Ακόμα και αν αποτύχει στο ρόλο του ως μοχλός πίεσης για χρέος και αξιολόγηση μπορεί να αποτελέσει καταλύτη πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα
Τη διάθεσή του να αναδείξει το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων σε μείζον πολιτικό θέμα κάνει σαφή ο Αλέξης Τσίπρας, μετρώντας παράλληλα τις δυνάμεις του και προσπαθώντας να δημιουργήσει πεδίο συναίνεσης ή αντιπαράθεσης, στο οποίο θα έχει τον απόλυτο έλεγχο.
Η επαναφορά του ζητήματος τώρα, προ της δεύτερης αξιολόγησης και της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους, είναι προφανές ότι στοχεύει στη δημιουργία ενός ισχυρού μοχλού πίεσης απέναντι στη Γερμανία, αν αποτύχει να το θέσει επί της ουσίας.
Παράλληλα όμως το θέμα μπορεί κάλλιστα να αξιοποιηθεί και στην εσωτερική πολιτική σκηνή λειτουργώντας συσπειρωτικά τόσο για την αριστερά όσο και για άλλες δυνάμεις καθώς για άντληση δυναμικού από τις δεξαμενές των αναποφάσιστων.
Με δεδομένο ότι στη Βουλή έχει δημιουργηθεί ειδική επιτροπή ακριβώς για το ζήτημα αυτό, ενώ υπάρχει πλέον και εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, το ζήτημα σε συνάρτηση με το χρέος αλλά όχι την αξιολόγηση, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθνικής σημασίας, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε πρώτη φάση το ζήτημα του χρέους θα χρησιμοποιηθεί πολιτική για την ενίσχυση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και των ΑΝΕΛ, ενώ ντε φάκτο θα αποδυναμωθούν κοινωνικά και θα απολέσουν το ηθικό πλεονέκτημα όσες πολιτικές δυνάμεις αρνηθούν συναίνεση επί της απαίτησης.
Με μια τέτοια κίνηση ο Αλέξης Τσίπρας όμως θα πετύχει να «κλειδώσει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια πάγια αντιγερμανική θέση, υπαναχώρηση από τις οποίες θα σημάνει μέγιστη πολιτική ήττα και απώλεια ερείσματος.
Έτσι, ακόμα και αν ο άσσος των αποζημιώσεων θεωρηθεί «καμένος» στο διεθνές τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αυτός είναι ντε φάκτο ισχυρός στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.
Οι δηλώσεις
Επί του θέματος, μετά τον Αλέξη Τσίπρα, τοποθετήθηκε ο καθ ύλην αρμόδιος πρόεδρος της Επιτροπής της Βουλής για τις γερμανικές αποζημιώσεις, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης.
Στις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα απάντησε η γερμανική κυβέρνηση μέσω διαρροών στη Handesblatt, υποστηρίζοντας την πάγια θέση της ότι έχει κλείσει.
Σε συνέχεια του δημοσιεύματος της γερμανικής εφημερίδας ήρθαν οι δηλώσεις του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος είπε:
«Εάν η γερμανική πλευρά δεν στέρξει στο θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και παραμείνει σε αυτή τη στάση που κρατάει από τη δεκαετία του ΄50, τότε ο μόνος δρόμος που μένει είναι να απευθυνθούμε στα διεθνή δικαστήρια»
Η ανακίνηση του ζητήματος τώρα είναι προφανές ότι προετοιμάζει το έδαφος τόσο για τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση όσο και στο εσωτερικό, καθώς η κυβέρνηση θα ζητήσει από τα κόμματα ενιαία στάση, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Αν η κυβέρνηση επιμείνει στη γραμμή αυτή και στους υψηλούς τόνους τότε το ζήτημα θα ανέβει πολύ τον Σεπτέμβριο και θα επιχειρηθεί να χρησιμοποιηθεί ως game changer για τις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες και ως συγκολητικό για την ευρύτερη αριστερά…
Συνεχίζοντας επισήμανε ότι:
«Για πρώτη φορά στα χρονικά του ελληνικού κοινοβουλίου θα υπάρξει, πιστεύω, μια κοινή στρατηγική και ελπίζω και κάποιοι που την τελευταία στιγμή, όπως η Ν.Δ. ανακάλυψαν διαφωνίες, όχι επί της ουσίας, να συνταχθούν σε αυτή την προσπάθεια, γιατί όπως είπε και ο Πρωθυπουργός είναι ένα ιστορικό χρέος της Γερμανίας».
Ο βουλευτής υποστήριξε ότι «πάντα επιστρατεύονταν οι τρέχουσες πολιτικές ανάγκες ώστε αυτό το ζήτημα να πηγαίνει στις καλένδες».
«Δεν μπορούν να ξεχαστούν αυτά και δεν υπάρχει συγχώρεση. Αυτό που πρέπει να απαιτήσουμε ως κοινοβούλιο πια, χωρίς περισπασμούς, είναι ότι αυτό το ιστορικό χρέος της Γερμανίας πρέπει να εκπληρωθεί σε όλα τα επίπεδα και όχι με διάφορες παραπλανητικές κινήσεις του τύπου Γερμανικό Ταμείο για το μέλλον και διάφορα άλλα. Αυτά όλα είναι ενταγμένα στη γραμμή που λέει ότι πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, περασμένα ξεχασμένα, ας μην δηλητηριάζουμε τις νεότερες γενιές», πρόσθεσε.