Τον χειμώνα του 1724 δύο άντρες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, απεσταλμένοι του Βασιλιά Λουδοβίκου 15ου.
Ήταν ο Μισέλ Φουρμόν, Γάλλος ιερωμένος που δίδασκε στο Γαλλικό Κολλέγιο του Παρισίου και ο Φρανσουά Σεβίν, επίσης ιερωμένος και φιλόλογος.
Αποστολή τους ήταν η συλλογή αρχαίων συγγραμμάτων και επιγραφών από τον ελλαδικό χώρο.
Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες άδειες που θα τους επέτρεπαν να εξερευνήσουν τις αρχαιότητες. Οι Τούρκοι δεν τα θεωρούσαν κληρονομιά τους και δεν ήταν δύσκολοι, αρκεί το μπαξίσι να ήταν γενναίο.
Ο Σεβίν ήρθε σε επαφή με τον Πατριάρχη, ο οποίος τον κατεύθυνε προς τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες της Κωνσταντινούπολης και στρώθηκε στη δουλειά.
Ο Φουρμόν, όμως, δεν αρκέστηκε στα βυζαντινά χειρόγραφα και τις μουχλιασμένες βιβλιοθήκες.
Ήθελε να δοξάσει τη Γαλλία και τον Βασιλιά όσο κανείς άλλος και ήξερε με ποιο τρόπο θα το κατάφερνε.
Θα ξέθαβε τις αρχαιότερες και πιο δυσεύρετες επιγραφές από τα λαμπρότερα μνημεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Ό,τι δεν μπορούσε να πάρει μαζί του, θα το κατέστρεφε, τάχα για να το σώσει από τους αρχαιοκάπηλους και τους «αμόρφωτους» ντόπιους.
Αν δεν μπορούσε να τα έχει ο ίδιος, δεν ήθελε να τα είχε κανείς.
Έτσι ξεκίνησε μία από τις πιο άγριες και παράλογες καταστροφές αρχαίων μνημείων στην Ελλάδα.
Η «εκδίκηση» εναντίον των Μανιατών
Το Φεβρουάριο του 1730, ο Φουρμόν πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στη Μάνη.
Εγκαταστάθηκε στη Ζαρνάτα και δεν προχώρησε στο εσωτερικό της περιοχής, γιατί τον φόβιζαν οι οπλοφορούσες γυναίκες και η αγριότητα των κατοίκων, που διψούσαν για ελευθερία και αίμα.
Στις επιστολές του, ο ιερωμένος περιέγραψε τους Μανιάτες με τα χείριστα λόγια: «Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου».
Για να εκδικηθεί το «σκυλολόι», όπως αποκάλεσε τους ντόπιους, αποφάσισε να καταστρέψει ολοσχερώς τα αριστουργήματα των προγόνων τους.
Δυστυχώς, επέλεξε την Αρχαία Σπάρτη.
«Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου», έγραφε χαιρέκακα σε επιστολή του.
Η περιγραφή του ήταν απολύτως ρεαλιστική.
Ο Φουρμόν και δεκάδες εργάτες δούλευαν πυρετωδώς για ένα μήνα και δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Συγκέντρωσε περισσότερες από 300 επιγραφές, τις αντέγραψε και όσες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση
τις φόρτωσε σε πλοία για τη Γαλλία.
Οι πληροφορίες που αναφέρονταν στις επιγραφές ήταν ανεκτίμητης αξίας.
Ονόματα Εφόρων, Γυμνασιαρχών, Αγορανόμων, φιλοσόφων, ιατρών, ποιητών, ρητόρων, διάσημων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, ακόμα και τη Ρήτρα του Λυκούργου.
«Είμαι ικανοποιημένος», έγραφε, «διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς».
Με περηφάνια έγραφε ότι διέλυσε αυτά που ακόμα και οι Βενετοί είχαν σεβαστεί και για χιλιάδες χρόνια κανείς δεν είχε τολμήσει να αγγίξει.
Μετά τη Σπάρτη, σειρά είχαν οι Αμύκλες, όπου κατεδάφισε τον ναό του Απόλλωνα.
Μόνο οι Μυκήνες γλίτωσαν, γιατί οι ογκόλιθοι ήταν τόσο τεράστιοι που δεν μπόρεσε να τους ξεθεμελιώσει.
Ο θαυμασμός του Φουρμόν για τον αρχαίο πολιτισμό συνοδευόταν από μία αδυσώπητη μανία καταστροφής.
Οτιδήποτε δεν μπορούσε να μεταφέρει στη Γαλλία, ήθελε να το εξαφανίσει από προσώπου γης για να μην το απολαύσει κανείς άλλος.
Η άρρωστη μεγαλομανία του ικανοποιούνταν μόνο όταν κατέστρεφε τα λαμπρότερα μνημεία, γιατί ένιωθε ότι μόνο αυτός είχε τη δύναμη να το κάνει.
Φαντασιωνόταν ότι το όνομά του θα γινόταν γνωστό σε όλη την Ευρώπη και θα τον υμνούσαν για αιώνες:
«Ο αντίλαλος θα ακουστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο.
Εγώ τις κατέσκαψα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις ανακαλύψουν».
Βέβαια δεν ξεχνούσε να δοξάσει τον Βασιλιά και τη Γαλλία για το συμφέρον του οποίου δούλευε.
Ο λατρεία του προς το Λουδοβίκο τον τύφλωνε και τον οδηγούσε σε ακραίες πράξεις: «Η ευσέβειά μου έφτασε στο σημείο να μην αφήσω σε ησυχία ούτε την τέφρα των βασιλιάδων τους.
Εσκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησιλάου, εισήλθα στον τάφο του Λυσάνδρου και ανεκάλυψα τον τάφο του Ορέστου.
Το έκανα για τη Γαλλία, για την Αυτού εξοχότητα. Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».
Δικαιολογήθηκε για τη συμπεριφορά του παρουσιάζοντας τους ντόπιους
ως αγροίκους που αργά ή γρήγορα θα κατέστρεφαν τα μνημεία:
«Ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και τη μανία του πολέμου. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους».
Ασφαλώς αναφέρει και τους ξένους αρχαιοκάπηλους, που αποκαλεί «βάρβαρους», οι οποίοι δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία των αρχαίων.
Μοναδικό παράπονό του ήταν ότι δεν είχε χρόνο να επισκεφτεί και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου θα επιδείκνυε τις σαρωτικές του δυνατότητες.
Σε μία από τις τελευταίες επιστολές του, ο Φουρμόν αποκάλεσε τον εαυτό του βάρβαρο: «Γίνομαι βάρβαρος μες τη μέση της Ελλάδας. Αυτό το μέρος δεν είναι η οικεία των Μουσών. Η άγνοια τις έδιωξε μακριά.»
Η τραγική ειρωνεία
Ο μεγαλομανής φιλόλογος που ήθελε το όνομά του να μείνει αξέχαστο στην ιστορία, πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα.
Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, δέχτηκε δριμύτατη επίθεση από τους πνευματικούς κύκλους.
Τον αποκάλεσαν «βάνδαλο» και χαρακτήρισαν την καταστροφή των αρχαίων ως μία απ’ τις μεγαλύτερες προσβολές της ιστορίας.
Διέψευσαν την εγκυρότητα των πληροφοριών και των επιγραφών που συνέλεξε, ακριβώς επειδή δεν είχαν σωθεί τα πρωτότυπα.
Τον κατηγόρησαν ότι ήταν όλα δημιούργημα της φαντασίας του και ότι κατέστρεψε επίτηδες τα μνημεία για να μην υπάρχουν αποδείξεις.
Το υλικό που συνέλεξε και εκατοντάδες επιστολές του, φυλάχθηκαν στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Παρισίου, χωρίς να τους δώσει κανείς σημασία.
Η τιμωρία του Φουρμόντ ήταν η απαξίωση του έργου του και η προσωπική περιφρόνηση. Μια νέμεσις που θα μπορούσε να έχει βγει από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, που τόσο θαύμαζε.
Αυτός ο άρρωστος άνθρωπος που κατέστρεφε ό,τι έσωσαν οι αιώνες…
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το κείμενο του Βλάση Ρασσιά και το βιβλίο «Multiple Antiquities – Multiple Modernities: Ancient Histories in Nineteenth Century European Cultures» των Gábor Klaniczay, Otto Gécser και Michael Werner.