Του Νίκου Βαρσάμη

Θα μπορούσε να υπάρχει μια κοινωνική λειτουργία για διανοούμενους πριν την επινόηση της γραφής; Δύσκολα. Υπήρχε πάντα μια κοινωνική λειτουργία για ιερείς μάγους, σαμάνους ή άλλους θεράποντες και κυρίους των τελετών και όλους εκείνους που σήμερα θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε καλλιτέχνες. Πως όμως θα μπορούσαν να υπάρχουν διανοούμενοι πριν την επινόηση της γραφής και της αρίθμησης, τα οποία χρειαζόταν να κατανοηθούν, να χειραγωγηθούν, να ερμηνευτούν, να διδαχθούν για διατηρηθούν; Όμως, από τη στιγμή που είχαν προκύψει τα σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, υπολογισμού και κυρίως μνήμης. Οι ελάχιστες μειονότητες που ήταν οι κύριοι αυτών των δεξιοτήτων, πρέπει για ένα διάστημα να άσκησαν περισσότερη κοινωνική εξουσία από όση είχαν ποτέ οι διανοούμενοι.

Οι κύριοι της γραφής μπορούσαν, στις πρώιμες πόλεις των αγροτικών οικισμών της Μεσοποταμίας να γίνουν ο πρώτος «κλήρος», μια τάξη ιερατικών κυβερνητών. Ως τον 19ου αλλά και ως τον 20ο αιώνα το μονοπώλιο της γραφογνωσίας στον εγγράμματο, η αναγκαία εκπαίδευση για το χειρισμό της, συνεπάγονταν επίσης ένα μονοπώλιο εξουσίας, προστατευόμενο από το συναγωνισμό μέσω της εκπαίδευσης σε εξειδικευμένους, με λειτουργικό ή πολιτισμικό γόητρο, γραφτή γλώσσα.

Νίκη και συνεργασία

Η πένα δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη από το σπαθί. Οι πολεμιστές μπορούσαν πάντα να νικήσουν τους γραφιάδες, χωρίς όμως τους δεύτερους δεν μπορούσαν να υπάρξουν ούτε πολιτείες, ούτε ευρύτερες οικονομίες, πόσο μάλλον οι μεγάλες ιστορικές αυτοκρατορίες του παλαιού κόσμου. Οι μορφωμένοι προμήθευαν τις ιδεολογίες της αυτοκρατορικής συνοχής και τα στελέχη της διοίκησης της. Στη Κίνα μετατρέψανε του Μογγόλους καταχτητές σε αυτοκρατορικές δυναστείες, ενώ οι αυτοκρατορίες του Τζένγκινς Χαν, του Ταμερλάνου και του Αττίλα διαλύθηκαν σύντομα ελλείψει αυτών.

Οι πρώτοι κύριοι του εκπαιδευτικού μονοπωλίου έμελλε να γίνουν αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι ονόμασε «οι οργανικοί διανοούμενοι» όλων των μεγάλων συστημάτων πολιτικής κυριαρχίας. Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν.

Η ανάδυση μιας τάξης εγγραμμάτων λαϊκών στις περιφερειακές κοινές γλώσσες κατά τον ύστερο Μεσαίωνα δημιούργησε τη δυνατότητα διανοουμένων που ήταν λιγότερο στενά προσδιορισμένοι από την κοινωνική λειτουργία, να απευθύνονται, ως παραγωγοί και καταναλωτές φιλολογικών και άλλων πληροφοριών, σε μια νέα -αρχικά μικρή-, δημόσια σφαίρα. Η ανάδυση του σύγχρονου εδαφικού κράτους απαίτησε, για μια ακόμα φορά, ένα αυξανόμενο σώμα λειτουργών και άλλων «οργανικών διανοουμένων».
Αυτοί εκπαιδεύονταν όλο και πιο συχνά σε εκσυγχρονισμένα πανεπιστήμια ή από τους δασκάλους δευτεροβάθμιων σχολείων που είχαν αποφοιτήσει απ’ αυτά. Η πρόοδος της καθολικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης -κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- η τεράστια επέκταση της δευτεροβάθμιας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Δημιούργησαν από κοινού ένα μεγάλο απόθεμα εγγράμματων και διανοητικά εκπαιδευμένων, απείρως μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη εποχή. Παράλληλα, η εξαιρετική επέκταση της βιομηχανίας και των νέων τεχνολογιών στον 20ο αιώνα διεύρυνε μαζικά το οικονομικό πεδίο δράσης για διανοούμενους ασύνδετους από κάθε επίσημο μηχανισμό.

Αλματώδης εξέλιξη

Ως τα μέσα του 19ου αιώνα, το σώμα των φοιτητών που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις επαναστάσεις του 1848 αποτελούνταν από 4.000 νεαρούς, στην Πρωσία και 8.000 σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Η καινοτομία αυτού του σώματος των «ελεύθερων διανοουμένων» δεν έγκειται απλά ότι μοιράζονταν την εκπαίδευση και την πολιτιστική γνώση των κυριάρχων τάξεων, -εξάλλου οι ίδιες αυτές τάξεις είχαν φιλολογική και πολιτιστική παιδεία,- αλλά το γεγονός πως είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουν τι ζωή τους ακριβώς ως ανεξάρτητοι. Νέες τεχνικές και επιστημονικές βιομηχανίες, θεσμοί για την παραγωγή επιστήμης και κουλτούρας, πανεπιστήμια, πεδία της δημοσιογραφίας, εκδόσεων και διαφήμισης, το θέατρο και την ψυχαγωγία, όλα αυτά προσέφεραν νέους τρόπους για να κερδίζει κάποιος το ψωμί του. Προς το τέλος του αιώνα η καπιταλιστική επιχείρηση είχε δημιουργήσει τόσο πολύ πλούτο, που ένας αριθμός παιδιών των άλλων εξαρτημένων τάξεων μπορούσαν να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου σε διανοητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.

Αν εξαιρέσουμε την περιθωριακή ομάδων των μποέμ, οι ελεύθεροι διανοούμενοι δεν είχαν αναγνωρισμένη κοινωνική ταυτότητα. Μπορούσαν όμως να θεωρηθούν απλά μέλη της καλλιεργημένης αστικής τάξης, ή το πολύ μιας υποομάδας της. Μέχρι το 1850 η ομάδα αυτή δεν είχε χαρακτηριστεί ως συλλογικότητα «διανοούμενοι» ή «ιντελιγκέντσια». Αυτό συνέβη το 1860 στην ταραγμένη τσαρική Ρωσία και στη συνέχεια στη Γαλλία που συνταράχθηκε από την υπόθεση Ντρέιφους.
Και στις δυο περιπτώσεις, εκείνο που έκανε αναγνωρίσιμους ως ομάδα, ήταν ο συνδυασμός διανοητικών δραστηριοτήτων και κριτικών παρεμβάσεων στην πολιτική. Ακόμα και σήμερα, η τρέχουσα γλώσσα τείνει συχνά να συνδέει «διανοούμενος» και «αντιπολιτευόμενος σημαίνει «πολιτικά μη αξιόπιστος». Ωστόσο, η εμφάνιση ενός μαζικού αναγνωστικού κοινού, κι επομένως το προπαγανδιστικό δυναμικό των νέων μέσων, προσέφερε απροσδόκητες δυνατότητες προβολής σε πασίγνωστους διανοούμενους, τους οποίους μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και οι κυβερνήσεις.

Κριτικοί και κριτική

Ο 20ος αιώνας των επαναστάσεων και των ιδεολογικών θρησκευτικών πολέμων έμελε να γίνει η τυπική εποχή της πολιτικής στράτευσης των διανοουμένων. Δεν υπερασπίστηκαν μόνο την υπόθεσή τους στην εποχή των αντιφασισμού και αργότερα του κρατικού σοσιαλισμού, αλλά αναγνωρίστηκαν επιπλέον και από τις δυο πλευρές σαν καθιερωμένοι δημόσιοι πρωταγωνιστές του πνεύματος.
Περίοδο δόξας τους στάθηκε το διάστημα ανάμεσα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτή ήταν η μεγάλη εποχή των κινητοποιήσεων ενάντια του πυρηνικού πολέμου, των τελευταίων ιμπεριαλιστικών πολέμων της παλαιάς Ευρώπης και των πρώτων της νέας παγκόσμια αμερικανικής Αυτοκρατορίας (Αλγερία, Σουέζ, Κούβα, Βιετνάμ κλπ), εναντίον των σοβιετικών εισβολών σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία, κ.ο.κ. Οι διανοούμενοι ήταν στην πρώτη γραμμή σχεδόν σε όλους αυτούς τους αγώνες.

Ένα τέτοιο παράδειγμα η βρετανική εκστρατεία για τον πυρηνικό εξοπλισμό, ξεκίνησε από τον γνωστό συγγραφέα και εκδότη του πιο φημισμένου εβδομαδιαίου περιοδικού της διανόησης της εποχής, ένα φυσικό και δύο δημοσιογράφους που εξέλεξαν πρόεδρο τον φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ. Κορυφαία ονόματα στην τέχνη και την λογοτεχνία έτρεξαν να πυκνώσουν τις γραμμές της από τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Χέρνι Μουρ. Ε.Μ. Φόρστερ, Ε.Π. Τόμσον, δίνοντας εύρος και διάρκεια το ευρωπαϊκό κίνημα υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού.
Οι πάντες γνώριζαν τα ονόματα μεγάλων Γάλλων διανοουμένων όπως οι Σαρτρ – Καμύ, όπως και των Ρώσων αντικαθεστωτικών Σολζενίτσιν και Ζαχάρωφ. Με λίγα λόγια ήταν επίσης η περίοδος εκείνη όπου, για πρώτη φορά από το 1848, τα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, που τώρα είχαν επεκταθεί και πολλαπλασιαστεί, μπορούσαν να θεωρούνται από τις κυβερνήσεις του λίκνα πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης και μερικές φορές επανάστασης.

Υποχώρηση….

Αυτή η εποχή του διανοούμενου ως κύριου δημοσίου προσώπου της πολιτικής αντιπολίτευσης έχει παρέλθει. Αλήθεια, που είναι εκείνοι που οργάνωναν καμπάνιες και υπέγραφαν μανιφέστα; Με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως του Αμερικανού Νόαμ Τσόμσκι, έχουν σωπάσει ή έχουν πεθάνει. Που είναι οι διάδοχοι του Σαρτρ, του Μερλό-Ποντί, ή του Ρέϊμον Αρόν, του Αλτουσέρ, του Μπουρντιέ και του Ντεριντά;

Οι ιδεολόγοι του ύστερου 20ου αιώνα, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την επιδίωξη της λογικής και της κοινωνικής αλλαγής, παρατώντας τες στις αυτόματες στις αυτόματες ενέργειες ενός κόσμου καθαρά ορθολογικών ατόμων, που υποτίθεται μεγιστοποιούν τα οφέλη τους μέσα μιας αγοράς που λειτουργεί ορθολογικά και τείνει φυσικά, όταν δεν επηρεάζεται από εξωτερικές παρεμβάσεις, προς μια μόνιμη ισορροπία. Μη προβλέποντας βέβαια και μη πιστεύοντας την έλευση της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008.
Σε μια κοινωνία αδιάκοπης μαζικής ψυχαγωγίας, οι ακτιβιστές βρίσκουν τώρα λιγότερο χρήσιμους, ως υπερασπιστές καλών προθέσεων, τους διανοούμενους από τους διάσημους μουσικούς της ροκ ή τους σταρ του σινεμά. Οι φιλόσοφοι δεν μπορούν να συναγωνιστούν τον Μπόνο ή τον Ίνο, εκτός αν προσαρμοστούν στη νέα εικόνα του νέου κόσμου του οικουμενικού μίντια-σώου, τη «διασημότητα». Ζούμε σε μια νέα εποχή ώσπου τουλάχιστον ο πλανητικός θόρυβος της αυτοέκφρασης μέσω του fecebook και τα εξισωτικά ιδεώδη του διαδικτύου να φέρουν τα πλήρη αποτελέσματα.

Αλλαγή προτύπων

Η παρακμή των μεγάλων αμφισβητιών διανοουμένων δεν οφείλεται λοιπόν μόνο στο τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά και στην απολιτικοποίηση των πολιτών του δυτικού κόσμου, του πολίτη καταναλωτή και της ατομικότητας-μοναχικότητας. Η διαδρομή από το δημοκρατικό ιδεώδες της Αθηναϊκής Αγοράς στους πειρασμούς του «εμπορικού κέντρου» συρρίκνωσε το διαθέσιμο χώρο για τη μεγάλη δαιμονική δύναμη του 19ου και του 20ου αιώνα: δηλαδή την πεποίθηση ότι η πολιτική δράση είναι ο τρόπος να βελτιωθεί ο κόσμος. Πράγματι, ο στόχος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν ακριβώς να μειώσει το μέγεθος, το εύρος και τις δημόσιες παρεμβάσεις του κράτους. Ως προς αυτό, ήταν εν μέρει επιτυχημένη.

Ωστόσο, ένα άλλο στοιχείο καθόρισε το σχήμα της νέας εποχής. Ατό ήταν η κρίση των παραδοσιακών αξιών και προοπτικών, περισσότερο απ’ όλα, ίσως, είναι ο μαρασμός της παλιάς πίστης στην πλανητική πρόοδο της λογικής, στην επιστήμη και στη δυνατότητα να βελτιωθεί η κατάσταση των ανθρώπων. Από την εποχή της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, το λεξιλόγιο του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, με την σταθερή εμπιστοσύνη στο μέλλον των ιδεολογιών που στηριζόταν σ’ αυτούς τους μεγάλους ξεσηκωμούς, είχε διαδοθεί στους υπέρμαχους της πολιτικής και της κοινωνικής προόδου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας συνασπισμός αυτών των ιδεολογιών και των κρατών που τις προστάτευαν κέρδισε τον τελευταίο ίσως θρίαμβο με τη νίκη επί του Χίτλερ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, από τη δεκαετία του 1970 οι αξίες των Διαφωτισμού υποχωρούν, αντιμέτωπες με τις αντί-οικουμενικές δυνάμεις «του αίματος και του εδάφους» και τις ριζοσπαστικές-αντιδραστικές τάσεις που αναπτύσσονται σε όλες τις παγκόσμιες θρησκείες. Ακόμα και στη Δύση βλέπουμε την άνοδο ενός νέου ανορθολογισμού, εχθρικού προς την επιστήμη, ενώ η πίστη στην ακαταμάχητη πρόοδο δίνει τη θέση της στο φόβο για μια αναπόφευκτη περιβαλλοντική καταστροφή.

Διανόηση και δημοκρατία

Και οι διανοούμενοι, σ’ αυτή τη νέα εποχή; Στη δεκαετία του 60 η τεράστια ανάπτυξη της ανώτερης εκπαίδευσης τους μεταμόρφωσε σε μια τάξη με σημαντική πολιτική επιρροή, το 1968 έγινε φανερό πως η μάζα των φοιτητών κινητοποιείται εύκολα όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και πέρα από τα σύνορα.. Από τότε, η επανάσταση στις προσωπικές επικοινωνίες ενίσχυσε κατά πολύ την ικανότητα τους για δημόσια δράση. Η εκλογή του πανεπιστημιακού καθηγητή Μπάρακ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ, η Αραβική Άνοιξη το 2011 στην Αίγυπτο και οι εξελίξεις στη Ρωσία είναι μερικά από τα πρόσφατα παραδείγματα.

Η εκρηκτική άνοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας δημιούργησε την «κοινωνία της πληροφορίας», όπου η παραγωγή και η οικονομία εξαρτιούνται περισσότερο παρά ποτέ από τη διανοητική δραστηριότητα, δηλαδή από άνδρες και γυναίκες με πτυχία πανεπιστημίου και από τα κέντρα εκπαίδευσής τους τα πανεπιστήμια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και τα πιο αντιδραστικά και αυταρχικά καθεστώτα πρέπει να επιτρέπουν κάποιο βαθμό ελευθερίας στις επιστήμες μέσα στα πανεπιστήμια. Στην πρώην ΕΣΣΔ ο ακαδημαϊκός χώρος πρόσφερε το μόνο υπαρκτό φόρουμ για διαφωνίες και κοινωνική κριτική. Η Κίνα του Μάο, που είχε πρακτικά καταργήσει την ανώτερη εκπαίδευση κατά την Πολιτιστική Επανάσταση, άντλησε στη συνέχεια το ίδιο δίδαγμα. Σε κάποια έκταση αυτό ευνόησε τις ανθρωπιστικές σχολές της Κίνας, παρότι είναι, οικονομικά και τεχνολογικά λιγότερο ουσιώδες.

Από την άλλη, η τεράστια ανάπτυξη των ανώτερης εκπαίδευσης έτεινε να μετατρέψει το πτυχίο πανεπιστημίου σε απαραίτητο προσόν για τις επαγγελματικές θέσεις των μεσαίων τάξεων. Καθιστώντας τους πτυχιούχους μέλη των «ανωτέρων τάξεων», τουλάχιστον στις λιγότερο μορφωμένες τάξεις του πληθυσμού. Έτσι, στάθηκε εύκολο σε δημαγωγούς να παρουσιάσουν τους «διανοούμενους», ή το λεγόμενο «φιλελεύθερο κατεστημένο», σαν μια αλαζονική και ηθικά απρόσφορη ελίτ. Σε πολλά μέρη της Δύσης, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, το μορφωτικό χάσμα κοντεύει να γίνει ταξική διαίρεση ανάμεσα σε εκείνους που τα πανεπιστημιακά τους διπλώματα αποτελούν ασφαλή εισιτήρια για το κύρος και την επιτυχία μιας σταδιοδρομίας και τους υπόλοιπους δυσαρεστημένους.

Πλούτος και μόρφωση

Αυτοί δεν ήταν οι πραγματικά πλούσιοι, εκείνο το ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού που κατάφερε τα τελευταία τριάντα χρόνια του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, να αποχτήσει να αποχτήσει πλούτη πέρα από τα πιο άπληστα όνειρα: άντρες και μερικές φορές γυναίκες που η ατομική τους περιουσία είναι τόσο μεγάλη όσο το ΑΕΠ κάποιων μεσαίων χωρών. Κατά συντριπτικό ποσοστό οι περιουσίες τους προέρχονται από επιχειρήσεις και πολιτική δύναμη, παρότι μερικοί από αυτούς ήταν βέβαια αρχικά διανοούμενοι, είτε ως πτυχιούχοι, είτε, όπως σε πολλές περιπτώσεις στις ΗΠΑ απορριφθέντες κολεγίων.
Παραδόξως, η πολυτέλεια που επέδειξαν με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού πρόσφερε ένα είδος δεσμού με τις αμόρφωτες μάζες, για τις οποίες η μόνη πιθανότητα να ξεφύγουν από την κατάσταση της φτώχειας τους ήταν να βρεθούν στις λίγες εκατοντάδες σε κάθε χώρα που φτάνουν στην κορυφή χωρίς σπουδές ή επιχειρηματικά χαρίσματα: ποδοσφαιριστές, σταρ της κουλτούρας, των μίντια και νικητές τεραστίων ποσών σε διαφόρων ειδών λοταρίες.
Στατιστικά, η πιθανότητα ενός φτωχού να ακολουθήσει μια τέτοια τροχιά είναι απειροελάχιστη, αλλά εκείνοι που το κατορθώνουν αποχτούν όντως χρήματα και επιτυχία προς επίδειξη. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, αυτό έκανε ευκολότερη την κινητοποίηση των οικονομικά εκμεταλλευομένων, των αποτυχημένων και των χαμένων της καπιταλιστικής κοινωνίας, εναντίον εκείνου που οι αντιδραστικοί ονομάζουν «φιλελεύθερο κατεστημένο», με το οποίο πρακτικά δεν φαίνεται να έχουν, τίποτα κοινό.

Μόνο μερικά χρόνια μετά την μεγάλη κρίση του 1929, στη δεκαετία του 1930, η δυσαρέσκεια για την οικονομική πόλωση άρχισε να αντικαθιστά την δυσαρέσκεια για την καταλογιζόμενη υπεροχή της διανόησης. Περιέργως, οι δυο πιο ορατές εκφράσεις αυτής της νέας κατάστασης πήραν απτή μορφή από διανοούμενους. Αφενός, η γενική κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην ελεύθερη αγορά (το «αμερικανικό όνειρο») να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για όλους, δηλαδή, η αυξανόμενη απαισιοδοξία για το μέλλον του υφιστάμενου συστήματος, εκδηλώθηκε ανοιχτά από οικονομικούς δημοσιογράφους -με ελάχιστες εξαιρέσεις- όχι από τους πολύ πλούσιους.

Αφετέρου, η κατάληψη τόπων κοντά στη Γουόλ Στριτ και σε άλλα κέντρα του διεθνούς τραπεζικού και χρηματιστικού συστήματος με το σύνθημα «Είμαστε το 99%», απέναντι στο 1% των πάμπλουτων, άγγιξε προφανώς την ευαίσθητη χορδή της δημόσιας συμπάθειας. Ακόμα και στις ΗΠΑ, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν υποστήριξη κατά 62%, ποσοστό που πρέπει αναμφίβολα να περιλαμβάνει και ένα μεγάλο μέρος νεοφιλελεύθερων Ρεπουμπλικάνων. Φυσικά αυτοί οι διαδηλωτές που έστησαν τις σκηνές τους σε εχθρικό έδαφος δεν ήταν το 99%. Ήταν όμως, όπως συχνά συμβαίνει, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ο θεατρικός στρατός του διανοούμενου ακτιβισμού, το πρόσφορο σε κινητοποιήσεις απόσπασμα φοιτητών και μποέμ που πραγματοποιούσε αψιμαχίες με την ελπίδα ότι θα τις μετατρέψει σε πραγματικές μάχες.

Τεχνολογία και ανορθολογισμός

Εντούτοις προκύπτει ένα ερώτημα: πως μπορεί η παλιά, ανεξάρτητη, κριτική παράδοση των διανοουμένων του 19ου και του 20ου αιώνα να επιβιώσει στη νέα εποχή του ανορθολογισμού, που ενισχύεται από τις αμφιβολίες της για το μέλλον; Είναι ένα παράδοξο των καιρών μας ότι ο ανορθολογισμός στην πολιτική και την ιδεολογία δεν έχει καμιά δυσκολία να συνυπάρξει, ή μάλλον να χρησιμοποιήσει, την πιο προωθημένη τεχνολογία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι μαχητικοί ισραηλινοί οικισμοί στις κατεχόμενες περιοχές της Παλαιστίνης δείχνουν ότι δεν υπάρχει έλλειψη σε επαγγελματίες ειδικούς της πληροφορικής που να πιστεύουν κατά γράμμα της ιστορία της δημιουργίας της Γεννήσεως ή τις πιο αιμοχαρείς εκκλήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για την εξόντωση των απίστων. Μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει συνηθίσει να ζει με τις εσωτερικές της αντιφάσεις, διχασμένη ανάμεσα στον κόσμο του συναισθήματος και σε μια απρόσβλητη από κάθε συγκίνηση τεχνολογία, ανάμεσα στο βασίλειό της σε ανθρώπινης κλίμακας εμπειρίες και αίσθησης-γνώσης και στο βασίλειο των χωρίς νόημα μεγάλων μεγεθών, ανάμεσα στον «κοινό νου» της καθημερινής ζωής και στην ακατανοησία -με εξαίρεση ισχνές μειονότητες- των διανοητικών εγχειρημάτων που δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο ζούμε.
Είναι άραγε εφικτό να γίνει συμβατός αυτός ο συστηματικός μη ορθολογισμός των ανθρώπινων ζωών σ’ ένα κόσμο που εξαρτάται περισσότερο παρά ποτέ από μια βεμπεριανή ορθολογικότητα στην επιστήμη και στην κοινωνία; Ομολογουμένως, η παγκοσμιοποίηση των μέσων πληροφόρησης, της γλώσσας και του διαδικτύου δεν επιτρέπει ακόμα και στην ισχυρότερη κρατική εξουσία να απομονώσει εντελώς μια χώρα, σωματικά και πνευματικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Το ερώτημα εντούτοις παραμένει ανοιχτό.

Από την άλλη, ενώ η υψηλή τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όχι όμως να προοδεύσει περαιτέρω, χωρίς πρωτότυπη σκέψη, η επιστήμη χρειάζεται ιδέες. Γι’ αυτό ακόμα και η πιο συστηματικά αντιδιανοούμενη κοινωνία έχει σήμερα μεγαλύτερη ανάγκη από ανθρώπους που έχουν ιδέες, κι από περιβάλλοντα όπου μπορούν να ευδοκιμήσουν. Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα, ότι αυτά τα άτομα έχουν επίσης και επικριτικές ιδέες απέναντι στην κοινωνία και στο περιβάλλον στο οποίο ζούνε.

Μόνοι τους μπορούν;

Στις ανερχόμενες χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας και στον μουσουλμανικό κόσμο εξακολουθούν πιθανότατα να αποτελούν μια δύναμη για πολιτική μεταρρύθμιση και κοινωνική αλλαγή κατά τον παλαιό τρόπο. Είναι επίσης πιθανό ότι στις μέρες της κρίσης, μπορεί να αποτελέσουν ξανά μια τέτοια δύναμη και στην πολιορκημένη και αβέβαιη Δύση.

Πράγματι, μπορεί να υποστηριχτεί ότι στην εποχή μας, η εστία των δυνάμεων της συστηματικής κοινωνικής κριτικής εντοπίζεται στα νέα στρώματα με πανεπιστημιακή μόρφωση. Όμως οι σκεπτόμενοι διανοούμενοι, από μόνοι τους, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν τον κόσμο, έστω και αν καμία τέτοια αλλαγή δεν είναι εφικτή χωρίς την συμβολή τους. Η αλλαγή αυτή απαιτεί ένα ενωμένο μέτωπο απλών ανθρώπων και διανοουμένων. Με εξαίρεση μερικών μεμονωμένων στιγμών, αυτό είναι δυσκολότερο να συμβεί σήμερα παρότι στο παρελθόν. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του 21ου αιώνα.

Πηγή: Η ΣΦΗΚΑ