Ἃς τὸ κατανοήσουμε ὅτι σάπιο πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὁ οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση, μὲ δύναμη καὶ ταχύτητα ἐπιδημικῆς ἀρρώστιας, ἔχουν προσβάλει τὸν λαό μας, μὲ κίνδυνο ἀφανισμοῦ του, γιατί ξεραίνονται οἱ ρίζες.
Και ο λαός, σιωπά…
Και ανέχεται τον κάθε ΣΑΤΑΝΙΣΤΗ ΡΑΣΟΦΟΡΟ, ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΝΑ ΠΡΟΣΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ…
ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΡΓΑ.
Καλλιόπη Σουφλή
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
δάσκαλος-Κιλκὶς
«Ἤθελα νὰ ἤμουν ὄμορφος
νὰ ἤμουν καὶ παλικάρι
νὰ ἤμουνα καὶ τραγουδιστῆς
δὲν ἢθελ’ ἄλλη χάρη»
(δημοτικὸ τραγούδι)
(Ἃς μὲ συγχωρέσει ὁ ἀναγνώστης τοῦ κειμένου. Ἴσως θεωρήσει ὅτι δὲν συμβαδίζει ὁ τίτλος μὲ τὸ
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σὲ μιὰ πρὸς τὸν Τερτσέτη διήγησή του, εἶπε:
«Εἶχαν παιχνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ἡρωικά.
Τὰ τραγούδια τὰ ἔκαμναν οἱ χωριάτες, οἱ στραβοί, μὲ ταῖς λύραις». (Λέγοντας «στραβοὶ» ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ ἐννοεῖ τυφλούς.
Ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ἀκόμη οἱ μεγάλοι ραψωδοὶ καὶ ποιητὲς – Ὅμηρος, Δημοδοκὸς- εἶναι τυφλοί.
Ἡ ποίηση καὶ ἡ ἀπαγγελία ἐπῶν ἦταν ἡ κύρια ἀπασχόλησή τους καὶ ἀποζοῦσαν ἀπ’ αὐτήν, γεγονὸς ποὺ ἡ ἐπιβίωσε καὶ ὡς τὰ πολὺ νεότερα χρόνια). Ἐρμηνεύοντας ὁ Κολοκοτρώνης τί ἦταν τὰ τραγούδια αὐτά, μᾶς δίνει τὸν ἑξῆς θαυμάσιο καὶ ἀμίμητο χαρακτηρισμό:
« Τὰ τραγούδια ἤσαν ὕμνοι, ἤσαν ἐφημερίδες στρατιωτικές».
(« Ὁ Γέρων Κολοκοτρώνης», τομ. Α’ σέλ. 40). Διηγεῖται ἀκόμη ὁ ἴδιος κάτι πολὺ νόστιμο. Βρέθηκε κάποτε καὶ ὁ Γέρος στὴν ἀνάγκη νὰ φτιάξει τραγούδι, ὅταν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα πληροφορήθηκε ὅτι….
δισχίλιοι Τοῦρκοι θὰ περνοῦσαν ἀπὸ τὰ λημέρια του, σέρνοντας μαζί τους δεσμίους περὶ τοὺς ἑκατὸν πενήντα Ἕλληνες αἰχμαλώτους.
«Ἀφοῦ-λέει-πρῶτα τους τὸ ὀρμήνευσα μιλητὰ ἔπειτα τὸ ἔκαμα τραγούδι καὶ τοὺς τὸ τραγούδησα»
Ἀπ’αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀποδεικνύεται ὅτι, πλὴν τῶν ἄλλων ἀρετῶν του, ἦταν καὶ ποιητὴς καὶ μελοποιός.
Τὸ τραγούδι τοῦ ἀθάνατου ἥρωα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Καλὰ τρῶμε καὶ πίνουμε
καὶ λιανοτραγουδᾶμε
δὲν κάνουμε κι ἕνα καλὸ
καλὸ γιὰ τὴν ψυχή μας.
Ὁ κόσμος φτιάνουν ἐκκλησιὲς
φτιάνουν καὶ μαναστήρια.
Νὰ πᾶμε νὰ φυλάξουμε
στῆς Τρίχας τὸ γιοφύρι,
ποῦ θὰ περάσει ὁ Βόιβοντας
μὲ τοὺς ἁλυσσομένους
νὰ κόψουμε τοὺς ἅλυσσους
νὰ βγοῦν οἱ σκλαβωμένοι
(Τὸ ἐντόπισα στὸ λεξικὸ τοῦ «Ἡλίου», τόμ. Ε’, σέλ. 1020).
(Νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴν λέξη «μαναστήρια» ποὺ περιέχεται καὶ στὸ θαυμάσιο κολοκοτρωναίικο τραγούδι. Θυμᾶμαι ὅτι οἱ παλιοί, οἱ γέροι καὶ οἱ γιαγιάδες στὰ χωριά μας , στὰ Πιέρια, ἔτσι ἀποκαλοῦσαν τὰ μοναστήρια.
Ἀκριβῶς γιατί τὰ “μαναστήρια” ἦταν ἡ μάνα τοῦ φτωχοῦ καὶ ἀνυπεράσπιστου λαοῦ.
Ἐκεῖ ἔβρισκαν παρηγοριὰ καὶ καταφυγὴ ὅταν τοὺς καταδίωκε ἡ ἰσλαμικὴ προστυχιά.
Στὰ μοναστήρια ἄφηναν πολλὲς φορὲς τὰ κτήματά τους-μετὰ θάνατον- ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τὴν ἀπληστία τοῦ τοπικοῦ ἀγά.
Γι’ αὐτὸ βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ περιουσία τὴν ὁποία ροκάνισε σιγὰ-σιγὰ τὸ ἀδηφάγο κράτος.
Μακάρι καὶ σήμερα νὰ μπορούσαμε νὰ «μεταβιβάσουμε» τὴν ἀκίνητη περιουσία μας, τὴν ὑποθηκευμένη λόγω δανείων, στὴν Ἐκκλησία μήπως καὶ γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἡμεδαπῶν καὶ ξένων λεηλατῶν, ποὺ τὴν προορίζουν γιὰ τοὺς…πρόσφυγες καὶ μετανάστες,, τοὺς λαθρομετανάστες τοῦ Ἰσλάμ).
Νὰ ἐπανέλθουμε ὅμως στὸ τραγούδι καὶ στὴν ἐξαίσια παράδοσή μας ποὺ δὲν γλίτωσε κι αὐτὴ ἀπὸ τὰ πνευματικά…μνημόνια.
Τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ κερδέμποροι τοῦ τηλεθεάματος ἔχουν ἐπινοήσει ἕναν ἄλλο τρόπο ἐκμετάλλευσης νέων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνεργων, γιὰ νὰ θησαυρίζουν.
Εἶναι οἱ ἐκπομπὲς ἀναζήτησης ταλέντων στὸ τραγούδι. Καλλίφωνων ὑποτίθεται .
Πέραν τῆς δυσωδίας ποὺ ἀναδίδει ὅλο αὐτὸ τὸ ἐφεύρημα καὶ τῆς ψυχικῆς ἐξαθλίωσης ὅσων ἀπορρίπτονται ἀπὸ μιὰ ἐπιτροπὴ τάχα καὶ εἰδημόνων-ξεφτίλες ποὺ διασύρονται γιὰ μιὰ χούφτα εὐρὼ-ἐντύπωση προξενεῖ ἡ ἐπιλογὴ τῶν τραγουδιῶν.
Τὰ 2/3 εἶναι ξένα καὶ λίγα τα ἑλληνικά, ἐλαφριὰς κοπῆς.
Ὅσο κι ἂν ἐθελοτυφλοῦμε ἡ νέα γενιὰ ἀποκόπτεται πλήρως ἀπὸ τὴν Ἐθνική μας Παράδοση.
Καὶ ἴσως αὐτὴ ἡ ἀποκοπὴ ἀνεβαίνει καὶ στὴν …μεσόκοπη γενιά.
Ὅλα τα φτηνὰ καὶ σάπια ὑποπροϊόντα τοῦ δυτικοῦ κακοφορμισμένου ἀποστήματος, συνεχίζουν νὰ γυαλίζουν ἐνώπιόν του ἐξευρωπαϊσμένου Γραικοῦ.
Κρατηθήκαμε ὄρθιοι τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, γιατί οἱ Ἑλληνίδες μάνες μάθαιναν στὶς κόρες τους νὰ συλλαβίζουν τραγούδια ποὺ μοσχοβολοῦν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο.
«Κάλλιο νὰ ἰδῶ τὸ αἷμα μου /τὴ γῆς νὰ κοκκινίσει/παρὰ νὰ ἰδῶ τὰ μάτια μου/ Τοῦρκος νὰ τὰ φιλήσει». Καὶ οἱ Ρωμιὲς οἱ μάνες ὅταν τοὺς ἔβρισκε τὸ κακό, γονάτιζαν καὶ παρακαλοῦσαν τὴν Θεομάνα μας:
«Ὤ! Παναγιά μου, Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα/
σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα/
κι ὄντας κοντύνει ἡ γλώσσα μου καὶ θαμπωθεῖ τὸ φῶς μου/
τότε κυρά μου, Παναγιά, νὰ στέκεις βοηθός μου».
Ἔχω γράψει καὶ γιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία “Γλώσσας”, τὶς ἔντυπες ἀθλιότητες τοῦ ὑπουργείου ἀπαιδευσίας, ποὺ ἐκπαραθύρωσαν τὸ δημοτικὸ τραγούδι γιὰ νὰ τὸ ἀντικαταστήσουν μὲ συνταγὲς μαγειρικῆς.
Καὶ καλὸ θὰ ἦταν ὅσοι ἐκπαιδευτικοὶ σέβονται τὴν γῆς ποὺ τοὺς γέννησε νὰ ὀργανώσουν μιὰ θεματικὴ ἑβδομάδα -καὶ δύο καὶ τρεῖς- διδάσκοντας στοὺς μαθητὲς δημοτικὰ τραγούδια “τοῦ τελεσφορώτατου ὀργάνου τῆς ἐθνικῆς ἀγωγῆς”. (Ν. Πολίτης).
“Τίποτε τὸ δημοτικότερο ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ ποιήματα καὶ τίποτα ὁμηρικότερο ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια” θὰ πεῖ καὶ ὁ Παλαμᾶς.
Ἃς τὸ κατανοήσουμε ὅτι σάπιο πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὁ οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση, μὲ δύναμη καὶ ταχύτητα ἐπιδημικῆς ἀρρώστιας, ἔχουν προσβάλει τὸν λαό μας, μὲ κίνδυνο ἀφανισμοῦ του, γιατί ξεραίνονται οἱ ρίζες.
Κάτι ἐμβόλιμο.
Τὸ θηρίο τῆς Ρώμης, ὁ “καλοσυνάτος” πάπας, ἀποκάλεσε τὰ Σκόπια, “Μακεδονία”.
Ἐπειδὴ εἶμαι Μακεδὼν τὸ Γένος, καὶ σκοτώθηκαν παπποῦδες μου γιὰ τὸ ἱερὸ ὄνομα τῆς γενέτειρας, καὶ καπνίζουν τὰ μάτια μου ἀπὸ ὀργή, ἐρωτῶ τοὺς οἰκουμενιστὲς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους ποὺ ὅταν βλέπουν τὸ “θηρίο” κάνουν… κωλοτοῦμπες- ξιπάζονται ἀπὸ τὴν χαρά τους- θὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὴν τάξη;
ΌΤΑΝ -τὸ γράφω μὲ κεφαλαία γράμματα- ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΣΟΥ, ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΟΥ ΕΧΥΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΣΟΥ, ΠΩΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ;
TΟN ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗ ΠΑΠΑ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΕ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΚΟΎΕΙ ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΕΠΙΤΡΈΠΕΤΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΑΣΠΆΖΟΝΤΑΙ;
ΑΥΤΟ ΕΚΑΝΑΝ Ο ΦΩΤΙΟΙ, ΟΙ ΜΑΡΚΟΙ, ΟΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΙ;
Δοξάζουμε τὸν ἀναστημένο Σωτήρα μας, ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ συντηροῦν τὸ “οὐδὲν ἐποιήσαμεν” τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ).
Νὰ κλείσω μὲ δύο δίστιχα πετράδια τῆς δημοτικῆς ποίησης ποὺ δείχνουν τί λαὸς ζοῦσε κάποτε σ’αὐτὰ τὰ ματωμένα χώματα καὶ τί ἀλλόκοτος…ταϊφᾶς καταντήσαμε τώρα.
“Τάζω σου Παναγία μου
ὀκάδες τὸ λιβάνι
νὰ μᾶς ἐβάλεις τῶν δυονῶ
στὴν κεφαλὴ στεφάνι”.
Καὶ τὸ δεύτερο:
“ Ὁ κόσμος μ’ ἀπελπίζουνε
μὴ μ’ ἀπελπίζεις, Θέ μου
καὶ μὴ μ’ἀφήνεις νὰ χαθῶ,
Μεγαλοδύναμε μοὺ”
Δὲν εἶναι καὶ τὰ δύο προσευχές;