Το χρονικό
Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου 1922 (8 Σεπτεμβρίου ν.η.) οι Τούρκοι μπαίνουν στον Μπουρνόβα, ένα μαγευτικό προάστιο της Σμύρνης, για να αρχίσουν το απάνθρωπο έργο τους. Ορμούν, σφάζουν, βιάζουν και λεηλατούν χωρίς οίκτο. Ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης (αινιγματική φυσιογνωμία, προδότης των Ελλήνων της Σμύρνης) την ίδια μέρα εγκαταλείπει τη Σμύρνη. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Στεργιάδης με τον κυνισμό που τον χαρακτήριζε είχε πει στον Γ. Παπανδρέου, που τον είχε επισκεφθεί λίγο πριν από την καταστροφή: «Βλέπω την κατάρρευσιν». «Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμο να φύγει;» «Καλύτερα να μείνουν εδώ για να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».
Το ίδιο απόγευμα της 26ης Αυγούστου οι Αρχές εγκαταλείπουν τη Σμύρνη και ο στόλος μας αποπλέει από την Προκυμαία της Σμύρνης. Ο Εθνικός μας Υμνος ανεκρούετο για τελευταία φορά από το γαλλικό θωρηκτό «Ερνέστος Ρενάν», τιμή προς τον παλιό σύμμαχο(!). Η σφαγή γενικεύεται. Μάταια ο θρυλικός ήρωας Παναγιώτης Ξηρός με τα παλληκάρια του θα προσπαθήσει να αποτρέψει τη σφαγή στο Μπουρνόβα. Ο ίδιος και οι συναγωνιστές του (νεαροί, αμούστακοι Μπουρνοβαλιώτες στην πλειοψηφία τους) πέφτουν νεκροί από τα πυρά των Τούρκων.
Πρωί 27ης Αυγούστου 1922: Είχαν αποχωρήσει όλα τα τμήματα του Στρατού μας και η Σμύρνη, η Νύμφη του Ερμαίου, ήταν ανυπεράσπιστη στα χέρια των Τούρκων. Οι πρώτοι Τούρκοι ιππείς μπήκαν στην Πόλη και ο νέος στρατιωτικός διοικητής της πόλης Νουρεντίν πασάς, ο οποίος έφτασε λίγο αργότερα, με προκήρυξή του απαγόρευε την κυκλοφορία των κατοίκων μετά τις 7 το βράδυ, ενώ δήλωνε ότι η τιμή, η ζωή και η περιουσία των κατοίκων θα τύχαιναν σεβασμού (Βικτώρια Σολομωνίδου).
Ψεύδος!!! Οι φρικαλεότητες των Τούρκων που ακολούθησαν, ήταν τέτοιες που δεν ταιριάζουν στο ανθρώπινο γένος.
Στην πόλη της Σμύρνης, οι σφαγές ξεκίνησαν από την αρμένικη συνοικία του Αγίου Στεφάνου. Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη και φιλέλληνας George Horton, έγραψε: «Οι δρόμοι που οδηγούσαν στην αρμένικη συνοικία, φυλάγονταν από Τούρκοι στρατιώτες. Οσο διήρκεσε η σφαγή, δεν επετράπη σε κανέναν η είσοδος. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές της τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Επειδή αρνήθηκαν να παραδοθούν, δέχτηκαν πυρά και χειροβομβίδες, ενώ στη συνέχεια οι Τούρκοι εισέβαλαν στον περίβολο και εντός του ναού, κατασφάζοντας και εκτελώντας[…]». Στις 25/8/22 (7/9/22 ν.η.) η εφημερίδα Daily news γράφει: «Η φωτιά άρχισε από την αρμένικη συνοικία… Τούρκοι στρατιώτες έχυναν πετρέλαιο στα σπίτια και έβαζαν φωτιά. Σαφώς οι τουρκικές αρχές μπορούσαν να παρεμποδίσουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Οι Τούρκοι στρατιώτες, που δρούσαν εσκεμμένα, ήταν οι κύριοι υπαίτιοι της τρομερής καταστροφής». Η φωτιά έκαιγε όχι μόνο τις περιουσίες τους, αλλά και τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους, τη ζωή τους.
Στην απερίγραπτη σύγχυση που επικρατούσε, προστέθηκε και η φρίκη της πυρκαγιάς που κατέφαγε τα πάντα στο πέρασμά της. Η Γκιαούρ Ιζμίρ, η «άπιστη Σμύρνη», όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, είχε παραδοθεί στο έλεος των Τούρκων, στα βάρβαρα και απάνθρωπα ένστικτά τους. Η κεμαλική «Δημοκρατία» γεννιόταν με τη φρίκη και το αίμα χιλιάδων αθώων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Ο Edward Hale Bierstadt, το βιβλίο του «Η μεγάλη προδοσία», αναφέρει πως 100.000 άτομα σφαγιάσθησαν, 280.000 είχαν κατακλύσει την προκυμαία ικετεύοντας τη σωτηρία τους (τόσο ασφυκτικά ήταν ο κόσμος στην προκυμαία ώστε όταν κάποιος πέθαινε, δε μπορούσε να πέσει, αλλά συνέχιζε να παραμένει όρθιος στηριζόμενος αναγκαστικά από τους διπλανούς του), και 160.000 εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους στο εσωτερικό (Αμελέ Ταμπουρού) για να μη ξαναφανούν ποτέ».
Οι σύμμαχοι (Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Αμερικάνοι) μπροστά στο χαμό και στον όλεθρο, παρέμεναν απαθείς. Είχαν υπογράψει με τον Κεμάλ, ένα χρόνο νωρίτερα περίπου, σύμφωνα φιλίας και ουδετερότητας. Μάλιστα μέσα στα συμμαχικά πλοία, που ήταν προσορμισμένα στην προκυμαία της Σμύρνης, παιάνιζαν εμβατήρια και τραγούδια, για να μην ακούγονται οι κραυγές των αθώων από τις σφαγές και τις πρωτόγονες ωμότητες που συνέβαιναν στη Σμύρνη. Ο Αμερικανός πρόξενος George Horton γράφει: «Η εικόνα των πολεμικών πλοίων το λιμάνι της Σμύρνης το σωτήριο έτος 1922, να παρακολουθούν σιωπηλά την τελευταία πράξη της τραγωδίας των χριστιανών της Τουρκίας, ήταν ίσως η πιο θλιβερή και πιο σημαντική απ’ όλες». Ο νομπελίστας Ερνεστ Χέμινγουεϊ, μόλις 20 χρονών διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής της «Toronto Star» και γράφει: «Το χειρότερο ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους νεκρά, ακόμα κι έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία».
Στις 29 Αυγούστου (11 Σεπτεμβρίου ν.η.) ο Μουσταφά Κεμάλ μπαίνει στη Σμύρνη, επευφημούμενος σαν «γαζί» (κατακτητής). Ο εθνικός φανατισμός, οι ωμότητες και οι αγριότητες δυναμώνονται με την παρουσία του. Την ίδια μέρα παραδίδεται από τον Νουρεντίν πασά, στον μαινόμενο τουρκικό όχλο ο μητροπολίτης Σμύρνης, εθνομάρτυρας Χρύσανθος (Καλαφάτης), και θανατώθηκε κατακρεουργούμενος. Σε αντίθεση με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, ο Αρμένιος Επίσκοπος Γεβόντ Τουριάν αναζήτησε άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα και κρυφά έφυγε για τις ΗΠΑ, όπου και δολοφονήθηκε από συμπατριώτες του Αρμένιους, κατηγορούμενος για προδοσία.
Οι φρικαλεότητες και οι πρωτόγονες ωμότητες των Τούρκων, οι βιασμοί και οι σφαγές, η φλεγόμενη πόλη, οι φωνές και το αίμα των Ελλήνων της Μ. Ασίας, έκαναν τον George Horton να γράψει: «Ένα από τα πιο βασανιστικά αισθήματά μου εκείνες τις μέρες ήταν της ντροπής. ντρεπόμουν που ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
Η Daily telegraph στις 3 Σεπτεμβρίου / 16 Σεπτεμβρίου 1922 γράφει χαρακτηριστικά: «Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει […] το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εκεί μια για πάντα […] Δεν μένει καμιά αμφιβολία για τα αίτια της πυρκαγιάς […] Τον δαυλό τον άναψαν στρατιώτες του τουρκικού στρατού».
Στον απόηχο…
Ο Βρετανός ιστορικός Giles Milton αναφέρει ότι η Σμύρνη ήταν μια «κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη» και ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Τονίζει επίσης ότι «στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία εθνικής εκκαθάρισης, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων». Ενώ ο Τούρκος δημοσιογράφος Akyoz παραλληλίζει την εξόντωση των Ελλήνων στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του 1922 με την Γενοκτονία των Αρμενίων. (Ήταν παρόμοιας έμπνευσης με τις εξορίες των Αρμενίων του 1915, γράφει). Άλλωστε και ο Μουσταφά Κεμάλ ποτέ δε μίλησε δημόσια ενάντια στη Γενοκτονία…
Οι κεμαλιστές όμως δεν σταμάτησαν στις σφαγές, στους βιασμούς, στις λεηλασίες και στην ικανοποίηση των ζωωδών ενστίκτων τους. «Αξιοποίησαν» τα υπολείμματα των θυμάτων τους (των ηρώων στρατιωτών, του άμαχου πληθυσμού) για να πλουτίσουν. Τον Δεκέμβριο του 1924 έγινε γνωστό ότι φορτώθηκαν από τα Μουδανιά 400 τόνοι ανθρώπινα λείψανα (που αντιστοιχούν σε 50.000 ανθρώπους) στο βρετανικό πλοίο – φορτηγό «Ζαν Μ.» για να μεταφερθούν στην Μασσαλία. Η εφημερίδα «New York Times» τον Δεκέμβριο του 1924 παρουσιάζει την είδηση: «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία που οφείλεται στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται «Ζαν Μ.» και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιοτεχνίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά, στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι απομεινάρια από τις σφαγές στη Μικρά Ασία». Ο Αγγελομάτης στο βιβλίο του «Χρονικό Μεγάλης Τραγωδίας» γράφει: «Ήσαν τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ήσαν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ».
Οι Τούρκοι γιορτάζουν την 9η Σεπτεμβρίου (27 Αυγούστου π.η.) ως «Ημέρα απελευθέρωσης της Σμύρνης» (Kurtulus Sanasi). Όμως μεγάλες τουρκικές προσωπικότητες (διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι) χαρακτηρίζουν τα γεγονότα της Σμύρνης ως «όνειδος» και «μεγάλη ντροπή», αποστρεφόμενοι και καταδικάζοντας τον κεμαλικό εθνικισμό. Ο Talat Ulusoy έγραψε στην Εφημερίδα Taraf (9-9-2015) «Πρόκειται για μια επέτειο που καθιερώθηκε από τυφλωμένα μυαλά και γιορτάζει το κάψιμο μιας πόλης και τη μετατροπή της σε στάχτες […]».
Ποιος φταίει;
Η ευθύνη για την καταστροφή της Σμύρνης και για την ερήμωση του -εκεί- Ελληνικού στοιχείου βαρύνει πολλούς. Ο γράφων, γόνος μικρασιατών γονιών (πατέρας από το Ναζλί και μητέρα από τη Σμύρνη), κράτησε τις περιγραφές και τον πόνο των ανθρώπων που εκδιώχτηκαν από τη Μικρά Ασία. Οι ίδιοι οι Μικρασιάτες βαρύνουν όχι μόνο τους Συμμάχους για την καταστροφή, αλλά και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο για άστοχους χειρισμούς. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατολία ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, αναφέρει: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι… Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Ερνστ Χέμινγουέϊ η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους – αλλά βενιζελικούς – αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Κατά την μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου, υπεύθυνος φαίνεται να ήταν ο Βενιζέλος. Σε συνέντευξή της αναφέρει: «[…] Το ποιος φταίει θα το πω με ένα στίχο από το ποίημα “Της Καταστροφής”: «Δε νίκησαν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Δεν μπορούσαν. Μα δεν ήταν κι άνθρωποι. Την Ελλάδα νίκησαν, αδόξως, διχασμός, Λεβαντίνοι κι Ευρώπη». Και συνεχίζει: «Ο Βενιζέλος έκανε τη μεγαλύτερη καταστροφή. Μέσα στη φλόγα του πολέμου, έπρεπε να γίνουν εκλογές στην Ελλάδα;».
Η νοσταλγία για τις «Χαμένες πατρίδες» υπήρξε σύντροφος και καημός για την πρώτη γενιά των προσφύγων. Πίστευαν -μάταια- πως θα επέστρεφαν στα χώματά τους. Όμως προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος προς το Ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας (1930), θυσιάστηκαν τα αισθήματα των ατόμων για τις σκοπιμότητες και τις ανάγκες της ευρύτερης εθνικής κοινωνίας. Θυσιάστηκαν για μια ακόμα φορά οι πρόσφυγες.
Γλαφυρά με τον δικό του τρόπο ο επιφανής Τούρκος δημοσιογράφος Farik Rifki Atay (ο οποίος μάλιστα ανήκε στο στενό περιβάλλον του Μουσταφά Κεμάλ), γράφει για την Καταστροφή στο βιβλίο του “Cankaya”:
«Η Σμύρνη καιγόταν και μαζί της η Ρωμιοσύνη της, οι άνθρωποι των πρώτων πολιτισμών, εκείνοι που έζησαν τον Μεσαίωνα με τους μουσουλμάνους, εκείνοι που ζούσαν στην πατρίδα τους και στα σπίτια τους με άνεση, εκείνοι που κρατούσαν το εμπόριο και τη γεωργία της Σμύρνης και όλης της Δυτικής Ανατολίας, και ολόκληρη την οικονομία της, εκείνοι που ζούσαν σε παλάτια, κονάκια και τσιφλίκια, τώρα, τον εικοστό δεύτερο χρόνο του εικοστού αιώνα, πεθαίνουν για ένα κομμάτι βάρκας να τους μεταφέρει μακριά για πάντα…».
Βιβλιογραφία:
1. «Χαμένες Πατρίδες», Γιάννη Π. Καψή.
2. «Μικρά Ασία. Ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923)» (προδημοσίευση στην Εφημερίδα «Καθημερινή» 27-9-15), Βλάση Αλτζίδη.
3. «Η Μεγάλη προδοσία», Bierstadt Edward.
4. «The Blight of Asia», Horton George.
5. «Σμύρνη – Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922», Ηλιού Μαρία και Κιτροέφ Αλέξανδρος.
6. Διαδικτυακοί Ιστότοποι.

 

Γράφει ο Δρ. ΠΟΛΥΒΙΟΣ Ν. ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
φιλόλογος-διδάκτωρ της Εκπαίδευσης

Πηγή: http://www.pelop.gr