Από το βιβλίο «Εχθρός του Λαού», η σταυρική πορεία του Αγίου Νεομάρτυρα π. Παύλου Ανσίμωφ (1891-1937), εκδόσεις «Αρχονταρίκι», 2015, σελ. 183-193 (δες κι εδώ).
Ο π. Παύλος Ανσίμωφ ήταν Ρώσος Ορθόδοξος κληρικός που διώχθηκε και μαρτύρησε από το Σοβιετικό Καθεστώς ως «εχθρός του λαού».

Η ζωή στα περίχωρα της Μόσχας έσβηνε νωρίς… Τη νύχτα στρίγγλιζαν τα νυκτερινά βαγόνια του τραμ…Υπήρχαν όμως οικογένειες για τις οποίες ο ερχομός της νύχτας σήμαινε την αρχή της φρίκης. Όπως φάνηκε αργότερα, οι οικογένειες αυτές ήταν απίστευτα πολλές. Σκοτεινά έργα, σκοτεινή ώρα. Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ιανουάριός, είναι οι μήνες με τις μεγαλύτερες νύχτες το χρόνο. -Το σκοτάδι διαρκεί πάρα πολύ. Τα βράδια κανείς δεν έβγαινε από το σπίτι, ακόμη κι αν δεν είχε το σπίτι θέρμανση. Ήσυχα, τουρτουρίζοντας από το κρύο, έπαιρναν το βραδυνό τους με το φώς μιας λάμπας από κηροζίνη. Και όσοι είχαν ηλεκτρικό προσπαθούσαν να κάνουν οικονομία. Πολλές οικογένειες ζούσαν με την αγωνία. Θα ’ρθουν απόψε; Κάθε θόρυβος από κάποιο αυτοκίνητο, ένα παράθυρο, κάποιο γαύγισμα ενός σκυλιού δημιουργούσε αναστάτωση. Όταν πια η ώρα πήγαινε πέντε, ή έξι το πρωί πήγαιναν να κοιμηθούν. Και αυτό το πράγμα γινόταν κάθε νύχτα για χρόνια.

Τι τρομερές νύχτες! Συνήθως μετά τα μεσάνυχτα γίνονταν οι επιδρομές της μυστικής αστυνομίας. Ακουγόταν ένα αυτοκίνητο και όλη η γειτονιά σηκωνόταν στο πόδι. Άρχιζε το χτυποκάρδι.«Μήπως ήλθε η σειρά μας;» Οι άνθρωποι της N.K.V.D.κατευθύνονταν σε κάποιο σπίτι. Κάποιον συνελάμβαναν. Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ακούγεται μέσα στη νύχτα. ‘Ένας ακόμα αθώος οδηγείται στο θάνατο ή στο γκουλάγκ. Οι πιθανότητες να γυρίσει ζωντανός είναι μηδαμινές.

Εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου, το οποίο θυμάμαι μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, δεν γινόταν κάτι το ιδιαίτερο. Όλα ήταν ειρηνικά, ήσυχα, ήρεμα. Και ξαφνικά, σ’ αυτή την τέλεια νυχτερινή σιγή, ακούσαμε ένα βούισμα, ο θόρυβος μιας μηχανής. Πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Αγωνία μέσα στο σπίτι. Άραγε θα προσπεράσει; Όχι. Σταμάτησε, έσβησε η μηχανή, είναι για μας. Χτύπησαν την πόρτα, έκαναν την έρευνα, συνέλαβαν τον πατέρα. Ήταν η τέταρτη σύλληψη. Καμιά λογική δεν υπήρχε. Φαίνεται πως στην κληρωτίδα του λαχείου της N.K.V.D., όπου έριχναν την τύχη των ναών, μοναστηριών, ιερέων, μοναχών και γενικά κάθε ανθρώπου που τολμούσε να σηκώσει το δεξί του χέρι και να κάνει το σταυρό του, σ’ αυτή λοιπόν την κληρωτίδα, μάλλον βγήκε πάλι το νούμερο του π. Παύλου.

Ήξερε πως θα τον οδηγήσουν πάλι στους ατέλειωτους διαδρόμους, στις ανακρίσεις στο θάλαμο των κρατουμένων. Ήξερε ότι οι συγκρατούμενοι θα του άρπαζαν τα πράγματά του και θα του δώσουν χώρο να μείνει δίπλα στον κουβά – αποχωρητήριο. Περισσότερο όμως τον ανησυχούσε η οικογένειά του και οι ενορίτες του. Θα έμεναν και πάλι ορφανοί. Σκεφτόταν την πρεσβυτέρα του πού ζούσε μέσα στην αγωνία. Πάντα είχαν έτοιμο το δέμα με παξιμάδια και χοντρά ρούχα. Και μετά από κάθε σύλληψη έτρεχε στις φυλακές, περίμενε στις ουρές για να μάθει κάτι για τον άντρα της.

Σκεφτόταν επίσης και την πρώτη τους εγγονή, την οποία γέννησε η αγαπημένη τους κορούλα και πρόλαβε και την βάπτισε και ευλόγησε τα βήματά της. Που θα οδηγήσουν τα βήματά της σ’ αυτόν τον κόσμο πού βγάζει τόση κακία;

Η ψυχή του πονούσε για τον γιό του. Ήταν ο τρίτος γιος, οι δύο άλλοι πέθαναν μικροί. Αυτός ο τρίτος γιός έτρεμε από το φόβο του την πρώτη φορά που τον συνέλαβαν. Τη δεύτερη φορά έτρεξε στους τσεκίστες και φώναξε:

– Θείε, μην πιάσετε τον μπα

μπά, μην τον πάρετε. Ο αστυνομικός εκείνη την ώρα έψαχνε κάτι στον μπουφέ, βρήκε ένα ψεύτικο παιχνίδι – πιστόλι και του απάντησε:

– Έ, έχεις βλέπω και πιστόλι εδώ πέρα, πάρ’ το και σκότωσέ με.

– Θειε, είναι ψεύτικο, παιγνίδι είναι.

– Ά, αν δεν ήταν ψεύτικο τι θα γινόταν πες μου.

Και ή πρεσβυτέρα έπιασε το παιδί της, το έσφιξε στην αγκαλιά της και του είπε:

– Μη, μη παιδάκι μου, μη μιλάς.

Αυτή την τέταρτη φορά που συνέλαβαν τον π. Παύλο, ο μικρός γιος δεν μιλούσε καθόλου. Ήταν μία σκληρή σιωπή. Τι να σκεφτόταν ο π. Παύλος; Που θα οδηγήσει αυτό το παιδί η ζωή; Το παιδί ήδη βρίσκεται στην εφηβεία. Τι δοκιμασίες θα επιτρέψει ο Θεός; Θα αντέξει; Η ελπίδα είναι τα παιδιά μου. Η πρεσβυτέρα έχει χάσει τη δύναμή της. Δεν σκεφτόταν τι θα γίνει με τον ίδιο. Το παιχνίδι το ήξερε καλά. Σε ρίχνουν στο θάλαμο και κάποιο μέρες δεν σε καλούν σε ανακρίσεις. Δεν σε ενοχλούν, απλώς σε κρατάνε. Αυτή η κουραστική αδράνεια σου δημιουργεί μια νευρικότητα. Αγωνιάς, προβληματίζεσαι, αναρωτιέσαι. Γιατί με συνέλαβαν; Σε τι έφταιξα; Γιατί συνέλαβαν εμένα και όχι τον άλλον; Έπρεπε να μου πουν, να με καλέσουν, να μου εξηγήσουν… Γιατί δεν με καλούν, με ξέχασαν;

Όταν ανοίγει η πόρτα κι επιτέλους σε φωνάζουν τότε σηκώνεσαι γρήγορα, τρέχεις να δεις τι θα γίνει. Οι φρουροί σε οδηγούν στ ανακριτικό γραφείο κι εκεί όρθιο, ώρες ολόκληρες σε ανακρίνουν. Σε απειλούν, σε χτυπούν, σε βασανίζουν σωματικά και ψυχικά. Μάταια προσπαθείς να δικαιολογηθείς, να αποδείξεις ότι είσαι αθώος. Για τη N.K.V.D. η ανάκριση δεν γίνεται για να αποδείξεις την αθωότητά σου, αλλά για να παραδεχτείς την ενοχή σου!

Φόρτωσαν τον π. Παύλο στο «μαύρο κόρακα». Δεν τον πήγαν στις φυλακές Μπουτύρκι, αλλά στη φοβερή Λουμπιάνκα. Τον έριξαν μέσα στο θάλαμο που ήταν ασφυκτικά γεμάτος από κρατούμενους. Ο θάλαμος τον χαιρέτησε μ’ ένα βουητό, μόλις είδε έναν παπά. Του έδειξαν και τη θέση του: δίπλα στον κουβά – αποχωρητήριο. Του είπαν ότι η θέση αυτή ήταν ιδιαίτερα τιμητική γι’ αυτόν! Μέχρι να φτάσει εκεί του άρπαξαν και τα πράγματα, τα παξιμάδια, τη ζάχαρη, τα ρούχα που του είχε δώσει η πρεσβυτέρα. Του άφησαν μόνο το πουλόβερ. Μέσα στο τσεπάκι είχε βάλει ένα μικρό σακουλάκι από άγιο άρτο.

Πέρασε ολόκληρη μέρα, πέρασε και δεύτερη, κανένας δεν τον κάλεσε. Αυτό σημαίνει ότι θα επαναληφθεί η ίδια ιστορία. Κουραστική αναμονή, ανακρίσεις, ερωτήσεις. Τα κόκκαλά σου θα πονάνε, η γλώσσα σου δεν θα μπορεί να προφέρει λέξεις, από τα χείλη και από τα μουστάκια θα τρέχει αλμυρός ιδρώτας κι ένα μείγμα αίματος και δακρύων κι εσύ θ’ ακούς συνέχεια το ίδιο: «συμφωνείτε;». Είτε πεις ναι είτε πεις όχι είναι το ίδιο. Γι’ αυτούς είσαι ένοχος.

Έγινε η πρώτη και η δεύτερη ανάκριση. Άντεξε. Ήταν ανακρίσεις με… δημοκρατικότατες διαδικασίες. Με χτυπήματα και βασανιστήρια . Έχασε κάποια δόντια από τις γροθιές. Αλλά και όσα δόντια του έμειναν κουνιούνται. Το σώμα του γεμάτο πληγές και μελανιές. Δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, κάπου θέλει να ακουμπάει. Αναπνέει με δυσκολία και νιώθει σα ζαλισμένος. Και οι ανακριτές να ρωτάνε για συνομωσίες κατά της Σοβιετικής εξουσίας, για αντισοβιετική προπαγάνδα, για κατασκοπεία.

Στο θάλαμο ξέρουν τα πάντα. Ποιόν και που θα στείλουν, ποιόν θα πάνε για εκτέλεση, ποιόν θα στείλουν στις φυλακές, στην εξορία, στα στρατόπεδα, τι χαρακτήρα έχει ο ανακριτής, πως θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι στην ανάκριση. Από που μαθαίνουν οι κρατούμενοι όλες αυτές τις πληροφορίες, κανείς δεν ξέρει. Τώρα μάθαμε ότι εκτός από τούς παλιούς τρόπους τιμωρίας, φυλακή, εξορία, στρατόπεδο, καταναγκαστικά έργα, βρήκαν μια καινούργια μέθοδο καταπίεσης των εχθρών, που ονομάζεται σκοπευτήριο. Κάπου σ’ ένα τεράστιο χωράφι, μακριά από κατοικημένες περιοχές, πράγματι υπήρχε ένα σκοπευτήριο για να προπονούνταιοι αξιωματικοί της N.K.V.D. Προπονούνταν στη σκοποβολή, στη φυσική αγωγή, στο στίβο κ.λπ. Ακριβώς εκεί τον τελευταίο καιρό άρχισαν να φέρνουν για εκτέλεση τους πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι δεν ήθελαν να υπογράψουν το χαρτί ότι ήταν κατάσκοποι, προδότες, υπονομευτές της σοβιετικής εξουσίας. Αλλά και αυτοί πού υπέγραφαν ένα τέτοιο χαρτί, στο ίδιο μέρος κατέληγαν. Το σκοπευτήριο απέκτησε πλέον ανθρώπινους στόχους. Βρισκόταν έξω από τη Μόσχα σ’ ένα τόπο με πολλούς θάμνους και αγριόχορτα. Το σκοπευτήριο λειτουργούσε κυρίως τη νύχτα. Έφερναν τους μελλοθάνατους, τους έγδυναν τελείως, τους εκτελούσαν και τους έριχναν σ ένα μεγάλο λάκκο. Πάνω τους έριχναν λίγο χώμα για να μην τους φάνε τα σκυλιά και το άλλο βράδυ έφερναν άλλη δόση θυμάτων.

Στις φυλακές όλα τα ήξεραν. Ήξεραν ότι τους πολιτικούς κρατούμενους τους εκτελούσαν στη Λουμπιάνκα και στο Μπουτύρκι. Μετά την ανακοίνωση της τρόικας. τους εκτελούσαν επί τόπου με μια σφαίρα στον τράχηλο. Τη φοβερή αυτή χρονιά, το1937, οι ομαδικές εκτελέσεις ήταν τόσο πολλές που οι δήμιοι εκτελεστές δεν έφταναν. Η λέξη «σκοπευτήριο» δημιουργούσε ένα φόβο. Δεν είχες ελπίδα. Το να σκέφτεσαι για το σκοπευτήριο, σήμαινε ότι θεωρείς τον εαυτό σου νεκρό πλέον. Συζητούσαν οι κρατούμενοι και μερικοί υποστήριζαν ότι πριν τους εκτελέσουν τους βγάζουν τα ρούχα και τους οδηγούν γυμνούς στην εκτέλεση.

– Γυμνούς; Κι αν είναι παγωνιά;

– Τί ανόητη ερώτηση είναι αυτή;

Δίπλα στον π. Παύλο κοντά στον κουβά – αποχωρητήριο, καθόταν ένας ψηλός γεροδεμένος κρατούμενος, ο οποίος συστήθηκε στον π. Παύλο.

– Πατήρ Αντώνιος, ιερέας.

Και άρχισαν ατέλειωτες συζητήσεις οι δύο φυλακισμένοι ιερείς.

– Για πρώτη φορά;

– Όχι, για τέταρτη φορά.

– Άρθρο 58;

ΚΟΤο περιβόητο άρθρο 58 του νόμου 1926 το οποίο προέβλεπε κυρώσεις για όποιον γενικώς ήταν ακόμη και κατά ελάχιστο «ύποπτος» ότι αποτελούσε κίνδυνο για την επιβίωση του καθεστώτος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό  εκατομμύρια άνθρωποι συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν και εξοντώθηκαν. Οι γκρίζες ατσαλένιες κλούβες – «ο μαύρος κόρακας» – ήταν ο φόβος και ο τρόμος των πολιτών.  

 

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

ΠΗΓΗ