Καταρρίπτοντας τους μύθους: “Είναι αδύνατο να βιάσεις μια γυναίκα που αντιστέκεται”, “οι αντρικές σεξουαλικές ανάγκες καθιστούν τον βιασμό αναπόφευκτο”, και “το όχι σημαίνει ναι”, επειδή οι γυναίκες “στην πραγματικότητα το θέλουν”.
Της Τζοάννα Μπερκ*
Ορίστε μια σοκαριστική στατιστική: μια στις πέντε γυναίκες φίλες μου κάποια στιγμή στη ζωή τους θα πέσουν θύμα βιασμού. Προστατεύονται ανεπαρκώς από τη νομοθεσία. Εφόσον η νομοθεσία ενάντια στους βιασμούς πλαισιώνεται από μια αρσενική οπτική γωνία, η οπτική του θύματος συχνά αγνοείται, καθιστώντας τον βιασμό απλώς μια πράξη ερωτικής συνεύρεσης με μια γυναίκα που δεν «ανήκει» στον δράστη. Έτσι, οι παντρεμένοι άντρες αυτομάτως γλιτώνουν τις διώξεις που προβλέπει η νομοθεσία περί βιασμού, αν οι πράξεις τους απευθύνονταν στην «ιδιοκτησία τους», δηλαδή στη γυναίκα τους, όσον αφορά στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα μέχρι το 2006 δεν ήταν καν κακούργημα για έναν σύζυγο να βιάζει τη γυναίκα του. Τα εμπόδια, δε, όσον αφορά στη δίωξη στενών φίλων και συγγενών για σεξουαλικές παρενοχλήσεις είναι εξίσου υψηλά, παρά το γεγονός ότι πάνω από τις μισές γυναίκες δηλώνουν θύματα βιασμών από δράστες που ήταν σύντροφοι, μέλη της οικογένειας, ή κάποιος φίλος. Οι σεξουαλικά ενεργές γυναίκες καθίστανται έτσι «κοινή ιδιοκτησία».
Ορίζοντας τον βιασμό
Παρά τα τόσο υψηλά ποσοστά σεξουαλικής βίας, ο κόσμος παραμένει απρόθυμος να μιλήσει γι’ αυτό. Μέρος του προβλήματος είναι το να οριστεί το τι εννοούμε βιασμό ή σεξουαλική βία. Η λέξη «βιαστής»προϋποθέτει έναν άγνωστο που κραδαίνει ένα μαχαίρι ή μήπως ταιριάζει στον ορισμό κι ένας σύζυγος που αρνείται να δεχθεί ένα «όχι»; Μερικοί ερευνητές ορίζουν τη σεξουαλική βία ως «μια σεξουαλική δραστηριότητα στην οποία κανείς γίνεται μάρτυρας ή τη βιώνει και είναι συναισθηματικά συνταρακτική ή ενοχλητική»
Σαφώς αυτός ο ορισμός μπορεί να φαίνεται υπερβολικά ευρύς (ορίζοντάς τον έτσι, σε γενικές γραμμές, έχει κανείς από εμάς αποφύγει τον βιασμό;), αλλά το να απαιτείται ωμή βία, επίσης αποκλείει ξεκάθαρα ένα σύμπαν βιαιότητας (ποιος μπορεί να αρνηθεί την ταλαιπωρία που προκαλείται από τον συναισθηματικό εξαναγκασμό;)
Επίσης, υπάρχει θέμα με το πόσο συχνά υποτιμάται η βλάβη της σεξουαλικής βίας. Πώς μπορούμε να μιλάμε για βιασμό όταν στην πραγματικότητα τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι συμβαίνει -ή τουλάχιστον όχι τόσο συχνά; Οι αποκαλούμενοι «μύθοι περί βιασμού» είναι ευρέως διαδεδομένοι. Οι πιο συχνοί έχουν αυτή τη μορφή: «είναι αδύνατο να βιάσεις μια γυναίκα που αντιστέκεται», «οι αντρικές σεξουαλικές ανάγκες καθιστούν τον βιασμό αναπόφευκτο», και «το όχι σημαίνει ναι», επειδή οι γυναίκες »στην πραγματικότητα το θέλουν”.
Οι μύθοι
Σε γενικές γραμμές πολλοί άνθρωποι στο παρελθόν και σήμερα δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατό να βιάσει κανείς μια γυναίκα αν αντιστέκεται. Συχνά υποστηρίζεται ότι, εκτός αν ο δράστης κατέχει ένα όπλο, η «μέση γυναίκα» θα μπορέσει να τον απωθήσει. Φυσικά, υπάρχει και η ταξική διάσταση στον μύθο αυτό: με τις γυναίκες της εργατικής τάξης να θεωρούνται ως αναγκαστικά «μη- βιάσιμες» (επειδή η βαριά εργασία τους σημαίνει ότι μπορούν να αντισταθούν με μεγαλύτερη επιτυχία) σε σχέση με τις πιο εκλεπτυσμένες αδελφές τους (την επίθεση εις βάρος των οποίων πρέπει σαφώς να την αντιμετωπίσουμε πιο σοβαρά).
Ένας ακόμη πιο ισχυρός μύθος αφορά το γεγονός ότι οι γυναίκες συχνά ψεύδονται για τους βιασμούς. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης, οι υστερικές και νευρωτικές γυναίκες, και οι γυναίκες εν μέσω εμμηνόπαυσης κρίνεται ότι βρίσκονται στην κορυφή των προσβεβλημένων [από σεξουαλική βία]. Οι δημοφιλείς προκαταλήψεις υπολογίζουν ότι περίπου τα μισά από τα θύματα του βιασμού ψεύδονται. Τα στοιχεία όμως λένε το αντίθετο. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, μια σημαντική έρευνα του υπουργείου Εσωτερικών συμπέρανε ότι μόλις το 3% των καταγγελιών περί βιασμού ήταν ψευδείς. Στην πραγματικότητα, εν αντιθέσει με τον ισχυρισμό ότι οι άνδρες κινδυνεύουν να κατηγορηθούν άδικα, είναι πολύ πιο συχνό οι πραγματικοί βιαστές να τη γλιτώσουν. Τουλάχιστον το 75% των βιασμών δεν δηλώνεται ποτέ στην αστυνομία. Στην Ελλάδα, μόλις το 7% των βιασμών που αναφέρονται στην αστυνομία καταλήγουν σε καταδίκη. Είναι χειρότερα στη Βρετανία: έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό καταδίκης από οποιαδήποτε άλλη χώρα με εξαίρεση την Ιρλανδία.
Ο τρίτος μύθος περί βιασμού είναι ότι οι ανδρικές σεξουαλικές ανάγκες τον καθιστούν αναπόφευκτο. Η παραδοχή πίσω από αυτό το επιχείρημα είναι ότι η ανδρική σεξουαλική ορμή απαιτεί μια «διέξοδο», την οποία την αρνούνται, και έτσι ο βιασμός είναι αναπόφευκτη συνέπεια.
Οι γυναίκες «πραγματικά το θέλουν»;
Ο τελευταίος περί βιασμών μύθος αφορά στην πεποίθηση ότι «το όχι σημαίνει ναι» επειδή οι γυναίκες «πραγματικά το θέλουν». Κάθε ένδειξη ότι μια γυναίκα είναι «επιπόλαια» χρησιμοποιείται συνήθως για να αποδείξει ότι αυτή η γυναίκα είναι ανίκανη να εννοεί το ‘όχι’ της. Ακόμη και σήμερα, ο ισχυρισμός ότι πολλά θύματα βιασμού «τον ζήτησαν» ή «τον ήθελαν πραγματικά» ακούγεται συχνά. Στην Βρετανία, μια δημοσκόπηση της ICM πριν από λίγα χρόνια βρήκε ότι μία σε κάθε τρεις γυναίκες που φλέρταραν, ήταν εν μέρει υπεύθυνες αν κατέληγαν θύματα βιασμού, και ότι μία στις τέσσερις γυναίκες πίστευαν ότι οι γυναίκες που φορούσαν σέξι ρούχα ήταν επίσης μερικώς ή εξολοκλήρου υπεύθυνες αν έπεφταν θύματα βιασμού.
Αυτοί οι «περί βιασμών» μύθοι έχουν μεγάλη ισχύ εντός των κοινωνιών μας. Υιοθετούνται από ενόρκους και δικαστές. Πολλοί αστυνομικοί παραμένουν βαθιά αναίσθητοι και δύσπιστοι απέναντι στα θύματα βιασμού. Επειδή η αστυνομία έχει συνηθίσει να εργάζεται σε ένα εγγενώς βίαιο πλαίσιο, συγκινείται λιγότερο από την επιθετικότητα, και δεν καταλαβαίνει ότι μια γυναίκα μπορεί να έχει φοβηθεί. Αν, δε, η καταγγέλλουσα είναι ασυνεπής στον λόγο της ή ασυνάρτητη, τότε η αστυνομία είναι πιθανό να την ενθαρρύνει να αποσύρει τις κατηγορίες.
Στο δικαστήριο, προσδοκάται ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό ανθεκτικότητας από τα θύματα [του βιασμού] από αυτό που απαιτεί ο νόμος. Τα θύματα του βιασμού απαιτείται επιπλέον να επιδεικνύουν μεγαλύτερο βαθμό συνέπειας και συνοχής όσον αφορά στα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιδείξουν, σε σχέση με τα θύματα άλλων βίαιων εγκλημάτων. Το γεγονός ότι πολλά θύματα φυσικά προσπαθούν να παρουσιάσουν τα στοιχεία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αντικρούσουν τους μύθους περί βιασμών (υποτιμώντας για παράδειγμα το πόσο είχαν πιει), χρησιμεύει ως όπλο [εναντίον τους] ώστε το σύνολο της μαρτυρίας να κριθεί ψευδές.
Ως αποτέλεσμα, για την καταγγέλλουσα, η δίκη είναι μια μοναδική ευκαιρία στην οποία τα πάντα κρίνονται. Τα ρούχα της, τα μαλλιά της, η στάση της, ο τόνος της φωνής, όλα είναι υψίστης σημασίας. Ανάγεται σε αυτά που φορά, στο πώς περπατούσε και το πόσο σεξουαλικά ελκυστική είναι. Δεν απορεί κανείς, έτσι, γιατί οι περί βιασμών δίκες έχουν χαρακτηριστεί «τελετές υποβάθμισης» για τα θύματά τους. Λίγες γυναίκες είναι σε θέση να φέρουν το βάρος της υποκριτικής [που απαιτείται].
Τα καλά νέα
Αν αυτό φαίνεται απαισιόδοξο, είναι πολύ σημαντικό να προσθέσουμε ότι η τάση για σεξουαλική επιθετικότητα δεν είναι καθολικό χαρακτηριστικό της αρρενωπότητας. Ένας από τους πιο εξαντλητικούς μύθους για όσους από εμάς επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε πιο ειρηνικούς κόσμους είναι ο ισχυρισμός ότι η σεξουαλική βία είναι αναπόφευκτη. Αλλά ο βιασμός δεν σχετίζεται με την ανδρική βιολογία ή με την εξελικτική κληρονομιά. Ποικίλλει σημαντικά στον γεωγραφικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο, όπως εξηγώ στο ‘Βιασμός: Μια Ιστορία από το 1860 μέχρι το Παρόν (2007)’. Ακόμη και σε ένοπλες συγκρούσεις υπάρχει μεγάλη διασπορά στη φύση και τον βαθμό της σεξουαλικής βίας -με ορισμένες συγκρούσεις να συνοδεύονται από μικρό αριθμό. Πολιτισμοί σεξουαλικής ισότητας, με υψηλά επίπεδα γυναικείας οικονομικής ισχύος, και χαμηλά ποσοστά ένοπλων συγκρούσεων τείνουν να έχουν χαμηλά επίπεδα βιασμών. Οι δράστες της σεξουαλικής κακοποίησης μαθαίνουν πώς να δρουν ως τέτοιοι εντός συγκεκριμένων ιστορικών κοινοτήτων. Τα καλά νέα είναι ότι μπορεί να την «ξεμάθουν» κιόλας.
* Η Τζοάννα Μπερκ είναι καθηγήτρια του Κολεγίου Μπέρμπεκ του Λονδίνου, πολυβραβευμένη ιστορικός, ακαδημαϊκός και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μίνα Κωστοπούλου
Πηγή: avgi.gr