Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955 συνδέεται άμεσα με τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο που υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γεωργίου Γρίβα Διγενή είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους Άγγλους αποικιοκράτες. Η Μεγάλη Βρετανία που από το νησί της διοικούσε τον μισό και πλέον πλανήτη που είχε ως αποικίες με το δόγμα του «Διαίρει και Βασίλευε», αποφάσισε να το θέσει σε εφαρμογή και στην Ελλάδα για να κάμψει το φρόνημα, όχι της κυβέρνησης, αλλά των Ελλήνων πολιτών που αυθορμήτως διαδήλωναν υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Εκμεταλλευόμενοι την ασθένεια του Πρωθυπουργού Στρατάρχη Παπάγου την άνοιξη του 1955 και την κούρσα που είχε ξεκινήσει για την διαδοχή του με επικρατέστερους τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (υπουργός Εθνικής Αμύνης) και τον Στέφανο Στεφανόπουλο (υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης), έθεσαν σε λειτουργία το σχέδιό τους, εκμεταλλευόμενοι φυσικά και την διαχρονική ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων στα εγκλήματα των Τούρκων. Παρά το ότι η Τουρκία είχε παραιτηθεί από οποιανδήποτε αξίωσή της στην Κύπρο με τα άρθρα 20 και 27 της Συνθήκης της Λωζάνης που υπεγράφη το 1923, η Βρετανία διοργανώνοντας Τριμερή Συνδιάσκεψη για το «Κυπριακό» την επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σαν ισότιμο συνομιλητή και παρασκηνιακά οι εκπρόσωποι της την «συμβουλεύουν» να κρατά και ανυποχώρητα επιθετική στάση.
Η επαναφορά της Τουρκίας σε αυτήν την θέση οφείλεται και στα λάθη και στις παραλείψεις του Έλληνα εκπροσώπου Στέφανου Στεφανόπουλου η «γραμμή» του οποίου νομιμοποίησε ουσιαστικά τη Τουρκία, ίσως για να αποτελέσει αντίβαρο στην μέχρι τότε «σκληρή» στάση που είχε κρατήσει στο θέμα της Κύπρου. Επίσης η Συνδιάσκεψη συνέπεσε με το άγριο Πογκρόμ που ξέσπασε από τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, κάτι που δυστυχώς η ελληνική αντιπροσωπεία δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αναδείξει. Από αυτού του σημείου και μετά τα πράγματα για την Τουρκία έγιναν πολύ ευκολότερα στο να ξεφορτωθούν τους Έλληνες της Πόλης και να υφαρπάξουν τις περιουσίες τους όπως πριν από τριάντα τρία χρόνια έκαναν με τους αντίστοιχους της Μικράς Ασίας. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας İstanbul Ekspres με την είδηση Ττης έκρηξης – προβοκάτσια στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.
Η Κύπρος αποτελεί το πρόσχημα
Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί το κατάλληλο ανθελληνικό κλίμα, έτσι από εκεί που στην Τουρκία κανείς δεν ενδιαφέρονταν για την Κύπρο, οργανώσεις όπως «Η Κύπρος είναι τουρκική» άρχισαν να ιδρύονται παντού στην χώρα με την χρηματοδότηση του κυβερνώντος κόμματος, τις οποίες οργανώσεις στελέχωναν ως επί το πλείστον μέλη του. Επικεφαλής της ανθελληνικής οργάνωσης ήταν ο Χικμέτ Μπιλ που ανήκε στον κύκλο του Τούρκου Πρωθυπουργού Μεντερές και ήταν δημοσιογράφος της Χουρριέτ (εδώ να πούμε ότι «δημοσιογράφοι» της ίδιας εφημερίδας είχαν παίξει ύποπτο ρόλο και στην «κρίση» των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996) ο οποίος μέσω δημοσιευμάτων στην εφημερίδα εξωθούσε τα τουρκικά βάρβαρα στίφη εναντίον των Ελλήνων….
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας İstanbul Ekspres με την είδηση Ττης έκρηξης – προβοκάτσια στο σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη
Μέσα σε αυτό το ανθελληνικό κλίμα που η ίδια η τουρκική κυβέρνηση καλλιεργούσε με την βοήθεια της Βρετανίας, δόθηκε η ευκαιρία στους Τούρκους να διώξουν την τόσο ενοχλητική γι’ αυτούς ελληνική κοινότητα που οι ίδιοι είχαν δεχτεί να κρατήσουν με την συνθήκη της Λωζάνης. Στα πλεονεκτήματα των Τούρκων εκτός από την απροκάλυπτη υποστήριξη των Βρετανών, προστέθηκε και η ακυβερνησία που ουσιαστικά υπήρχε στην χώρα μας με αφορμή την ασθένεια του Παπάγου.
Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που η γνωστή για την περιφρόνησή της στις Διεθνείς Συνθήκες Τουρκία εξαπέλυε πογκρόμ κατά των Χριστιανών γενικά αλλά και των Ελλήνων ειδικότερα. Οι προσπάθειές της ξεκινούσαν από το 1923 με την απαγόρευση άσκησης πολλών επαγγελμάτων για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με απώτερο σκοπό την έκδιωξή τους από την Πόλη και το 1928 λόγω εμπρησμού αποτεφρώθηκε η ελληνική συνοικία Ταταύλα. Το 1941 την στιγμή που η χώρα μας πολεμούσε στο πλευρό των “συμμάχων” η τουρκική κυβέρνηση κάλεσε στον στρατό είκοσι κλάσεις Ελλήνων οι οποίοι εστάλησαν σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας με απώτερο σκοπό την φυσική τους εξόντωση. Επίσης τον επόμενο χρόνο το 1942 επεβλήθη αυθαίρετα μεγάλος φόρος περιουσίας για τις περιουσίες των Ελλήνων, του οποίου το ύψος ήταν στην κρίση του εκάστοτε εφοριακού. Παρά τις προσπάθειες όμως ο Ελληνισμός κρατούσε τις αντιστάσεις του, τώρα όμως το τουρκικό σχέδιο είχε καταρτιστεί με κάθε λεπτομέρεια.
Η αφορμή και οι τρομερές καταστροφές
Ο φύλακας του υποτιθέμενου σπιτιού όπου δήθεν γεννήθηκε ο ντονμές Κεμάλ Ατατούρκ και στεγάζονταν το τουρκικό προξενείο Θεσσαλονίκης, τοποθετεί έναν μικρό εκρηκτικό μηχανισμό στο κτήριο, Τον μηχανισμό είχε παραλάβει από έναν φοιτητή Έλληνα πολίτη μουσουλμάνο όμως στο θρήσκευμα τον Οκτάι Εγκίν, ο πατέρας του οποίου ήταν πρώην βουλευτής Ροδόπης στο ελληνικό κοινοβούλιο,. Από την, μικρής ισχύος, έκρηξη καταστράφηκαν μόνον μερικά τζάμια, η αφορμή όμως για τις βιαιότητες που θα ακολουθούσαν είχε δοθεί. Από το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ταξίμ τα τουρκικά στίφη που αποτελούνταν από αστυνομικούς με πολιτικά, μέλη του κυβερνώντος κόμματος, οργανωμένους φοιτητές παρακρατικούς, αλλά και μεταφερόμενους από την Ασία. ‘Ολοι αυτοί είχαν ειδοποιηθεί μέσα από κάλεσμα που είχε γίνει από τα τζαμιά της Κωνσταντινούπολης.
Το σύνθημα για να αρχίσουν οι καταστροφές δόθηκε με την έκτακτη κυκλοφορία της εφημερίδας «Istanbul Express» η οποία σημειωτέον τυπώθηκε με ρεπορτάζ για το γεγονός πριν αυτό ακόμα γίνει! Η εφημερίδα που μοιράζονταν δωρεάν στον συγκεντρωμένο όχλο είχε μία φανταστική περιγραφή του περιστατικού κάτω από τον τίτλο «καταστράφηκε το σπίτι του πατέρα μας με βόμβα» όπου κατηγορούνταν για όλα οι Έλληνες.
Από στρατιωτικά οχήματα άρχισαν τότε να κατεβαίνουν εκατοντάδες εγκληματίες που είχαν έρθει γι’ αυτόν τον σκοπό από τα βάθη της Ασίας, Λαζοί, Κούρδοι και Τσέτες οπλισμένοι με λοστούς, μαχαίρια και ρόπαλα ενώνονται με τους διαδηλωτές και με συνθήματα «Σπάστε, γκρεμίστε είναι Γκιαούρης» και «Ανάθεμα στους Γκιαούρηδες» επιτίθενται με μανία στα μαγαζιά και τα σπίτια των Ελλήνων.
Πρώτος τους στόχος ήταν το ελληνικό καφενείο «Επτάλοφος» στην πλατεία Ταξίμ το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς, στη συνέχεια μία ομάδα ξέκοψε προς την συνοικία του Πέρα όπου τα καταστήματα στην πλειοψηφία τους ήταν ελληνικά και τα κατέστρεψε όλα. Αυτό που ακολούθησε δύσκολα μπορεί να το περιγράψει πολιτισμένος άνθρωπος. Οι καταστροφείς δρούσαν οργανωμένα και είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: η πρώτη έσπαγε με τους λοστούς τις πόρτες και τα τζάμια των καταστημάτων, η δεύτερη σκορπούσε τα πράγματα στον δρόμο και η τρίτη λεηλατούσε και ολοκληρώνε την καταστροφή. Εκατό τέτοιες φονικές ομάδες δρούσαν από τον Βόσπορο μέχρι την θάλασσα του Μαρμαρά οι οποίες καθοδηγούνταν από επικεφαλής οι οποίοι ήταν εφοδιασμένοι με καταλόγους με τα καταστήματα και τα σπίτια των Ελλήνων οι οποίοι είχαν συνταχθεί από πριν.
Ο εμπρησμός του ελληνικού προξενείου στη Σμύρνη…
Η Εκκλησία δέχεται το μένος των Τούρκων
Εκτός από το πλήθος των καταστημάτων που καταστράφηκαν υπήρξαν τριάντα επτά νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και αμέτρητοι βιασμοί. Η μανία των Τούρκων στράφηκε και στις εκκλησίες 73 εκ των οποίων κατεστράφησαν, εκατοντάδες ιερείς κακοποιήθηκαν και βεβηλώθηκαν ακόμα και οι τάφοι οι οποίοι ανοίχτηκαν και πετάχτηκαν έξω από αυτούς τα οστά των νεκρών.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ζάππειο Λύκειο και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης δέχονται επίθεση με απίστευτη βιαιότητα. 4.500 καταστήματα και 3,500 οικίες Ελλήνων καταστράφηκαν ολοσχερώς, τα εργοστάσια και τα εστιατόρια των Ελλήνων παραδόθηκαν στις φλόγες…
Μετά από όλα αυτό το χρονικό της βίας οι Τούρκοι είναι πλέον πολύ κοντά να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, να διώξουν τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που για 1.100 χρόνια και πλέον αποτελούσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μας. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε τότε όπως ακριβώς αντιδρούσε στο παρελθόν και όπως, δυστυχώς, θα συνεχίσει να αντιδρά και στο μέλλον: Συνέστησε ψυχραιμία και άφησε την Τουρκία ατιμώρητη για ένα ακόμα έγκλημά της. Εμείς οι εθνικιστές όμως οφείλουμε όχι μόνον να καταγγείλουμε αυτά τα εγκλήματα αλλά και να τα θυμόμαστε ώστε αν κάποια στιγμή μπορέσουμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη.
Γιάννης Δράκος