Η έξοδος της Βρετανίας ήταν μία απάντηση στη μετατροπή της ΕΕ σε έναν Θεσμό, ο οποίος εξασφαλίζει και διατηρεί κρυφή τη γερμανική ηγεμονία – μία αντίδραση στην απώλεια της εθνικής της ανεξαρτησίας, καθώς επίσης στον υποβιβασμό της σε έναν «γερμανικό τροχό».
«Το δίδαγμα από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι το ότι, γνωρίζουμε πλέον τί δεν θα έπρεπε να κάνει ένα κόμμα. Δεν υπάρχει τίποτα θετικό να μάθει κανείς από αυτήν την περίπτωση. Το ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε πάρα πολλά, κέρδισε τις εκλογές και μετατράπηκε σε μία μαζική, μεγάλη παράταξη. Ορισμένοι ισχυρίζονταν πως επρόκειτο για μία νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης της αριστεράς. Εν τούτοις το 2012, όταν έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, πολύ περισσότερο το 2015, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν υπήρξε καμία εσωτερική δημοκρατία στο κόμμα – αφού μεταλλάχθηκε σε μία μηχανή που απορροφήθηκε από το κράτος και περιστρέφεται γύρω από μία αρχηγική φιγούρα.
Η παράταξη απέτυχε να δημιουργήσει μία καινούργια, πραγματικά δημοκρατική πολιτική οργάνωση. Το ΣΥΡΙΖΑ μας δείχνει πώς δεν πρέπει να λειτουργεί ένα κόμμα, καθώς επίσης πώς δεν πρέπει να οργανώνεται. Δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία κυβέρνηση στον πλανήτη που να είναι τόσο δουλοπρεπής, όσο το ΣΥΡΙΖΑ. Συνθηκολόγησε ολοκληρωτικά, αποδέχθηκε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ έχει πάψει πλέον να αναφέρεται σε διαγραφή χρέους. Απίστευτο!
Ελπίζει μόνο στο ότι, η απελευθέρωση της αγοράς και οι ιδιωτικοποιήσεις, το ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο δηλαδή, θα αναβιώσει(σουν) την οικονομία. Με τα μέτρα αυτά όμως μπορεί η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί λίγο ή να συρρικνωθεί, αλλά σε τελική ανάλυση θα παραμείνει στάσιμη. Η ανεργία δεν θα μειωθεί σημαντικά, παρά την κατακόρυφη αύξηση της μερικής απασχόλησης, ενώ η Ελλάδα θα μετατραπεί σε ένα φτωχό και αδιάφορο κράτος-δορυφόρο της Γερμανίας στην εξωτερική περιφέρεια της Ευρώπης.
Οι εισοδηματικές ανισότητες θα κλιμακωθούν, οι νέοι και ικανοί Έλληνες θα συνεχίσουν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό και η οικονομία θα είναι απόλυτα εξαρτημένη από τον τουρισμό. Είναι κάτι που μόνο ως απόλυτη καταστροφή μπορεί να χαρακτηρισθεί» (Steven Forti με παρεμβάσεις).
Ανάλυση
Όταν αναφέρουμε τα προβλήματα της Ελλάδας και επιχειρούμε να προβλέψουμε το μέλλον της ως γερμανικό πλέον προτεκτοράτο,αρκετοί απαιτούν να προτείνουμε λύσεις – κάτι που έχουμε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της κρίσης.
Σήμερα όμως, με μία κυβέρνηση που χαρακτηρίζεται ως καταστροφική ακόμη και από τους ξένους (βλ. εισαγωγή του κειμένου), με μία αξιωματική αντιπολίτευση που «συντάσσεται με τους δανειστές και επαυξάνει», με τα χειρότερα ίσως πολιτικά κόμματα στην ιστορία της χώρας, με έναν λαό που περιμένει αδιαμαρτύρητα να οδηγηθεί στο ικρίωμα, καθώς επίσης με όλα όσα έχουν υπογραφεί, από το PSI έως τα μνημόνια, με αποκορύφωμα το τρίτο του 2015, τι είδους λύσεις αλήθεια θα μπορούσε να προτείνει κανείς, παραμένοντας ρεαλιστής;
Εμείς πάντως καμία, θεωρώντας πως ο χρόνος που είχαμε στη διάθεση μας ήταν μεν αρκετός, αλλά πέρασε εντελώς ανεκμετάλλευτος – ενώ το παρελθόν πολύ δύσκολα ανατρέπεται, ιδιαίτερα εάν έχουν γίνει τόσα πολλά λάθη. Όσον αφορά τα ελαττώματα του ελληνικού κράτους, στα οποία αναφέρονται αρκετοί θεωρώντας πως αυτά πρέπει να μας απασχολούν, έχουμε την άποψη πως θα τα λύσουν οι Γερμανοί – φυσικά με γνώμονα το δικό τους συμφέρον, καθώς επίσης με έναν έξυπνο τρόπο που δεν θα προβληματίσει τους ιθαγενείς.
Γνωρίζοντας τώρα πως η Γερμανία σχεδιάζει την ευρωπαϊκή οικονομία με γνώμονα τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της εκάστοτε χώρας, κατά τη διδασκαλία του A. Smith, είμαστε σίγουροι πως ο ρόλος που έχει δοθεί στην Ελλάδα έχει κυρίως σχέση με τον τουρισμό – στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η εξαγορά παραθεριστικών κατοικιών από τους συνταξιούχους των βορείων χωρών. Η ελληνική ναυτιλία είναι κάτι που δεν μπορεί να ελέγξει η πρωσική κυβέρνηση, όσο και αν θα το ήθελε – ενώ η ποιοτική γεωργία είναι επίσης εντός των σχεδίων της.
Οι περιφέρειες της Ευρώπης
Περαιτέρω, σε σχέση με την Ευρώπη ασφαλώς θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις, ειδικά επειδή επιταχύνεται η μετατροπή της σε μία γερμανική αυτοκρατορία – ως αποτέλεσμα του ότι η Γερμανία κατάφερε να αντιμετωπίσει, καθώς επίσης να διαχειριστεί με επιτυχία και προς όφελος της την ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Σύμφωνα δε με τον παραπάνω ιστορικό, έχει δημιουργηθεί ήδη ένα ισχυρό κέντρο που εκπροσωπείται από τη Γερμανία – ακόμη καλύτερα από τις οικονομικές της ελίτ, κυρίως από τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τη χημική βιομηχανία, οι οποίες επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές. Γύρω από αυτό το κέντρο δε δημιουργείται μία σειρά διαφορετικών περιφερειών.
Εν προκειμένω, από τη μία πλευρά υπάρχουν εκείνες οι χώρες που θεωρούνται ως «συνοδοιπόροι» της Γερμανίας, εντός ή εκτός της Ευρωζώνης, όπως η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και ένα μέρος της Αυστρίας – κράτη δηλαδή που είναι απ’ ευθείας συνδεδεμένα με τις βιομηχανικές διαδικασίες της Γερμανίας. Πρόκειται για το ευρωπαϊκό παραγωγικό κέντρο, το οποίο προσελκύει και άλλες χώρες μαζί του – όπως τη Ρουμανία, την Ουγγαρία κοκ., οι οικονομίες των οποίων εξαρτώνται όλο και πιο πολύ από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Η δεύτερη περιφέρεια αποτελείται από τις χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και ένα μέρος της Ιταλίας – οι οποίες έχουν μετατραπεί ουσιαστικά σε εξαρτημένους δορυφόρους ή/και αποικίες της Γερμανίας. Πρόκειται για κράτη με έναν πολύ μορφωμένο αλλά μη αποτελεσματικό δημόσιο τομέα, με υψηλή ανεργία, καθώς επίσης με ελάχιστη ανταγωνιστικότητα – ειδικά όσον αφορά το βιομηχανικό κλάδο.
Σημαντικό είναι εδώ το ότι, όλες αυτές οι χώρες είναι μέλη της Ευρωζώνης – γεγονός στο οποίο οφείλεται η μηδενική ανταγωνιστικότητα τους. Ο ρόλος τους είναι ουσιαστικά να εξασφαλίζουν μέσω της ζήτησης τους τη λειτουργία της γερμανικής βιομηχανίας, να την τροφοδοτούν με φθηνό εργατικό δυναμικό, καθώς επίσης να υπηρετούν μέσω του τουρισμού τον ευρωπαϊκό Βορά – κυρίως με επιχειρήσεις που δεν θα ανήκουν στις ίδιες, όπως στο παράδειγμα της FRAPORT.
Η βόρεια Ιταλία, καθώς επίσης ορισμένες άλλες χώρες, ανήκει στην τρίτη περιφέρεια – σε αυτήν που ευρίσκεται μεταξύ του κέντρου και του ευρωπαϊκού νότου. Πρόκειται για τη μοναδική χώρα στην Ευρώπη που διαθέτει ένα βιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταγωνισθεί τη γερμανική βιομηχανία – εάν όμως δεν ήταν μέλος του ευρώ, έχοντας τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμα της.
Οι δυνατότητες της είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές της Γαλλίας, αφού η τελευταία έχει καταστρέψει τη βιομηχανία της – βιώνοντας τα τελευταία χρόνια μία διαδικασία «χρηματιστικοποίησης» της οικονομίας της, όπως οι Η.Π.Α. στο παρελθόν (=κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων).
Η Γαλλία, η Μ. Βρετανία και οι Η.Π.Α.
Η Γαλλία ανήκει βέβαια στο κέντρο της Ευρώπης, μαζί με τη Γερμανία και την Ολλανδία – δεν διαθέτει όμως τη βιομηχανική ισχύ για να ανταγωνιστεί τη Γερμανία. Το παιχνίδι για τη χώρα χάθηκε όταν εισήλθε στο ευρώ – το οποίο η Γερμανία χρησιμοποίησε για να αυξήσει την ισχύ της μέσω της πολιτικής του μερκαντιλισμού και του μισθολογικού dumping.
Η νέα κυβέρνηση τώρα της Γαλλίας κάνει ακριβώς ότι η Γερμανία: μειώνει τους μισθούς, δρομολογεί μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις κοκ. – κάτι που δεν πρόκειται να βοηθήσει την άνοδο της ανταγωνιστικότητας και τη βιομηχανία της. Η μοναδική της ελπίδα είναι η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, στο οποίο έχει σημαντικά πλεονεκτήματα απέναντι στη Γερμανία – επίσης η στρατιωτική της ισχύς, την οποία ασφαλώς θα θελήσει να εκμεταλλευθεί κατάλληλα η καγκελάριος.
Σε κάθε περίπτωση το ευρώ ενέτεινε τα αρνητικά αποτελέσματα της κρίσης χρέους για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, δημιούργησε νέα προβλήματα και κατέστρεψε σχεδόν όλους τους οικονομικούς κλάδους. Από την πλευρά αυτή είναι ένα εντελώς αποτυχημένο νόμισμα, με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία – την οποία βοήθησε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική χώρα της Ευρώπης.
Επίσης μία πολύ μεγάλη παγκόσμια εξαγωγική δύναμη που είναι πλέον σε θέση να διεισδύει αποτελεσματικά τόσο στην αμερικανική, όσο και στην κινεζική αγορά. Επομένως, οι συνέπειες του ευρώ ήταν οι ακριβώς αντίθετες από τις αναμενόμενες, εκ μέρους των κρατών που το υιοθέτησαν – ή το προώθησαν, όπως οι Η.Π.Α.
Στα πλαίσια αυτά, η έξοδος της Βρετανίας ήταν κατά κάποιον τρόπο μία απάντηση στη μετατροπή της ΕΕ σε έναν Θεσμό, ο οποίος εξασφαλίζει και διατηρεί κρυφή τη γερμανική ηγεμονία – μία αντίδραση στην απώλεια της εθνικής της ανεξαρτησίας, καθώς επίσης στον υποβιβασμό της σε έναν «γερμανικό τροχό». Πρόκειται ουσιαστικά για μία προειδοποίηση από τα κάτω, προς τη νέα Ευρώπη που σχηματίζεται – προς το τέταρτο γερμανικό Ράιχ που παίρνει σάρκα και οστά, στηριζόμενο σε οικονομικά όπλα και με αιχμή του δόρατος το ευρώ.
Η Μ. Βρετανία εκφράζει τη θέληση της ανεξαρτητοποίησης από αυτήν την καινούργια αυτοκρατορία – ενώ οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει τεκμηριώνουν πόσο οδυνηρό είναι το συγκεκριμένο εγχείρημα, ουσιαστικά αδύνατον για τους δορυφόρους της Γερμανίας, όπως είναι πια η Ελλάδα. Εν τούτοις, δεν πρέπει να υποτιμάει κανείς την ισχύ του βρετανικού καπιταλιστικού μοντέλου, παρά τα προβλήματα της χώρας – ούτε το γεγονός ότι στην Ευρώπη υπάρχουν τρεις πρωτεύουσες που μετρούν: η Μόσχα, το Βερολίνο και το Λονδίνο, όπου το τελευταίο συνειδητοποιεί πολύ καλά τη σημασία του.
Αντίθετα οι Η.Π.Α. του κ. Trump ενσαρκώνουν την προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο αδιέξοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης – κάτι που όμως δεν φαίνεται να έχει επιτυχία, επειδή ο αμερικανός πρόεδρος επιχειρεί να εκμεταλλευθεί με ψέματα την απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς επίσης την αύξηση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από το ότι, δεν κατάφερε να εφαρμόσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις (άρθρο) – με αποτέλεσμα να θεωρείται ως ένας τυπικός ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, ο οποίος επιχειρεί την ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση της οικονομίας προς όφελος των ελίτ, όπως ένας κλασσικός λαϊκιστής και δημαγωγός.
Ακόμη χειρότερα, δεν φαίνεται να έχει καταλάβει πως η Γερμανία, θεωρώντας ότι η υπερδύναμη ευρίσκεται σε πορεία παρακμής, προωθεί αφενός μεν την απεξάρτηση της, αφετέρου την ανάδειξη της στην τέταρτη μεγάλη δύναμη του πλανήτη, μαζί με τις Η.Π.Α., τη Ρωσία και την Κίνα – όπου, τυχόν συμμαχία της με την Κίνα, θα προκαλούσε πολύ μεγάλες δυσκολίες στις δύο άλλες ισχυρές δυνάμεις.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ορισμένοι ισχυρίζονται πως θα μπορούσε να αλλάξει με προσπάθειες εκ των έσω η δομή της Ευρώπης – η οποία χαρακτηρίζεται από ένα ισχυρό κέντρο που δεν ενέχεται καμία αντίρρηση στην πολιτική που χαράσσει, καθώς επίσης από περιφέρειες που υποτάσσονται στις επιταγές της πρωσικής κυβέρνησης. Ως παράδειγμα αναφέρουν την Πορτογαλία, η οποία έχει μία αριστερή κυβέρνηση συνεργασίας που κατήργησε τα μέτρα λιτότητας, χωρίς να υποστεί καμία τιμωρία – κάτι που όμως δεν έχει τη σημασία που του αποδίδεται.
Με απλά λόγια, η Πορτογαλία μπορεί μεν να κυβερνάται σήμερα διαφορετικά, αλλά έχει προηγηθεί η μετατροπή της σε χώρα της Lidlμε μία σειρά ιδιωτικοποιήσεων και μεγάλων παραχωρήσεων – ενώ δεν πρόκειται να αναπτυχθεί ιδιαίτερα, αφού θα συνεχίσει να μπλοκάρεται από τη Γερμανία για εκείνο το διάστημα που θα αντιδράει, όπως η Ελλάδα στο παρελθόν.
Στα πλαίσια αυτά η μοναδική δυνατότητα για να αλλάξει πραγματικά η Ευρώπη, θα ήταν να ακολουθήσει η Ιταλία το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας – εξερχόμενη εν πρώτοις από την Ευρωζώνη, έτσι ώστε να μπορεί να ανταγωνίζεται τη γερμανική βιομηχανία με τα προϊόντα της. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο για μία υπερχρεωμένη χώρα με χρεοκοπημένο σχεδόν το τραπεζικό της σύστημα, καθώς επίσης με μία σειρά άλλων προβλημάτων στην οικονομία της (ανάλυση) – ενώ θα έπρεπε ασφαλώς να αναδιαρθρώσει το χρέος της για να τα καταφέρει.
Εν τούτοις αποτελεί τη μοναδική ελπίδα αντίστασης στο τέταρτο Ράιχ, σε συνδυασμό με τη Μ. Βρετανία, ενώ ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών της δυνάμεων, καθώς επίσης των Πολιτών της τάσσεται υπέρ της εξόδου – κάτι που όμως θα φανεί στις επόμενες εκλογές, τις οποίες εμείς τουλάχιστον θεωρούμε ως τις πλέον αποφασιστικές για το μέλλον της Ευρώπης.
Με στρατιωτικούς όρους πάντως η Γερμανία κέρδισε τον πόλεμο της Γαλλίας καθιστώντας την υπαρχηγό στην Ευρώπη, κυριάρχησε σε όλους τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, έχασε τη μάχη της Μ. Βρετανίας, συνέτριψε την Ελλάδα και συνεχίζει την αντιπαράθεση της με τη Ρωσία – βοηθούμενη από το βαθύ αμερικανικό κράτος που θέλει να ανατρέψει τον πρόεδρο Trump.
Η Ρωσία, από την οποία η Γερμανία εξαρτάται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό, συνεχίζει να αποτελεί το βασικό της εχθρό, ενώ τοποθετεί ήδη εμπόδια στην επεκτατικότητα της Κίνας – η οποία θεωρεί πολύ σημαντική την παρουσία της στην Ευρώπη, προσπαθώντας να εξαγοράσει όσο περισσότερες επιχειρήσεις μπορεί.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ