Oπως συχνά ἔχω διακηρύξει οἱ ὅροι Δεξιὸς καὶ Ἀριστερὸς σέρνουν πάνω τους πολλὴ… πτωμαΐνη. Εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ καὶ μόνο τὸ ἄκουσμὰ τους μοῦ προκαλεῖ διανοητικὴ ἀλλεργία! Κι ἄν στὰ 77 χρόνια μου αἰσθάνθηκα τὴν ἀνὰγκη νὰ γράψω τὸ μυθιστόρημα –τὸ μοναδικὸ τῆς ζωῆς μου– ὑπὸ τὸν τίτλο «Ποιὰ ἦταν ἡ αἰτὶα γιὰ νὰ πεθάνει ὁ Εὐγένιος;» (ἐκδ. Σιδέρης 2014) ἦταν γιὰ νὰ δείξω τὸ πῶς μιὰ μαρτυρικὴ γενιὰ, ἡ δικὴ μου γενιὰ, μαρτύρησε κυριολεκτικὰ, συνθλίφτηκε ψυχικὰ καὶ σωματικὰ μέσα στὶς πολιτικὲς μυλόπετρες ποὺ δημιούργησαν οἱ ὅροι αὐτοί. Ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ μᾶς βασανίζουν ὅπως τὸ φάντασμα τοῦ Μπάνκο βασάνιζε τὸν Μάκβεθ στὴν ὁμώνυμη τραγωδία τοῦ Σαίξπηρ.
Εἶναι δύο λέξεις ποὺ σκότωσαν κάποτε τὸν ἄνθο τῆς Ἑλλάδος, ποὺ πότισαν καὶ ποτίζουν μὲ πολιτικὸ δηλητήριο τοὺς μετέπειτα ἀνθοὺς, δύο λέξεις ποὺ προετοιμάζουν σὰν τὶς κακὲς μάγισσες τοῦ παραμυθιοῦ τὸ ἔδαφος γιὰ νέο ἀλληλοσπαραγμό. Πρέπει νὰ σκεφθοῦμε κάποτε τὸ ποῦ μᾶς ὁδήγησαν καὶ στὸ ποῦ μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν ξανὰ οἱ ἀχυροφτιαγμένες αὐτὲς ἰδεοληψίες, οἱ ὁποῖες ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν πολιτικὸ στίβο ὅ,τι ἀξιόλογο γεννᾶ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία. Κανεὶς δὲν εἰσέρχεται στὴν πολιτικὴ κονίστρα, ὅταν σ’ αὐτὴ, ἀντὶ τῆς λογικῆς, κυριαρχεῖ τὸ μένος, ἡ κραυγὴ καὶ ἡ πυγμή. Κυριαρχεῖ ἡ ταμπέλλα!
Ἐδῶ καὶ μιὰ τριακοντία –ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν πολιτική μας κακοδαιμονία– ἔχω αὐτοανακηρυχθεῖ πολίτης τοῦ οὐδέτερου χώρου. Ἡ περιπλάνησή μου στὴ θάλασσα τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς –χωρὶς συνένταξη– δὲν ἔγινε ποίημα σὰν τὴν ὁμηρικὴ Ὁδύσσεια, ἔγινε πόνος ἀβάσταχτος, ἐπειδὴ ἔβλεπα ὅλα τὰ κομματικὰ ὁράματα, τὰ βαφτισμένα εἴτε δεξιᾶ εἴτε ἀριστερὰ, νὰ βγαίνουν ὅλα πλάνες, γιὰ νὰ ἐκφραστοῦμε Καβαφικὰ. Ἔπαψε πιὰ νὰ μὲ συγκινεῖ τὸ ἀπαρχαιωμένο –τάχα φιλελεύθερο– δεξιό μπαρόκ ἀλλὰ καὶ ἀριστερὸ –τάχα ἐπαναστατικὸ– ροκοκό. Ἕνα κομμάτι τῆς ἀκαθοδήγητης καὶ ἀνερμάτιστης νεολαίας θεωρεῖ ὅτι τὰ ἠχηρὰ λόγια μποροῦν νὰ φέρουν ψωμὶ, χωρὶς σκληρὴ παραγωγικὴ ἐργασία.
Ὅταν εἶχα τὴν εὐτυχία νὰ διδάσκω τὰ Ἑλληνόπουλα καὶ τὸ ἔφερνε ἡ συζήτηση, τοὺς ἔλεγα διδακτικά: «Ἡ καλύτερη ἰδεολογία εἶναι αὐτὴ τῆς μουσκεμμένης φανέλλας». Καὶ ἐπιμένω: Ἄν ὁ νέος δὲν μουσκέψει τὴ φανέλλα του, ἄν δὲν λειώσει τὸ παντελόνι του στὴν καρέκλα «δὲν ἔχει ταΐνι», ὅπως ἔλεγε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ. Ταΐνι εἶναι τὸ φαγητὸ. Ἐγὼ ἐννοῶ καὶ κάτι πέρα ἀπὸ αὐτό: Μιὰ ἀξιοπρεπῆ πορεία ζωῆς χωρὶς τὴ στήριξη τῶν κομματικῶν βακτηριῶν. Τὶ κερδίσαμε μὲ τὸ ποὺ γέμισαν τὰ ἀνώτατα πνευματικά μας ἱδρύματα μὲ κομματικοὺς ἐγκάθετους; Αὐτὸς ποὺ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν κυριαρχικὴ ἐπιβολὴ τῶν ὅρων Δεξιὸς-Ἀριστερὸς, εἶναι ὁ δεξιοτέχνης τῶν ἑλιγμῶν, ἕνας τύπος ἀνθρώπου ποὺ τὸν ὀνομάζω ἀναρριχησία. Ποὺ ὅπως ὁ σαλίγκαρος τοῦ γνωστοῦ ἀνεκδότου, φθάνει στὴν κορυφή τῆς πυραμίδας ἕρποντας, λείχοντας καὶ μὲ τὰ… κέρατὰ του!
Αὐτοὶ βέβαια οἱ ἀναρριχησίες, οἱ πρόμαχοι τοῦ «ἄδειου λόγου» ἔζησαν καὶ ζοῦν καλὰ, ἀλλὰ ἡ χώρα μας ζῆ χειρότερα. Βαρέθηκα ἐπὶ ζωῆς νὰ καταγράφω τὰ μαργαριτάρια τῆς ἀλκοολικῆς σοφίας διαφόρων σωτήρων. Ποὺ ἐμφανίζονται σὲ κάθε κρίσιμη στιγμή καὶ μᾶς ὑπόσχονται ὅτι χάρη σὲ μιὰ μαγικὴ συνταγὴ, ποὺ διαθέτουν μόνον αὐτοὶ, θὰ καταστρέψουν τὴν καταστροφὴ ποὺ μᾶς κατέστρεψε καὶ τὴν ὁποία δημιούργησαν –ὄχι, βέβαια, αὐτοί– ἀλλὰ προγενέστεροι μάγοι – σοφοί.
Καὶ τώρα ποὺ ἔχουμε φθάσει σὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα κάποιοι ἐπιστημονικοφανεῖς φωστῆρες βγάζουν ἀπὸ τὸ κουτὶ τῆς μνήμης τους ὅλα τὰ ἀποφόρια τῆς πρόσφατης αἱματηρῆς ἱστορίας μας, γιὰ νὰ τὰ κάνουν χιτῶνα τῆς νέας γενιᾶς καὶ νὰ φάει κι αὐτὴ τίς σάρκες της, ὅπως ὁ χιτώνας τοῦ Νέσσου ἔτρωγε τὶς σάρκες τοῦ Ἡρακλῆ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἥρωας μας νὰ καταφύγει στὴν αὐτοπυρπόληση. Δυστυχῶς, ἡ πολιτικὴ μας σκηνὴ ἔχει πολλὰ ρετάλια στὸ προσκήνιο καὶ στὸ παρασκήνιο. Τὰ ρετάλια αὐτὰ –ἄν λείψουν οἱ ἰδεοληψίες– θὰ εἶναι καταδικασμένα, γιατὶ τότε θὰ ἔλθει ἡ μέρα ποὺ δὲν θὰ ἔχουν ποῦ νὰ καταφύγουν καὶ ποιὸν νὰ ὑπηρετήσουν. Ὅταν κτυπᾶ ἡ καμπάνα γιὰ πραγματικὴ δουλειὰ, τὰ ρετάλια αὐτὰ γίνονται… βαρήκοα!
Συχνὰ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀναρωτιέμαι: ἕως πότε θὰ μᾶς βασανίζουν τὰ ταμπελλικὰ –καὶ πνευματικῶς τεμπελικὰ– Δεξιὸς καὶ Ἀριστερὸς, ποὺ ἀνάγονται ἐπιστημονικὰ στὴν ἁρμοδιότητα τῆς πολιτικῆς παλαιοντολογίας; Γιατὶ δὲν ὑιοθετοῦμε τοὺς οὐσιαστικώτερους καὶ παραστατικώτερους ὅρους Δημιουργικὸς καὶ Ἀνεπρόκοπος;
Γιὰ τοὺς δεύτερους ὁ ἀείμνηστος παπποῦς μου χρησιμοποιοῦσε τὴ λέξη «σβηστόξυλο», καὶ πιὸ εἰδικὰ γιὰ τοὺς ἀποζώντες ἀπὸ τὸν κρατικὸ κορβανᾶ, τὸν ὅρο «ντορβαντζῆδες», ἀπό τὴ λέξη ντορβᾶς ποὺ εἶναι συνώνυμο τοῦ ταγαριοῦ. Αὐτοὺς ποὺ ὁ παπποῦς ἔλεγε «ντορβαντζῆδες» πολύ παλαιότερα τοὺς ἔλεγαν «σακκουλιάρηδες», ἐπειδὴ ἔβαζαν σὲ μιὰ ἐπ’ ὤμου σακκούλα τὰ προϊόντα τῆς ζητιανιᾶς τους. «Σακκουλιέρηδες», εἴτε μὲ ἀριστερό εἴτε μὲ δεξιὸ πρόσημο, ἔχουμε ἐν ἀφθονίᾳ. Εἶναι οἱ λυμεῶνες τῶν δημοσίων ταμείων, ποὺ ὁ καλύτερος τίτλος τους εἶναι ἡ κομματικὴ ταμπέλλα. Ὄχι ἡ προσωπική τους ἀξία.