«Η εξουσία τείνει να διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα», σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Βρετανού ιστορικού Lord Acton (1834-1902). Οι έννοιες εξουσία και κράτος είναι για πάρα πολλούς Ελληνες πολίτες παρεξηγημένες και συγχρόνως άγνωστες σε πολλούς “μνηστήρες” της διαχείρισής τους, πολιτικούς “άνδρες”…
Στις θεσμικές διασφαλίσεις μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας περιλαμβάνονται τόσο οι νομικοί κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος (το Σύνταγμα) όσο και ο διαχωρισμός των εξουσιών, ώστε να διασφαλίζεται ο αλληλοέλεγχός τους.
Οι εξουσίες στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η νομοθετική εξουσία, η δικαστική εξουσία και ή εκτελεστική εξουσία.
Έτσι, για τον αποκλεισμό του ενδεχόμενου αυθαιρεσίας, κατά την άσκηση της εξουσίας, οι θεωρητικοί (νομοθέτες), κατέληξαν, για άλλη μια φορά, αφενός στη θεσμοθέτηση ενός συστήματος κανόνων (Σύνταγμα), αφετέρου στη διάκριση των εξουσιών.
Δηλαδή, οι τρεις πόλοι εξουσίας, οι τρεις βασικές λειτουργίες του πολιτεύματος, πρέπει να είναι διαχωρισμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους, να είναι διακριτές η μία από την άλλη.
Αυτός ο θεσμικός διαχωρισμός της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας προστατεύει από την αυθαιρεσία των εξουσιών.
Στο πρώτο άρθρο περί σύνταξης της πολιτείας, στο άρθρο 26 του Ελληνικού Συντάγματος, αναφέρεται ότι:«Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική λειτουργία από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα Ελληνικά Δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων, εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού».
Όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό από την περιγραφή της διάκρισης των εξουσιών, αυτός ο διαχωρισμός δεν υφίσταται στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, πολύ δε περισσότερο στην “Ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία”.
Και δεν είναι ότι προβλέπεται, αλλά δεν εφαρμόζεται λόγω στρέβλωσης του συστήματος,δεν προβλέπεται κάν !!!
Δηλαδή, στο ίδιο το Σύνταγμα δεν υπάρχει ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, η δικαστική εξουσία διαχωρίζεται, αν και όχι πλήρως, από τις άλλες δύο, η νομοθετική και η εκτελεστική διαχέονται η μία μέσα στην άλλη, αλλά δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός.
Επί της ουσίας, τώρα, η Βουλή και η κυβέρνηση είναι περεταίρω συνδεδεμένες αφού η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής προέρχονται από το ίδιο κόμμα ή κομματικό συνασπισμό.
Το Σύνταγμα επιτρέπει κάτι τέτοιο, μη απαγορεύοντάς το (κακώς κατά την ταπεινή μου άποψη).
Σε αυτό το άρθρο μου, θα ασχοληθώ (κατά το δυνατόν, λόγω χώρου), με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, μιάς και αυτές, εν πολλοίς, σήμερα είναι “υπεύθυνες”, για αυτό το “χάλι” της χώρας.
Είναι ενδεικτικό ότι τα νομοσχέδια προτείνονται από την κυβέρνηση προς τη Βουλή. Κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση νομοθετεί και η Βουλή, απλώς επικυρώνει. Άρα, η κυβέρνηση από εκτελεστική εξουσία γίνεται και νομοθετική, και η νομοθετική, αναγορεύεται σε διακοσμητική εξουσία.
Αυτό το “έργο” το έχουμε δεί πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια με την κυβέρνηση ΓΑΠ και την κυβέρνηση Λ.Παπαβενιζέλου.
Η επίκληση της εσωκομματικής πειθαρχίας προς τους βουλευτές από τον πρωθυπουργό, όταν πρόκειται να ψηφιστεί κάποιο σημαντικό και αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο, είναι άλλη μια απόδειξη παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Αυτός είναι και ο λόγος που η Βουλή δεν μπορεί να ελέγξει την κυβέρνηση σε καμία περίπτωση, απλά επικυρώνει αποφάσεις της, με αποτελέσματα δυστυχώς δυσάρεστα για την πατρίδα μας.
Κάθε φορά κατά την οποίαν ο πρωθυπουργός της χώρας επικαλείται “κομματική πειθαρχία” για την ψήφιση νομοσχεδίου παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ουσιαστικά επιβάλλει την “βούλησή” του στην βουλή των Ελλήνων.
Κατά αυτόν τον τρόπο ευνουχεί και αφαιρεί απο την νομοθετική εξουσία τόν συνταγματικό της ρόλο, καταστρατηγεί την ουσία της δημοκρατίας μας.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, όλο το παιχνίδι της εξουσίας και της πολιτικής στο σύστημα της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας, παίζεται ακριβώς εκεί που “κατασκευάζονται” οι νόμοι, την κυβέρνηση (δηλ. τον πρωθυπουργό-πρόεδρο του κόμματος).
Η οποία, αντί για εκτελεστική εξουσία , παρανόμως και αντισυνταγματικά αντικαθιστά και την νομοθετική εξουσία, ελέγχοντας ουσιαστικά, και την δικαστική μέσα από τον ορισμό της “κεφαλής” της, τον λεγόμενο “πολιτικό έλεγχο”.
Επομένως εν κατακλείδι, η κυβέρνηση δηλαδή ο πρωθυπουργός-πρόεδρος, ελέγχει απολύτως τίς τρείς θεσμικές λειτουργείες της κοινοβουλευτικής μας “δημοκρατίας”, εάν αυτό λέγεται “δημοκρατία” και όχι πρωθυπουργοκρατία ή άλλως “μοναρχία με επίφαση δημοκρατίας”.
Πολλές φορές εδώ και δύο χρόνια έχω αρθρογραφήσει με ανάλογα θέματα και αντίστοιχους προβληματισμούς, αγγίζοντας τα όρια του συστήματος, όμως είναι η πρώτη φορά κατά την οποίαν νοιώθω την ανάγκη να “φωνάξω” πρός τούς πολιτικούς μας, “ φτιάξτε το κράτος, ακολουθήστε απλούς κανόνες δημοκρατίας, μεταρρυθμίστε αυτό το στρεβλό μόρφωμα της τελευταίας 35ετίας, φτιάξτε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και κοινωνικής αλληλεγύης”.
Χωρίς νόμους περί ευθύνης υπουργών, και περί “…έσχες”, χωρίς νόμους εξυπηρέτησης συντεχνιακών συμφερόντων, πολλάκις δε και πολιτικών, κτλ.
Μην μας κοροιδεύετε πιά, είναι κρίσιμη ευκαιρία τώρα να “στηθεί” ένα κράτος σωστό και παραγωγικό, κατά τα ευρωπαικά πρότυπα.
Είναι χρυσή ευκαρία να οργανώσουμε ένα σύγχρονο κράτος. Και όταν λέμε σύγχρονο δέν εννοούμε διαρθρωμένο έτσι, ούτως ώστε να εξυπηρετεί μιά “κάστα” ολίγων ανθρώπων, αλλά να εξυπηρετεί την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων Ελλήνων πολιτών.
Η μόνη εγγυητική λειτουργία σήμερα, σε αυτό το κράτος, είναι το θεσμικό πλαίσιο της διακαστικής εξουσίας, είναι η Δικαιοσύνη. Η δικαστική εξουσία διατηρεί σχετικά, την αυτονομία και ανεξαρτησία της σε όλα τα θεσμικά επίπεδα.
Η αναγκαιότητα νέου συντάγματος στην χώρα, είναι πλέον “εμφανής δια γυμνού οφθαλμού”, αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα, περισσότερο απο κάθε άλλη φορά.
Οι Ισλανδοί, αφού αρνήθηκαν να χρεωθούν τις «τοξικές» επενδύσεις και να αποζημιώσουν τις αγγλικές και ολλανδικές τράπεζες, συμμετέχουν στη σύνταξη του νέου Συντάγματός τους, για μεγαλύτερη διαφάνεια και ανάληψη ευθύνης από τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες.
Το ισχύον Σύνταγμα της χώρας έχει αλλάξει επτά φορές μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τη Δανία το 1944, ωστόσο οι βασικές του αρχές δεν έχουν αλλάξει από το 1874.
Εδώ και δύο χρόνια είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες για την αναθεώρησή του, ενώ η δημόσια διαβούλευση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 2011, όταν ανέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του το “Συνταγματικό Συμβούλιο”, μια 25μελής ομάδα πολιτών που εξελέγησαν άμεσα από το λαό και διορίστηκαν από τη Βουλή να μελετήσουν και να παρουσιάσουν το νέο νομοθέτημα.
Στο κείμενο ρυθμίζονται, με μεγάλη λεπτομέρεια, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, στίς οποίες, εισάγονται καινούργια στοιχεία, όπως λόγου χάρη το γεγονός, πως μια πρόταση μομφής εναντίον του πρωθυπουργού (οι πρωθυπουργοί εκλέγονται από το Κοινοβούλιο) θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από εισήγηση για το πρόσωπο που θα τον αντικαταστήσει.
Αναφέρεται ακόμη ότι κανένας υπουργός δεν μπορεί να παραμείνει στο ίδιο αξίωμα για περισσότερα από 8 χρόνια, ενώ όποιος γίνεται μέλος της κυβέρνησης θα πρέπει αυτομάτως να εγκαταλείπει τη βουλευτική του ιδιότητα.
Δεν συνάδει πολιτικά και θεσμικά η ιδιότητα του βουλευτή (νομοθέτική εξουσία) με το αξίωμα του υπουργού (εκτελεστική εξουσία).
Το νέο Σύνταγμα αναγνωρίζει την υποχρέωση της Ισλανδίας να μετέχει σε διεθνείς Οργανισμούς και να υπακούει στους κανόνες τους, ορίζει όμως ρητά ότι στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο θέλει να επικυρώσει συνθήκη από την οποία θα απορρέει μεταβίβαση της κυριαρχίας σε οποιονδήποτε Οργανισμό, ο μόνος αρμόδιος για να λάβει αυτή την απόφαση θα είναι ο λαός μέσω δημοψηφίσματος.
Καθημερινά οι 25 πολίτες, και μέχρι τις 29 Ιουλίου 2011, δέχονταν τα σχόλια και τις προτάσεις των συμπατριωτών τους μέσω ίντερνετ, που έφτασαν τις 3.500 προτάσεις. Το τελικό κείμενο παραδόθηκε στο Κοινοβούλιο και θα υποβληθεί σε δημοψήφισμα πριν επικυρωθεί.
Τα 9 κεφάλαια και 114 άρθρα, που απαρτίζουν το νέο Σύνταγμα διέπονται από διάθεση για μεγαλύτερη λαϊκή συμμετοχή, διαφάνεια και ανάληψη ευθύνης, από τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες.
Στην Ελλάδα το σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια θεμελιώθηκε ρητά στο Σύνταγμα του 1975 και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 4 και 87 παρ. 2.
Το γιατί μέχρι σήμερα στην χώρα μας δεν υπάρχει “συνταγματικό δικαστήριο”, ας αναρωτηθούν οι Έλληνες πολίτες, όταν όλες ή σχεδόν όλες, οι Ευρωπαικές χώρες διαθέτουν. Γιατί το ΠΑΣΟΚ αρνήτω, δια του ΓΑΠ, την δημιουργία του ;;;
Ουδείς απο το πολιτικό προσωπικό αυτής της χώρας, της δικής μας πατρίδας, όμως, ασχολείται σοβαρά, δεν τούς ενδιαφέρει ή δεν γνωρίζουν, καί στίς δύο περιπτώσεις όμως το “κακό” είναι μεγάλο για τον τόπο.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, στις οποίες εξάλλου επαφίεται η απόφαση περί ίδρυσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου, οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και ενόψει των ολοένα αυξανόμενων διεθνών και Εθνικών προκλήσεων να έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με το ίδιο τους το παρελθόν.
Η εθνική κυριαρχία χάνεται, η απειλή είναι συνολική για την ύπαρξη της Ελλάδας, το χάος ενεδρεύει πλέον, σε όλα τα επίπεδα.
Ετσι, στην ουσία, η «εθνοσωτήριος» κυβέρνηση των κ.κ.Λ.Παπαδήμου-Ε.Βενιζέλου-Α.Σαμαρά, περιφρονεί βαθύτατα τον ελληνικό λαό, που υποτίθεται ότι, ερήμην του και με την πλήρη διαφωνία του, σώζει.
Οι κ.κ. Λ.Παπαδήμος, Ε.Βενιζέλος, Α.Σαμαράς, και οι συν αυτώ, οφείλουν να ζητήσουν ευθέως και άμεσα, από τον ελληνικό λαό να τους δώσει την άδεια να κυβερνήσουν, έξω από τα όρια της “κανονικότητας”, και να σταματήσουν να το πράττουν εκ κρυπτώ και στα όρια της συνταγματικής τάξης.
Διαφορετικά οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε επικίνδυνους “ατραπούς” με πορεία, πολύ φοβούμαι, μη αναστρέψιμη.
Η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ άλλωστε, όπως και όλοι οι νεοφιλελεύθεροι της Ευρώπης, θέτουν πλέον ρητά, κατηγορηματικά, και ανοιχτά το ζήτημα των “εκτάκτων εξουσιών” για τη συνέχεια, και μάλιστα με πολύ πιο επικίνδυνο τρόπο, απαιτούν να εκχωρηθούν χωρίς καμμία νομική και θεσμική κάλυψη και μάλιστα, απευθείας σε ξένους.
Οδηγούμεθα στο θάνατο της “Ελληνικής δημοκρατίας”, που κανείς και για κανένα λόγο δεν έχει δικαίωμα να τη σκοτώσει!!!
Κάποιοι αυτήν την στιγμή στον τόπο μας γίνονται ακόμη πλουσιότεροι, εκμεταλλευόμενοι καταστάσεις, παρακολουθώντας την βίαιη και ανάλγητη φτωχοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας, όταν το “επίσημο” κράτος αδυνατεί να ελέγξει ή μερικές φορές το ίδιο υποθάλπτει, αυτό το φαινόμενο.
Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση της χώρας, δεν συμμετέχουν “ανάλογα” και “δίκαια” όλοι οι Έλληνες πολίτες.
Τό “μάρμαρο” για να “βγούμε” απο την κρίση, το πληρώνουν οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών τους, τα συνήθη “υποζύγια” του Ελληνικού κράτους, οι εργαζόμενοι.
Είναι άδικο !!!