ρίς νά προηγηθούν οί πλέον πρω­τόγονοι τρόποι γραφής..

Προφανώς, λοιπόν, οί Φοίνικες υπήρξαν αρχικώς Αίγαιοκρήτες άποικοι. Μετά τήν πτώσι τού Μι­νωικού πολιτισμού άπεκόπησαν τού Ελληνικού κορμού και  ευρι­σκόμενοι εντός ξένου περιβάλ­λοντος, καί μή διαθέτοντες ένδοχώριο στρατό, έφρόντισαν νά ε­πιβιώσουν μέσω τού υπερπόντιου εμπορίου καί μιάς τυχοδιωκτικής εξωτερικής πολιτικής, προσκολλώμενοι στό εκάστοτε ισχυρότε­ρο κράτος. Λόγω αποκοπής των άπό τά Ελληνικά πολιτιστικά καί μυητικά κέντρα, ανέπτυξαν πολι­τισμό υποδεέστερο τού Ελληνι­κού Κλασσικού, οί δέ απόγονοι των δέν άντεξαν στήν δημογρα­φική πίεσι τής σημιτικής ενδοχώ­ρας καί προσέλαβαν ποσοστό σημιτικού αίματος, ένώ παράλλη­λα έξεσημιτίσθησαν γλωσσικώς. “Οπως θά φανή κατωτέρω, τό αλ­φάβητο των τό παρέλαβαν ώς ε­ξελιγμένη μορφή της Κοητικής Β’, τα δέ σημιτικά ονόματα τών γραμμάτων, όσα έχουν κάποια σημασία, τά προσέδωσαν σ’ αυτά είτε κατά τόν γλωσσικό τους έκσημιτισμο είτε ίσως πολύ αργό­τερα, κατά τούς Αλεξανδρινούς χρόνους, όταν διεδόθησαν καί ε­κεί οί Πυθαγορικές αντιλήψεις. “Ας έλθωμε τώρα στό κυρίως θέ­μα μας, πού είναι τό Ελληνικό Αλφάβητο.

Ή Φοινικική θεωρία πρωτοεδημιουργηθη όπως είδαμε τον 19ον αίώνα  πρό τών ευρημάτων τών Schliemann καί Εvans, οπότε καί έπιστεύετο ότι ή Ελληνική Ιστο­ρία άρχιζε τό 776 π.Χ.. ένώ συγχρόνως είχαν εύρεθή αλφα­βητικά σύμβολα επί πλακών τού 1200 π.Χ. περίπου, στην περιοχή τής Φοινίκης. Αυτά τά σύμβολα:

α. Ομοίαζαν μέ αυτα τών Ελλη­νικών αλφαβήτων τών ίστορικών χρόνων.

β. Ύπετέθη ότι έφεραν τά ϊδια ο­νόματα μέ αυτά τού παλαιού Ε­βραϊκού αλφαβήτου, (άλεφ, μπέτ κλπ.) τά όποια στίς αρχαίες καί σύγχρονες αραβικές (σημιτικές) διαλέκτους είχαν πιθανώς κάποια σημασία (π.χ. βούς, οικία, κλπ.).

Έτσι, ύπετέθη ότι τό Φοινικό αλφάβητο έσχηματίσθη ώς έξέλιξις κάποιας εικονογραφικής γραμμής (πού ποτέ δέν ευρέθη)  γιά νά έκφραση κάποια σημιτική γλώσσα. ‘Από τήν ακουστική και οπτική ομοιότητα πρός τό Ελληνικό
Αλφάβητο έδόθη τό συμπέρασμα ότι τό τελευταίο ήτο έξέλιξις τού Φοινικικού. Μετά τήν άνακαλυψι τού Μυκηναϊκού και τού Μινωικού Πολιτισμού, ή θεωρία αυτή κατέστη προβληματική καί ήδη πάσχουσα όπως διαπιστώσαμε καί στήν εισαγωγή του άρθρου μας. Δημιουργούνται έτσι τά ερωτήματα:

α. Γιατί ή αλφαβητική γραφή των Φοινίκων δέν διεδόθη σέ όλους τούς Σημϊτες, άλλά οί τελευταίοι μέχρι τών τελευταίων αιώνων π.Χ. έχρησιμοποίουν άκομη την σφηνοειδή γραφή;
β. Γιατί τό Εβραϊκό αλφάβητο παρέλαβε τά μέν σχήματα άπό τήν σφηνοειδή γραφή, τά δέ ονόματα έκ τού Φοινικικού: (ώστε τά σχήματα δέν είχαν καμία σχέσι μέ τά ονόματα «βούς», «οίκος»» κλπ.

γ. Γιατί τό Λατινικό Αλφάβητο, ώς προελθόν άπό τό Ελληνικό Χαλκιδικό, δέν διετήρησε καί τήν ονομασία τών γραμμάτων («άλ­φα», «βήτα» κλπ.), άλλά διετήρη­σε μόνον τους ηχητικούς προ­σδιορισμούς (ά, μπ, τσέ, κλπ.). Ερευνώντας τά ερωτήματα αυτά, καταλήγομε στόν εντοπισμό τού βασικού σφάλματος τής Φοινικι­κής θεωρίας, που είναι τό έξης: Τά σχήματα τού Ελληνικού Αλ­φαβήτου ώφείλουν νά είχαν έξετασθή χωριστά άπό τίς ονομα­σίες των, διότι τά δύο στοιχεία έ­χουν ανεξάρτητη προέλευσι.

Οι έρευνες τών τελευταίων δε­καετιών έδειξαν ότι τά σχήματα τών γραμμάτων τόσο τού Ελλη­νικού όσο καί τού Φοινικικού Αλ­φαβήτου αποτελούν εξελιγμένες μορφές τών συμβόλων τής Γραμμικής Β, καί μάλιστα έχουν εύρεθή καί οί ενδιάμεσοι τύποι τής εξελικτικής άλυσίδος (μελέτη τοι: Βουλγάρου Georgie). Έξ άλλου τό Φοινικικό αλφάβητο δέν πα­ρουσιάζει επαρκείς ομοιότητες μέ άλλες γραφές τής περιοχής (π.χ. ιερογλυφικά Αιγύπτου, σφη­νοειδής) ώστε νά έχη προέλθει έξ αυτών. Τό αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι, ώς πρός τό σχήμα, τό Φοινικικό αλφάβητο μόνο έκ τού Αιγαίου μπορεί νά προέρχεται, καί αυτό προσαρμόζεται πρός το γεγονός τής Αιγαίας προελεύσε­ως τών ιδίων τών Φοινίκων.

Μένει να έξετασθή άν ή μετάβασις άπό τήν Γραμμική Β’ στήν Αλφαβητική γραφή έγινε στό Αι­γαίο ή στήν Φοινίκη. Νομίζουμε ότι ή μεταβασις αυτή έγινε στο Αιγαίο για δύο λόγους:

α. Οί ενδιάμεσοι τύποι ευρέθησαν στήν Κρήτη.

β. Ό μεταμινωϊκός Φοινικικός πο­λιτισμός φαίνεται ότι είχε σάν βα­σικές αξίες αυτές τής οικονομίας καί τού εμπορίου. “Ενας τέτοιος πολιτισμός μπορούσε άνετα νά έξυπηρετηθή μέ τίς υπάρχουσες μορφές γραφής όπως συνέβαινε μέ τούς Αιγυπτίους, Σουμεροακκαδίους κλπ. Μόνο ή ϋπαρξις ε­νός ανωτέρου πολιτισμού μέ φιλοσοφική σκέψι καί μάλιστα μέ ανεπτυγμένους τούς κλάδους τής αριθμολογίας, άριθμοσοφίας κλπ. θά είχε απόλυτη ανάγκη, γιά νά εκφρασθή, ένα αλφάβητο. Ό Μινωικός πολιτισμός, όπως προ­κύπτει άπο τό γεγονός ότι διέθε­τε μυητικούς χώρους (ανάκτορα Κνωσσού. Ιδαίον Άντρον κλπ.), είχε προηγμένη σκέψι αυτού τού είδους καί, όπως πιστεύομε, με­τείχε τής Όρφικής παραδόσεως τής όποιας ή έναρξις πρέπει νά τοποθετηθή στό 3000 π.Χ.

γ. Ή Φοινικική γραφή παρέμεινε στό στάδιο τής συλλαβογραφίας (δηλ. κάθε σύμβολο συμβολίζει συλλαβή) ένώ ή Ελληνική έξειλίχθη σέ πλήρες αλφάβητο.

“Ετσι συμπεραίνουμε ότι ή γνή­σια αλφαβητική γραφή, σέ στοι­χειώδη, έστω, μορφή, πρωτοενεφανίσθη στήν Κρήτη, άλλά διεσώθη μόνο στήν Φοινίκη, πού κα­τά τήν εποχή τής πτώσεως τού δευτέρου Κρητικού Πολιτισμού (Μυκηναϊκού) αποτελούσε τού τελευταίου ένα γεωγραφικό τμήμα.

“Οσον άφορά, τέλος, στίς ονο­μασίες τών γραμμάτων τού Ελ­ληνικού αλφαβήτου ύποστηρίζούμε ότι αυτές αρχικά απέδιδαν μόνον τόν ήχο τού φθόγγου (π.ν­ά, μπέ κλπ.) καί αυτό εξηγεί τό γε­γονός ότι στό Λατινικό αλφάβη­το, πού δέν είναι άλλο άπό το Ελληνικό Χαλκιδικό, τά ψηφία ο­νομάζονται μέ αυτό τόν τρόπο.

Ώς γνωστόν τό Ελληνικό αλ­φάβητο κατέστη ενιαίο σέ ολόκληρη τήν Ελλάδα και περιωρισθη στά 24 γράμματα τό 403 π.Χ άπό Αθηναίους  γραμματικούς Πιστεύουμε ότι τούτο έγινε υπο τήν έπίδρασι τών Πυθαγορείων ι­δεών πού είχαν τότε διαδοθή και ότι στήν ίδια περίοδο καθιερώθησαν οί ονομασίες “Αλφα, Βήτα κλπ.

Ό αριθμός 24 (ό όποιος εμφα­νίζεται καί στήν Άποκαλυψι ώς 24 γέροντες), ή κατάταξις τών γραμμάτων σέ 7 φωνήεντα, 8 ήμίφωνα καί 9 σύμφωνα, ή σειρά τών γραμμάτων καί τά ονόματα τους καί τέλος ή αριθμητική τους αξία (α= 1, β = 2, κ = 10 κλπ.) κρύ­βουν, κατά τήν άποψί μας, σέ κωδική μορφή, τήν Πυθαγορική φι­λοσοφία.

Σάν συμπέρασμα, λοιπόν, τό αλφάβητο μας, απόλυτα Ελληνι­κό, άν καί είναι μόνον ένα σύνο­λο 24 σημείων, αποτελεί πολυτιμώτατο κληροδότημα τής Φυλής μας τό οποίο πρέπει νά προστα­τεύουμε μαζί μέ τήν υπόλοιπη πνευματική μας κληρονομιά.

Πρόδρομος Κούρτογλου

 

 

 

ΠΗΓΗ