Το κυπριακό πρόβλημα, το οποίο στην τρέχουσα εκδοχή του χρονολογείται από το 1963 (έτος που ο πρόεδρος, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θέλησε να τροποποιήσει το Σύνταγμα), έχει φθάσει σε μια κρίσιμη στιγμή στη διαδικασία επίλυσής του. Οι διαδοχικές προσπάθειες που έχουν γίνει από τη δεκαετία του 1970 για επίλυση δεν έχουν καρποφορήσει, με ευθύνη όλων των πλευρών (Τουρκοκυπρίων, Ελληνοκυπρίων, Τουρκίας, Ελλάδας) σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό για την καθεμία ξεχωριστά. Και κατά κανόνα η κάθε νεότερη προσπάθεια ή σχέδιο επίλυσης είναι δυσκολότερη ή και χειρότερη από την προηγούμενη. Το ελληνικό αφήγημα για τη μη λύση του προβλήματος αποδίδει ολοκληρωτικά σχεδόν τις ευθύνες στην Τουρκία. Βεβαίως η Τουρκία έχει τεράστιες ευθύνες, οι οποίες ξεκινούν από την παράνομη εισβολή και κατοχή του 38% της Κύπρου το 1974. Λησμονείται όμως ότι είχε προηγηθεί οιονεί ελληνική εισβολή λίγες ημέρες νωρίτερα (15 Ιουλίου 1974) με το πραξικόπημα ανατροπής του προέδρου Μακαρίου και τελικό στόχο την Ενωση, κάτι το οποίο ανέτρεπε το καθεστώς που είχε αμοιβαίως συμφωνηθεί με τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου για την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960). Στην ελληνική πλευρά μπορεί να εντοπιστούν τέσσερις ξεχωριστές προσεγγίσεις/σχολές που έχουν εμποδίσει μέχρι σήμερα την επίτευξη λύσης.
Πρώτον, η προσέγγιση του «χρονικού πλεονεκτήματος». Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 43 χρόνια από τα γεγονότα του 1974 και σχεδόν 55 απ’ αυτά του 1963, η προσέγγιση αυτή διατείνεται ότι «ο χρόνος εργάζεται υπέρ ημών» και ότι κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον θα επικρατήσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για την επίλυση του προβλήματος (όπως και αυτών στο Αιγαίο). Βεβαίως η απλή αλήθεια είναι ότι ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών.
Ακριβώς το αντίθετο, ιδιαίτερα για το Κυπριακό. Οσο περνά ο χρόνος η απόσταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες (Ελληνοκυπριακή, Τουρκοκυπριακή) διευρύνεται, κάτι που καθιστά τη συνύπαρξη δυσκολότερη. Επιπλέον η προσδοκία ότι με την πάροδο του χρόνου θα εξασθενήσει η Τουρκία (ή και θα διαλυθεί), και επομένως θα είναι περισσότερο διαλλακτική για λύση, δεν επιβεβαιώνεται. Η Τουρκία μπορεί να έχει τεράστια προβλήματα αλλά πάντως δεν εξασθενεί στον επιθυμητό για την προσέγγιση αυτή βαθμό. Μάλλον το αντίθετο. Παρά ταύτα, η σχολή αυτή επιμένει ακόμη και σήμερα στην άποψή της.
Δεύτερον, η προσέγγιση/σχολή της «μη λύσης». Είναι αυτή που διατείνεται ότι δεν χρειάζεται ουσιαστικά καμία συνολική λύση πέρα από ορισμένες εδαφικές διευθετήσεις. Υποστηρίζει συνεπώς τη διατήρηση δύο ξεχωριστών κρατών, με την Κύπρο εσαεί διαιρεμένη. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τη σχολή αυτή η οποιαδήποτε συνολική λύση, και ιδιαίτερα αυτή της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας», θα επιτρέψει ουσιαστικά στην Τουρκία να ελέγξει ολόκληρη την Κύπρο με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.
Πρόκειται για εντελώς αυθαίρετο συλλογισμό που δεν στηρίζεται από τα πραγματικά δεδομένα. Βεβαίως η Τουρκία θα έχει επιρροή στην Τουρκοκυπριακή «συνιστώσα πολιτεία» (constituent state) αλλά και η Ελλάδα/Αθήνα θα ασκεί την επιρροή της στην Ελληνοκυπριακή πλευρά/ κοινότητα. Η επιρροή δε της Τουρκίας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα θα εξαρτηθεί και από τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την επίλυση του προβλήματος. Είναι θέμα διαπραγμάτευσης δηλαδή (και όχι μια a priori αξιωματική θέση).
Τρίτον, η προσέγγιση/σχολή ενάντια ουσιαστικά στην ομοσπονδιακή Κύπρο. Από τη δεκαετία του 1970 έχει συμφωνηθεί ότι το θεσμικό πλαίσιο λύσης θα είναι αυτό της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας». Ωστόσο σημαντικά τμήματα της πολιτικής elite και της κοινής γνώμης στην Κύπρο αντιτίθενται στη λογική της ομοσπονδίας. Ορισμένοι αντιτίθενται γιατί δεν θέλουν αυτό που ακριβώς συνεπάγεται μια ομοσπονδία, την πλήρη πολιτική ισότητα των «συνιστωσών πολιτειών» (Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων) ανεξάρτητα από το πληθυσμιακό μέγεθος και, δεύτερον, την έννοια του «διαμοιρασμού» (sharing) εξουσίας, οικονομικών αγαθών κ.λπ., που επίσης αποτελεί δομικό στοιχείο μιας ομοσπονδίας, στο πλαίσιο βεβαίως συγκεκριμένων ρυθμίσεων. Θέλουν επομένως ενιαίο (unitary) κράτος, αλλά αυτό το πρότυπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε λύση. Υπάρχουν βεβαίως και κάποιοι άλλοι που προσχηματικά είναι υπέρ της ομοσπονδίας αλλά στην πράξη θέλουν ενιαίο κράτος με τους Τουρκοκύπριους ως μια περιθωριοποιημένη μειοψηφία.
Τέταρτον, η προσέγγιση/σχολή του «εθνικού κέντρου». Είναι η ακραία προσέγγιση που λέει ότι η Αθήνα ως το εθνικό κέντρο θα πρέπει να έχει τον τελικό λόγο για οποιαδήποτε λύση (γιατί ο Ελληνισμός είναι ενιαίος και άλλα ηχηρά παρόμοια). Πρόκειται για εξόχως επικίνδυνη προσέγγιση που συσσώρευσε δεινά στο παρελθόν. Ο ρόλος της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην αρχή ότι «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα στηρίζει». Με άλλα λόγια, η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΗΕ, ώριμη δημοκρατία, και μπορεί (και πρέπει) να αποφασίσει μόνη της για το μέλλον της. Η Ελλάδα μπορεί να έχει γνώμη μόνο στο θέμα της εξωτερικής ασφάλειας και των εγγυήσεων, αλλά και σε αυτό το θέμα μέχρι του σημείου που αποδέχεται ως λύση η Λευκωσία. Οχι δηλαδή με την επιβολή απόψεων.
Ευτυχώς οι δύο κύπριοι ηγέτες που διαπραγματεύονται αυτή τη στιγμή (Ν. Αναστασιάδης, Μ. Ακιντζί) βρίσκονται σε μια ορθολογική προσέγγιση αναζήτησης λύσης μακριά από παρωχημένες προσεγγίσεις. Αλλά ο καθένας με τις απόψεις και στοχεύσεις του. Και υπάρχουν επίσης ισχυρά τμήματα της πολιτικής και κυβερνητικής τάξης στην Ελλάδα και στην Τουρκία που επίσης θέλουν τη «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση». Μια τέτοια λύση εκ των πραγμάτων θα είναι προϊόν συμβιβασμού. [Το σημαντικό είναι όμως ότι η «ομοσπονδιακή Κύπρος» θα είναι στο σύνολό της μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και η τελευταία, παρά τα προβλήματα, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ασφάλεια, στη σταθερότητα αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη της νήσου για την ουσιαστική και αρμονική προσέγγιση/συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Η αποτυχία επίτευξης λύσης στην τρέχουσα διαπραγματευτική διαδικασία μπορεί πράγματι να σημάνει το οριστικό τέλος της μακροχρόνιας προσπάθειας. Και έτσι η Κύπρος να παραμείνει είτε διαιρεμένη ή το βόρειο τμήμα της να προσαρτηθεί στην Τουρκία. Αλλά αυτή η εξέλιξη θα αποτελέσει μια μεγάλη ήττα για τον Ελληνισμό γενικά…]
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: http://www.tovima.gr