Γράφει ο Ελευθέριος Αναστασιάδης
Το ερέθισμα για να γράψω αυτό το άρθρο, μου το έδωσε ένα ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα ένα βράδυ στην τηλεόραση και το οποίο εξέταζε τις διάφορες ‘θεωρίες συνομωσίας’ γύρω από τη δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ ΄Τζακ’ Κένεντι. Το ντοκυμαντέρ έθετε τα ακόλουθα ερωτήματα: ‘ποιοι ήταν οι εντολείς της δολοφονίας;΄, ‘Ήταν ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ αυτός που πυροβόλησε ή όχι;’,  ‘Υπήρξαν συνεργοί;’, ‘Ποιοι ωφελήθηκαν από τη δολοφονία;’ κλπ… Παρακολουθώντας αυτό το ντοκιμαντέρ, μου ήλθε στο μυαλό μια φράση που ο απλός κόσμος παλαιότερα συνήθιζε να λέει όταν ήθελε να μεταφέρει στους γνωστούς του μία σημαντική είδηση: «Μα καλά, δεν το διαβάσατε στις εφημερίδες;».
Πράγματι, σε αυτό το άρθρο δεν θα χρησιμοποιήσω την εκτεταμένη βιβλιογραφία και αρθρογραφία που ασχολείται με την δολοφονία του Αμερικανού προέδρου το 1963. Θα κάνω κάτι πιο απλό, θα παραθέσω μόνο δύο κείμενα από κάποιες μεγάλες και έγκριτες εφημερίδες και ο καθένας μετά μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
 
Η γνωστή ισραηλινή εφημερίδα ‘Jerusalem Post’, το Μάρτιο του 2010, δημοσίευσε ένα άρθρο υπό τον τίτλο When Ben-Gurion said no to JFK (ελ. Όταν ο Ben-Gurion είπε όχι στον Κένεντι). Το άρθρο εξιστορεί την κρίση που υπήρξε μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60, εξαιτίας του μυστικού προγράμματος για την κατασκευή της ατομικής βόμβας από μέρους του Ισραήλ. Ο δημοσιογράφος λοιπόν αναφέρει τα εξής: «Όταν το 1961 ο Πρόεδρος Κένεντι ανέλαβε τα καθήκοντά του, η διαφωνία έχει μεταβληθεί σε πραγματική κρίση. Ο Κένεντι δεν ήταν εχθρικός, αλλά δεν είχε και καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για τον εβραϊκό λαό. Οι σύμβουλοί του είχαν ζητήσει τη συνέχιση της πίεσης, υποθέτοντας ότι το Ισραήλ δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να δεχτεί τα αιτήματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε κάθε συνάντηση ή επικοινωνία υψηλού επιπέδου επαναλάμβανε το αίτημα για την επιθεώρηση της Ντιμόνα [όπως χάριν συντομίας λέγεται το Κέντρο Πυρηνικής Έρευνας στην Έρημο Νegev]. Μία μορφή πίεσης ήταν να αρνηθεί στον Ben Gurion μία πρόσκληση στο Λευκό Οίκο. (…) Στο τέλος, ο Κένεντι κουράστηκε και σε μία προσωπική επιστολή, στις 18 Μαΐου του 1963, ο πρόεδρος προειδοποίησε ότι αν οι Αμερικανοί επιθεωρητές δεν έπαιρναν την άδεια για να εισέλθουν στη Ντιμόνα (που σήμαινε και το τέλος όλων των στρατιωτικών δραστηριοτήτων), το Ισραήλ θα βρισκόταν εντελώς απομονωμένο. Αντί απάντησης, ο Ben Gurion παραιτήθηκε ξαφνικά. (…) Ο διάδοχος του Ben-Gurion, ο Levi Eshkol έλαβε το επόμενο γράμμα του Κένεντι. Ο τελευταίος κλιμάκωσε την πίεση, προειδοποιώντας ότι η αμερικανική δέσμευση και υποστήριξη του Ισραήλ θα μπορούσε να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο».
Με τυφέκιο και μαρξιστικές εφημερίδες
Και τώρα ερχόμαστε στο δολοφόνο του Τζον Κένεντι, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, έναν πρώην πεζοναύτη με ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά και αριστερών πεποιθήσεων, ο οποίος πριν τη δολοφονία του Kένεντι βρισκόταν στη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας το παρανοϊκό σκεπτικό του και τις φαντασιώσεις του για τη μελλοντική κομμουνιστική επανάσταση.
Εδώ καλό θα είναι να κάνουμε μια παρένθεση και να αναφέρουμε πως ο Όσβαλντ, αν και συχνά παρουσιάζεται ως ‘θύμα’, δεν ήταν ‘πρωτάρης’ στις απόπειρες δολοφονίας με τυφέκιο με σκόπευτρο. Επτά μήνες πριν τη δολοφονία του Κένεντι, είχε προσπαθήσει να σκοτώσει εναν δεξιό πολιτικό και στρατηγό του αμερικανικού στρατού, τον Edwin A. Walker. Ο λόγος για την απόπειρα δολοφονίας ήταν οτι, όπως εξήγησε σε γράμμα του, ο Walker ηγούταν «φασιστικής οργάνωσης». Η δολοφονία απέτυχε επειδή η σφαίρα έχασε το στόχο της για μερικές ίντσες.
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Η εβραϊκή εφημερίδα της Νέας Υόρκης Forward, σε ένα άρθρο της υπό τον τίτλο Lee Harvey Oswald and the Jews  γράφει: «…οι πιο σημαντικοί Εβραίοι στη ζωή του Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ [στη Ρωσία] ήταν ο Alexander και η Alexandra Ziger και οι κόρες τους Eleonora και Anita. (…) Πολλά από τα πρόσωπα με τα οποία ο Όσβαλντ εργαζόταν, στο πειραματικό τμήμα του εργοστασίου ραδιοφώνων στο Minsk, ήταν εν μέρει Εβραίοι. Και υπάρχει επίσης μια αόριστη νύξη στα γραπτά του Όσβαλντ ότι ήθελε να ανήκει σε αυτή την κοινότητα, στο βαθμό που θα μπορούσε κανείς να πει ότι επρόκειτο για εβραϊκή κοινότητα σε μία χώρα που επίσημα ήταν άθεη. Του άρεσε η αίσθηση της οικογένειας και οι Zigers τον καλούσαν συχνά σε δείπνο. Ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ θαύμαζε την ευφυΐα και την κουλτούρα του Alexander Ziger.»
Ο Ziger στα δεξιά με το ποτήρι στο χέρι
Όμως ποιός ήταν αυτός ο Alexander Ziger ο οποίος είχε θέσει υπό την προστασία του και την ‘οικογενειακή του αγάπη’, τον ψυχικά διαταραγμένο Όσβαλντ; Ο Alexander Romanovich Ziger (ή Zagier ή Zeger) ανήκε σε μια εκτενή εβραϊκή οικογένεια εκ Πολωνίας που είχε δώσει πράκτορες στις μυστικές υπηρεσίες της Ανατολής αλλά και της Δύσης. Ο ίδιος ο  Alexander Ziger δούλευε για τη CIA ή την KGB ή πιθανόν και για τις δύο ταυτόχρονα. Ενώ ένας David D. Zagierσυνεργάστηκε με το OSS και εν συνεχεία με τη CIA. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε, πως πρόκειται για έναν οικογενειακό κλάδο που είχε απλώσει τα παρακλάδια του σε Ανατολή και Δύση,  έτσι ώστε να μπορεί να είναι ‘και με τον αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ’,  αποκτώντας έτσι τις πληροφορίες και τις διασυνδέσεις που θα ήταν χρήσιμες για την προώθηση των εθνοφυλετικών του συμφερόντων.
Η σοβιετική ζωή του Όσβαλντ άρχισε κοντά σε έναν Πολωνό-Εβραίο, ενώ η αμερικανική ζωή του τελείωσε από έναν Πολωνό-Εβραίο, τον Jack Leon Ruby (Jacob Leonard Rubenstein), το δολοφόνο του… δολοφόνου. ‘Ηταν αυτή η φιγούρα του υποκόσμου, που πυροβόλησε και σκότωσε τον Όσβαλντ, στις 24 Νοέμβριου του 1963. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε τα κίνητρα του Ruby τα οποία γίνονται κατανοητά από μια  αξιοθαύμαστη θεατρινίστικη παράσταση που είχε δώσει λίγο πριν σκοτώσει τον Όσβαλντ: «Οι δύο αδελφές του Ruby θυμούνται συχνά την αγωνία του για τη δολοφονία του Κένεντι. Ο Ruby έκλαιγε, έβριζε τον Όσβαλντ και δόξαζε τον Πρόεδρο και τη δύστυχη γυναίκα του και φοβόταν ότι το φταίξιμο για τη δολοφονία θα αποδιδόταν στους Εβραίους εξαιτίας μιας αγγελίας που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Dallas Morning News. Πήγε λοιπόν στην αστυνομία, χώθηκε ανάμεσα στους δημοσιογράφους, έδωσε συμβουλές στους ρεπόρτερ, τους μοίρασε  ένα σωρό σάντουιτς [!], τους εξέφρασε τον πόνο του για ότι συνέβη και τους εξέθεσε τις συνέπειες που θα είχε, σύμφωνα με αυτόν, η πράξη του Όσβαλντ για την εβραϊκή κοινότητα…».
O Jack Ruby με…’φίλες’…
Τίθεται ασφαλώς το ερώτημα, γιατί ο Ruby είχε αυτές τις ανησυχίες όσον αφορά τη δημοσίευση της εφημερίδας Dallas Morning News, δημοσίευση που έγινε λίγες ημέρες πριν την δολοφονία του Προέδρου. Η απάντηση είναι απλή, διότι η αγγελία εναντίον του Κένεντι είχε πληρωθεί από τον ιουδαϊκής καταγωγής Bernard Weissman. O Weissman ήταν ένας ‘ακροδεξιός’ και ‘αντί-κομμουνιστής’ ακτιβιστής, ο οποίος στην αγγελία κατηγορούσε τον Κένεντι ως φιλο-κομμουνιστή.
Εδώ, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, θα πρέπει να αναφέρουμε το εξής. Τη δεκαετία του ’60, η θεωρία ότι υπήρχε μια άριστα οργανωμένη κομμουνιστική συνομωσία εναντίον των ΗΠΑ και πως πολλά μέλη του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού εργάζονταν για αυτήν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των δεξιών κύκλων στις ΗΠΑ. Η θεωρία αυτή, αν εξαιρέσουμε κάποιες χονδροειδείς υπερβολές (καρπός του ψυχροπολεμικού κλίματος της εποχής), αργότερα αποδείχθηκε πως ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια ακόμα ‘θεωρία συνομωσίας’. Ωστόσο, ο Κένεντι, παρά τις προοδευτικες του απόψεις, δεν δείχνει να υπήρξε ποτέ ενεργό μέλος αυτής της συνομωσίας.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, ας θυμηθούμε πως τα μεγάλα και καλοστημένα ψεύδη πάντα εμπεριέχουν ψήγματα αλήθειας, έτσι ώστε να γίνονται ευκολότερα πιστευτά. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την τυπική στρατηγική του αποπροσανατολισμού, της παραπληροφόρησης και της σύγχυσης…
Μετά το θάνατο του Κένεντι, ανέλαβε καθήκοντα ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έγινε ο πιο φιλο-Ισραηλινός πρόεδροςπου είχε υπάρξει στις ΗΠΑ μέχρι εκείνη την εποχή. Το γιατί ο Τζόνσον ήταν τόσο φιλοισραηλινός και έφθασε και στο σημείο να συγκαλύψει και την επίθεση στο αμερικάνικο πλοίο Liberty ίσως εξηγείται από μια ενδιαφέρουσα θεωρία που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Όπως και να έχει, η προεδρία του Τζόνσον ήταν σημείο καμπής για τις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις και ασφαλώς ‘θείο δώρο’ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ.
Συμπέρασμα:
To «Μα καλά, δεν το διαβάσατε στις εφημερίδες;» είναι μία φράση που, μερικές φορές, μας βοηθά πολύ…