Η διεθνής επιστημονική κοινότητα αρχικά μας έλεγε ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους Έλληνες της αρχαιότητας (1600 – Fallmerayer), μετά μας πήγαν λίγο πριν την κλασσική εποχή τον 7ο αιώνα προ Χριστού (1800), ύστερα με την ανακάλυψη της Τροίας και την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής γύρω στο 1600 – 1200 π.Χ.. Σήμερα μας πάνε περίπου στο 3-4.000 π.Χ. αφού αποδείχτηκε η συνέχεια με τους Μυκηναίους – Μινωίτες.
Να δούμε τελικά, πόσα χιλιάδες χρόνια πίσω ακόμα θα φτάσουμε μέ τις νέες έρευνες και τεχνικές αυτού του αιώνα…! Η καταγωγή μας πάντως σύμφωνα με την μυθιστορία μας ξεκινά από την εποχή του Δία και της Ήρας πολύ πριν το 10.000 π.Χ. (Στην φωτογραφία οι δύο Έλληνες θεοί έξω από το κοινοβούλιο της Αυστρίας).

Οι σημερινοί Έλληνες είναι γενετικά παρόμοιοι σε μεγάλο βαθμό με τους Μυκηναίους και τους Μινωίτες σύμφωνα με τα κυριότερα ευρήματα μιας νέας πρωτοποριακής έρευνας Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, οι οποίοι για πρώτη φορά ανέλυσαν το αρχαίο DNA Μυκηναίων και Μινωιτών και το συνέκριναν με άλλους πληθυσμούς και με τους σύγχρονους Έλληνες.

Η ανακάλυψη των πολιτισμών των Μινωιτών και των Μυκηναίων στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα στα τέλη του 1800 έδωσε πνοή στη σύγχρονη αρχαιολογία και άνοιξε ένα παράθυρο στην Ευρωπαϊκή εποχή του χαλκού. Αυτή η περίοδος της ιστορίας προηγουμένως έκανε την εμφάνισή της μόνο μέσα από τα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Ο Μινωικός πολιτισμός άκμασε στην Κρήτη στην τρίτη χιλιετία (3 – 4.000 π.Χ.) πριν από τη γέννηση του Χριστού και ήταν εκπληκτικά αναπτυγμένος καλλιτεχνικά και τεχνολογικά. Οι Μινωίτες ήταν επίσης ο πρώτος εγγράμματος λαός της Ευρώπης (Γραμμική γραφή Α).

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα στη δεύτερη χιλιετία (2 – 3.000 π.Χ.) πριν την γέννηση του Χριστού. Μοιράστηκε πολλά πολιτιστικά χαρακτηριστικά με τους Μινωίτες. Χρησιμοποίησαν τη Γραμμική γραφή Β, μια πρώιμη μορφή των Ελληνικών.

Η μελέτη δημοσιεύεται στην online έκδοση του περιοδικού Nature. Η αρχαιογενετική μελέτη, με επικεφαλής δύο Έλληνες γενετιστές του εξωτερικού, τον Ιωσήφ Λαζαρίδη του Τμήματος Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστώνης και τον Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σιάτλ, η οποία δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Nature», εστίασε στην εποχή του Χαλκού (4η-3η-2η χιλιετία π.Χ.).

Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι είχαν μεγάλες γενετικές συγγένειες μεταξύ τους παρά τις όποιες μικρές διαφορές τους, κατάγονταν και οι δύο κυρίως από τους πρώτους νεολιθικούς γεωργούς στην περιοχή του Αιγαίου, της Ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και ήταν αυτόχθονες. 

Η προέλευση των Μυκηναίων και των Μινωιτών απασχολεί τους αρχαιολόγους για πάνω από έναν αιώνα και οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονταν έως τώρα κυρίως σε αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα.

Η νέα μελέτη ρίχνει πλέον νέο γενετικό φως στην καταγωγή τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Μινωίτες, οι δημιουργοί της πρώτης ευρωπαϊκής γραφής (της Γραμμικής Α, που δεν έχει ακόμη διαβασθεί), είχαν βαθιές ρίζες στο Αιγαίο και δεν προέρχονταν από κάποιον άλλο μακρινό εξελιγμένο πολιτισμό εκτός αιγαιακού χώρου. Η γενετική ανάλυση συμπεραίνει ότι οι αρχικοί πρόγονοι τόσο των Μινωιτών όσο και των Μυκηναίων ήσαν κατά βάση ντόπιοι γεωργικοί πληθυσμοί από τη νεολιθική Ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Δυτική Ανατολία (Μικρά Ασία).

Για πρώτη φορά μελετήθηκαν δείγματα αρχαίου DNA από οστά και δόντια 19 ατόμων, μεταξύ των οποίων δέκα Μινωιτών από την Κρήτη, από τις τοποθεσίες της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας στα νότια του νομού Ηρακλείου και του σπηλαίου του Αγίου Χαραλάμπους στο οροπέδιο του Λασιθίου (2900-1700 π.Χ.), τεσσάρων Μυκηναίων από την Αργολίδα της Πελοποννήσου και τη Σαλαμίνα (1700-1200 π.Χ.) και τριών κατοίκων της νοτιοδυτικής Ανατολίας στην Τουρκία (2800-1800 π.Χ.). Αυτά τα αρχαία γονιδιώματα συγκρίθηκαν με το αρχαίο DNA 332 ανθρώπων από γειτονικές χώρες και 2.616 συγχρόνων (μεταξύ των οποίων δύο σημερινών Κρητών). Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) ο Ι. Λαζαρίδης…

«οι πρώτοι Νεολιθικοί πληθυσμοί της δυτικής Ανατολίας και της Ελλάδας ήσαν εξαιρετικά ομοιογενείς, απόγονοι ενός κοινού πρωτο-γεωργικού πληθυσμού από την 7η χιλιετία π.Χ. Τα νέα δεδομένα της μελέτης μας αποδεικνύουν πως τόσο οι Μυκηναίοι όσο και Μινωίτες προέρχονται κατά βάση, σε ποσοστό 75% έως 85%, από αυτό τον πρωτο-γεωργικό πληθυσμό».

Η ανατολική και η βόρεια γενετική συνεισφορά. Η έρευνα δείχνει ότι τόσο στους Μυκηναίους όσο και στους Μινωίτες υπάρχει επίσης μια μικρότερη ανατολική γενετική επιρροή, σε ποσοστό 10% έως 15%, από τη Δυτική Ασία, η οποία σχετίζεται με τους αρχαίους κατοίκους του Καυκάσου, της Αρμενίας και του Ιράν. Όμως οι Μυκηναίοι διέφεραν από τους Μινωίτες, επειδή είχαν στο DNA τους και μια βόρεια γενετική «συνεισφορά» από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της ανατολικής Ευρώπης και της Σιβηρίας.
Αντίθετα, οι Μινωίτες δεν εμφανίζουν τέτοια γενετική κληρονομιά από τους πληθυσμούς των βορείων στεππών. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι οι μετανάστες – επιδρομείς από το Βορρά εξαπλώθηκαν σε ένα μικρό ποσοστό στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά δεν έφθασαν ποτέ έως τη μινωική Κρήτη.

Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «οι Μυκηναίοι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μινωίτες, αλλά έχουν κι ένα μικρό ποσοστό προέλευσης, της τάξης του 5% έως 15%, από βόρειους αρχαίους πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης και Σιβηρίας, το οποίο δεν έχουν οι Μινωίτες. Αυτή η γενετική συνιστώσα φαίνεται πως εξαπλώθηκε μετά το 3.000 π.Χ. δυτικά σε όλη την Ευρώπη, μέσω ποιμενικών πληθυσμών από τις στέπες, που βρίσκονταν βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία». 

Όπως αναφέρει ο Έλληνας επιστήμονας, «η ακριβής γεωγραφική προέλευση και η διαδρομή αυτών των βορείων και ανατολικών επιρροών θα διευκρινιστεί καλύτερα στο μέλλον, με δειγματοληψία περισσοτέρων γειτονικών αρχαίων πληθυσμών. Υποδεικνύει πάντως κάποιο μικρό βαθμό πληθυσμιακής μετακίνησης προς τον Αιγαιακό χώρο, ένα αρκετά εύλογο συμπέρασμα, αφού η Ελλάδα είναι η γεωγραφική γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία».
Η μελέτη δείχνει ότι «μετανάστες» από περιοχές βόρεια και ανατολικά του Αιγαίου μπορεί να συνέβαλαν σε ένα μικρό βαθμό στην ανάδυση των μεγάλων Αιγαιακών πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού κατά τη δεύτερη και τρίτη χιλιετία π.Χ.

Όμως η έρευνα δεν διαπίστωσε κάποιο διακριτό γενετικό «αποτύπωμα» ούτε των Αιγυπτίων ούτε των Φοινίκων στο DNA των Μινωιτών ή των Μυκηναίων. Σύμφωνα με τους ερευνητές, «αυτό οδηγεί σε απόρριψη της υπόθεσης ότι οι πολιτισμοί του Αιγαίου δημιουργήθηκαν από μετανάστες που προέρχονταν από παλαιούς πολιτισμούς εκείνων των περιοχών (Μέσης Ανατολής ή Αφρικής)».

 

Η γενετική συνέχεια των Ελλήνων.

 

Όσον αφορά τους σημερινούς Έλληνες, η έρευνα δείχνει ότι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μινωίτες – Μυκηναίους, οι οποίοι ήσαν οι πρώτοι που έγραψαν και την Ελληνική γλώσσα με τη Γραμμική Α και Β.

Όπως είναι αναμενόμενο βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου έχει σήμερα πια επέλθει μια επιπλέον μείωση της γενετικής επιρροής των πρωτο-γεωργών αν όχι τόσο σημαντική. «Το κύριο συμπέρασμα από την μελέτη μας», υπογραμμίζει ο κ. Λαζαρίδης, «είναι πως η πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας, χωρίς απομόνωση».
Οι ερευνητές τονίζουν ότι δυο βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν μελλοντικά, είναι πότε για πρώτη φορά οι κοινοί «ανατολικοί» πρόγονοι των Μινωιτών και των Μυκηναίων έφθασαν στο Αιγαίο και κατά πόσο οι «βόρειοι» πρόγονοι των Μυκηναίων έκαναν σποραδικές διεισδύσεις στην Ελλάδα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα ή μία γρήγορη και μαζική μετανάστευση, όπως συνέβη στην Κεντρική Ευρώπη. Άσχετα πάντως με τις απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι υπήρξαν δύο τουλάχιστον μεταναστευτικά ρεύματα προς το Αιγαίο, ένα από την Ανατολή και ένα από το Βορρά, τα οποία ήλθαν να προστεθούν στην αρχική μετανάστευση και διασπορά στον Αιγαιακό και Ελληνικό χώρο των εξ Ανατολής πρώτων γεωργών ήδη πολύ πριν την Εποχή του Χαλκού.

Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «είναι αξιοσημείωτο πόσο συνεχής έχει υπάρξει η κληρονομιά των πρώτων Ελλήνων γεωργών στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της νότιας Ευρώπης. Οι Έλληνες δεν αναδύθηκαν βέβαια πλήρως σχηματισμένοι από τα βάθη της προϊστορίας, αλλά στην πραγματικότητα ήσαν πάντα ένας λαός στη διαδικασία του γίγνεσθαι, ένα «έργο σε εξέλιξη», καθώς μεταναστευτικά στρώματα δια μέσου των εποχών έρχονταν να προστεθούν, αλλά ποτέ δεν έσβησαν την αρχική γενετική κληρονομιά των πληθυσμών της Εποχής του Χαλκού».

 

Συμπέρασμα, η ιστορία των Έλληνων πάει πίσω στο 3-4.000 π.Χ.

 

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι Μινωίτες και Μυκηναίοι ήταν γενετικά πολύ όμοιοι και ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απόγονοι αυτών των πληθυσμών. Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι κατάγονται κυρίως από νεολιθικούς πληθυσμούς ή και χιλιάδες χρόνια νωρίτερα και είναι αυτόχθονες.

Το πάθος για την ιστορία ενέπνευσε τον Σταματογιαννόπουλο για να ξεκινήσει αυτή την έρευνα:«Για πάνω από 100 χρόνια, πολλές πολύ αμφισβητούμενες θεωρίες κυκλοφόρησαν αναφορικά με την καταγωγή των κατοίκων της εποχής του χαλκού της κλασικής και της σύγχρονης Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων του «ερχομού των Ελλήνων» στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, της υπόθεσης «μαύρη Αθηνά» για την αφροασιατική προέλευση του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας και την περιβόητη θεωρία του 19ου αιώνα, του Γερμανού ιστορικού Fallmerayer, που υποστήριξε την άποψη ότι οι απόγονοι της αρχαίας Ελλάδας εξαφανίστηκαν κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα».

Η νέα μελέτη επιλύει όλα τις υπάρχοντα προβλήματα ενώ παρέχει βασικές απαντήσεις. Κυρίως, τα ευρήματα διαψεύδουν την ευρέως κρατούσα θεωρία ότι οι Μυκηναίοι ήταν ένας ξένος πληθυσμός στο Αιγαίο και δεν σχετίζονταν με τους Μινωίτες. Τα αποτελέσματα επίσης διαλύουν τη θεωρία ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν κατάγονται από τους Μυκηναίους και τους μετέπειτα αρχαιοελληνικούς πληθυσμούς. Σε γενικές γραμμές, η νέα μελέτη δείχνει ότι υπάρχει γενετική συνέχεια στο Αιγαίο από τον καιρό τουλάχιστον των πρωτοαγροτών ή και πιο παλιά μέχρι τη σύγχρονη Ελλάδα.

Οι λαοί της Ηπειρωτικής Ελλάδας μπορεί να είχαν κάποια ανάμειξη με τους Αρχαίους Βορειο Ευρασιάτες και τους λαούς της Ανατολικοευρωπαϊκής στέπας τόσο πριν, όσο και μετά από τον καιρό των Μινωιτών και Μυκηναίων, κάτι που μπορεί να παρέχει τον ελλείποντα κρίκο μεταξύ αυτών που μιλούν την Ελληνική και των γλωσσικών συγγενών τους οπουδήποτε στην Ευρώπη και την Ασία. Η μελέτη, έτσι, υπογραμμίζει την ισχύ της ανάλυσης του αρχαίου DNA για να λυθούν ενοχλητικά ιστορικά προβλήματα και θέτει τη βάση για πολλές μελλοντικές μελέτες που υπόσχονται να ξεμπλέξουν θέματα της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της γλώσσας.

Στη μελέτη συμμετείχαν κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες, όπως ο εξελικτικός γενετιστής Ντέηβιντ Ράιχ του Χάρβαρντ και ο Γιοχάνε Κράουζε, διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Μελέτη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα της Γερμανίας. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν επίσης οι Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Δήμητρα Λοτάκη (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Γιάννης Μανιάτης (Εργαστήριο Αρχαιομετρίας «Δημόκριτου»), Μανώλης Μιχαλοδημητράκης (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Γιώργος Κορρές (Τμήμα Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών) και οι αρχαιολόγοι Γιάννης Τζεδάκης, Αντώνης Βασιλάκης, Αναστασία Παπαθανασίου και Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου.

 

ΠΗΓΗ