Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς Α’ και Β’ ἐπιστολές του πρὸς Τιμόθεον καὶ στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τίτον ὑποδεικνύει τὰ ἀδιάλειπτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα καθήκοντα τῶν ποιμένων:
Ὁ ποιμένας πρέπει νὰ ἔχει καθαρὴ πίστη καὶ νὰ εἶναι ἀκλόνητος τύπος τῆς ἀρετῆς.
Να γνωρίζει καὶ νὰ διδάσκει μὲ ἀκρίβεια τὸν νόμο, τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τηρώντας, πρῶτος αὐτός, αὐτὰ ποὺ διδάσκει.
Νὰ νουθετεῖ, νὰ στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, νὰ σηκώνει αὐτούς, ποὺ ἔχουν πέσει, νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχασαν.
Γιατί ἂν δὲν εἶναι ἀντὶ νὰ ὠφελοῦνται οἱ Χριστιανοί θὰ σκανδαλίζονται ὰπὸ αὐτόν καὶ θὰ βλάπτονται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μικρὸ ποίμνιο δὲν θὰ ἀκολουθήσει καὶ θὰ ἀποκηρύξει αὐτὸν τὸν ποιμένα ὡς μισθωτὸ καὶ ληστή.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποποιοῦνται τοῦ ρόλου τους καὶ τῶν εὐθυνῶν τους καὶ ἀφήνουν, νίπτοντες τὰς χείρας τους, τὸ ποίμνιο βορὰ τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.
Περὶ τῶν καθηκόντων τους δὲν λένε κουβέντα.
Ὁ νέος τους ρόλος εἶναι νὰ ἀθωώνουν αἱρετικούς καὶ νὰ επικηρύττουν πιστούς, νὰ ἀνακηρύττουν τοὺς ἐκτὸς τῆς Εκκλησίας «ἀδελφὲς ἐκκλησίες» καὶ τοὺς ἐντὸς «ἐκτός Αὐτῆς», νὰ ἀντιστέκονται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑποτάσσονται πλήρως στὴν κοσμικὴ ἐξουσία, νὰ ἐξαφανίζουν τὴν πνευματικότητα καὶ νὰ προωθοῦν τὴν ἐκκοσμίκευση, νὰ ἀντικαθιστοῦν τὴν εὐσέβεια μὲ τὸν εὐσεβισμό, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ ἔργα κοινωνικοῦ χαρακτῆρα, νὰ ἀσκοῦν ἀντὶ γιὰ πνευματικὴ κοσμικὴ ἐξουσία μὲ τὰ ἀνάλογα ὄργανα καταστολῆς, νὰ ἐξαγγέλουν ἀρὲς καὶ ἀφορισμούς, ἐπιτίμια καὶ τιμωρίες, ἀναθέματα καὶ φυλακίσεις στὰ ὑποτιθέμενα τέκνα τους.
Σὲ ὅλα αὐτὰ ξεχνοῦν ὅμως κάτι: Ὁ Χριστός μας εἶπε, ὅτι ἂν ὁ σκανδαλιζόμενος φέρει κάποια εὐθύνη, τότε ὁ δημιουργῶν τὸ σκάνδαλο, πάντα κατὰ τὸν Κύριο, καλύτερα νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ.
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει στὸν λόγο του «περὶ ψευδοπροφητῶν, καὶ ψευδοδιδασκάλων, καὶ ἀθέων αἱρετικῶν, καὶ περὶ σημείων τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος τούτου»:
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ψευτοδιδάσκουν καὶ νὰ ἀπειλοῦν, ἂς ρίξουν στάχτη ἐπὶ τὴν κεφαλήν τους καὶ ἂς κλάψουν καὶ ἂς μετανοήσουν.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ αὐτοκτόνησαν λυγισμένοι ἀπὸ τὴν ἀνεργία καὶ τὰ χρέη, τῶν μὴν ἐχόντων καταφύγιο καὶ παρηγοριά.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ πεινοῦν καὶ κρυώνουν τὶς νύχτες, ἐνῶ αὐτοὶ κυκλοφοροῦν μὲ Μερσεντές καὶ μένουν σὲ βίλλες και πολυτελῆ «κελλιά».
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν χιλιάδων βρεφῶν, ποὺ ἔπεσαν θύμα ἐκτρώσεων καὶ ἄλλων μεθόδων ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ βραβεύει ἡ Ἱεραρχία.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν πολιτῶν, ποὺ γονατισμένοι ἀπὸ τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς ἀπειλὲς βλέπουν τὸ τελευταῖον καταφύγιο ποὺ τὸ ὑπολόγιζαν ὡς ἀμόλυντο, νὰ γίνεται ἕρμαιο σκοπιμοτήτων καὶ συμφερόντων καὶ νὰ παραδίδεται στὴν νέα τάξη πραγμάτων.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, ποὺ μὲ τὶς θυσίες τους στήριξαν τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ θέλουν νὰ γκρεμίσουν.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν γνώρισαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ δὲν θὰ τὴν γνωρίσουν, τουλάχιστον ἀπὸ αὐτούς, μιᾶς καὶ τὴν διαστρεβλώνουν καὶ τὴν πουλοῦν ἀντὶ πινακίου φακῆς.
Κραυγάζει τὸ αἷμα τῶν ὁμολογητῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων γιὰ τὴν προδοσία τῆς Πίστεως ἀπὸ προδότες καὶ ψευδοποιμένες, τοὺς ὁποίους ὀνόμασε ἡ Παναγία μας «ἐχθροὺς τοῦ υἱοῦ μου καὶ ἐμοῦ».
Ἀλίμονο!