Την Τετάρτη, 28 Ιουνίου, η ομάδα πολιτισμού του κινήματος «Άρδην» διοργάνωσε συζήτηση με θέμα Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος: από τον «Κυνόδοντα» στο «Ξα μου». Στη συζήτηση αυτή, προσκεκλημένοι εισηγητές ήταν η Ιφιγένεια Καλατζή, θεωρητικός, κριτικός κινηματογράφου, και ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας, συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου. Η επιλογή του θέματος δεν ήταν τυχαία. Οι δημιουργοί στον χώρο του κινηματογράφου, στο παρελθόν, εξέφραζαν μέσα από τα έργα τους προσωπικές και κοινωνικές αγωνίες, αιτήματα αλλά και οράματα. Ακόμα περισσότερο, σε προηγούμενες περιόδους, οι άνθρωποι του κινηματογράφου, μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, έπαιρναν θέση απέναντι στα κοινωνικά τεκταινόμενα. Ποια είναι όμως σήμερα η θέση τους;

Επιλέγοντας να κινηθούμε χρονικά ανάμεσα σε αυτές τις δύο ταινίες, από τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου (2009) μέχρι το Ξα μου της Κλειούς Φανουράκη (2017), θέλαμε να έρθουμε σε επαφή τόσο με την τελευταία παραγωγή του ελληνικού κινηματογράφου όσο και με την προβληματική σκηνοθετών και σεναριογράφων σε μία περίοδο οκτώ ετών η οποία έχει σημαδευτεί από τρία μνημόνια αλλά, ακόμα χειρότερα, από μια υποβάθμιση του κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου της κοινωνίας, όσο και από την πολιτιστική αμηχανία που τη συνοδεύει.

Η Ιφιγένεια Καλατζή, στην εισήγησή της, κατέθεσε μια ακτινογραφία της κινηματογραφικής παραγωγής, αρχής γενομένης από τον Κυνόδοντα και φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας. Στην εισήγηση της αναφέρθηκε λεπτομερώς και εμπεριστατωμένα στην κινηματογραφική παραγωγή της περιόδου, κάνοντας αναφορά τόσο στο κύριο ρεύμα της όσο και σε ταινίες που δεν ευτύχησαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, καταδεικνύοντας σε ποιο βαθμό αυτή έχει επηρεαστεί, έμμεσα ή άμεσα, από την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου. Η εισήγησή της, λεπτομερής και ολοκληρωμένη, έδωσε την πλήρη εικόνα της σύγχρονης παραγωγής.

Ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας, στη δική του εισήγηση, προχώρησε πέραν της καταγραφής και ανέδειξε με έναν εμπεριστατωμένο τρόπο τα βασικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τους σκηνοθέτες, τις δυσκολίες της κινηματογραφικής παραγωγής, τα κίνητρα των συντελεστών και εντέλει το επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αναφέρθηκε στην αξία του κινηματογράφου ως κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού αλλά και στο πρόβλημα της εγκατάλειψης του ανθρωπισμού, που χαρακτήριζε παλαιότερα την έβδομη τέχνη, μιας και μοιάζει πλέον να κινείται κυρίως στον χώρο της αγοράς. Επίσης, πρόσφερε εξηγήσεις για το «λανθεμικό» φαινόμενο. Μέσα από τη συζήτηση, η οποία ακολούθησε τις εισηγήσεις, βγήκαν χρήσιμα συμπεράσματα.

Η κινηματογραφική παραγωγή, όσο και αν δεν διακρίνεται για την οικονομική ευχέρεια των προηγούμενων ετών, παραμένει σημαντική αν και, σε ένα μεγάλο μέρος, χαρακτηρίζεται περισσότερο από τον φορμαλισμό της παρά από αυτό καθαυτό το περιεχόμενο, και τούτο σε αντίθεση με την παραγωγή των ταινιών καταγραφής και τεκμηρίωσης (ντοκιμαντέρ) η οποία διακρίνεται για την υψηλή ποιότητά της όσο και για τον ιδιαίτερα επίκαιρο προβληματισμό της.

Ακόμη, ή μάλλον εξ αιτίας του ότι η εγχώρια εκπαίδευση των ανθρώπων γύρω από τον κινηματογράφο έχει υποχωρήσει και οι περισσότεροι από αυτούς σπουδάζουν σε κινηματογραφικές σχολές του εξωτερικού, είναι εμφανής μια αποστασιοποίηση που ενυπάρχει στα έργα τους, πέρα και έξω από τον υπαρκτό προβληματισμό της κοινωνίας μας. Γι’ αυτό ίσως άλλωστε και οι σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές των ταινιών αυτών (Κυνόδοντας, Άττεμπεργκ, Αστακός κ.ά.) χαρακτηρίζονται περισσότερο από έναν εργαλειακό (σε κάποιες, ακόμα χειρότερα, από έναν μηχανιστικό) τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται. Επίσης, ένα σημαντικό τμήμα αυτών κινείται στο πλαίσιο του «δικαιωματισμού», ασχολούμενες με τη θεματολογία και τον προβληματισμό μειοψηφικών κοινωνικών ομάδων, σε μια, ασυνείδητη ίσως, κατεύθυνση ανάδειξης του μερικού ως όλου.

Και είναι αυτή η απόσταση από το σώμα της κοινωνίας που μπορεί ίσως να εξηγήσει το γιατί ένα σημαντικό μέρος από αυτές τις ταινίες (που, σε κάποιες περιπτώσεις, γίνεται πλειοψηφικό) φέρουν ξενόγλωσσους τίτλους. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο προσφάτως έχει ενσκήψει και δεν απαντάται σε παρελθούσα κινηματογραφική παραγωγή. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι μια πρόχειρη καταμέτρηση των ταινιών που κυκλοφόρησαν, την περίοδο 2016-2017, δείχνει ότι, ανάμεσα στις 42 ταινίες αυτής της περιόδου, οι 27 είχαν ξένους τίτλους.

Όμως, το ενδεικτικό όσο και ανησυχητικό της περιόδου είναι ότι, με τον Κυνόδοντα, έχει εγκαινιαστεί επίσημα ένα ρεύμα και αρκετοί από τους σκηνοθέτες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «λανθιμικοί» – ο θεσμός της οικογένειας δείχνει να βρίσκεται στο στόχαστρο σε σημαντικό τμήμα από αυτές. Και εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα. Την ίδια στιγμή που η οικογένεια αποτελεί τον βασικό πυρήνα σταθερότητας στις κοινωνικές σχέσεις αλλά και το πρωταρχικό κύτταρο αλληλεγγύης (ειδικά αυτά τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων), κάποιοι δείχνουν όχι μόνο να μην το αντιλαμβάνονται αλλά, απεναντίας, να χαρακτηρίζονται από μια εμμονή και εμπάθεια έναντι αυτής, επανερχόμενοι συνεχώς σε μια διαρκή προσπάθεια αποδόμησης και απαξίωσής της. Σημάδι μιας διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και την κινηματογραφική παραγωγή.

Όμως τα πράγματα δεν είναι μονοδιάστατα δυσοίωνα. Εσχάτως, η θεματογραφία της κινηματογραφικής παραγωγής δείχνει να μετατοπίζεται. Για αυτό και επιλέξαμε να φτάσουμε μέχρι το Ξα μου. Στην ταινία αυτή της Κλειούς Φανουράκη, η θεματογραφία διαφοροποιείται. Ο ήρωας της, ένας καταθλιπτικός 57άρης, πρώην στέλεχος σε τουριστική επιχείρηση (καθόλου τυχαία), βρίσκει τη λύση στο προσωπικό και οικονομικό αδιέξοδο που τον χαρακτηρίζει μέσα από την επιστροφή και την ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα. Όσο και αν η ταινία κουβαλά τις αδυναμίες της πρώτης ταινίας μιας σκηνοθέτιδας, όσο και αν το εύκολο φολκλορικό στοιχείο μοιάζει να κυριαρχεί, εντούτοις ο προβληματισμός δείχνει ότι αρχίζει να υπάρχει μία γείωση με την κοινωνία του σήμερα. Και αυτό μας κάνει περίεργους αλλά και κάπως αισιόδοξους για τις ταινίες της επόμενης χρονικής περιόδου.

Του Κώστα Σαμάντη από την Ρήξη φ. 135

ΠΗΓΗ