Για να γίνει ξανά αξιοπρεπής μία χώρα, άρα ελεύθερη, πρέπει να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία – πληρώνοντας προφανώς το βαρύ τίμημα της ανοησίας και της αδράνειας των Πολιτών της για τόσα πολλά χρόνια, καθώς επίσης των λαθών και προδοσιών των κυβερνήσεων της.
Όπως έχουμε επισημάνει στο άρθρο μας «Η αυστραλιανή φούσκα του 1,7 τρις $», τα τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα και η συμπεριφορά των τραπεζών είναι υπεύθυνα για την υπερχρέωση των Πολιτών – κατ’ επέκταση οι εποπτικοί μηχανισμοί της χώρας, οι οποίοι τα επιτρέπουν, οπότε σε τελική ανάλυση η κυβέρνηση. Όταν όμως ένας πρωθυπουργός είναι πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, ασφαλώς θα θελήσει να υποστηρίξει τις τράπεζες – άρα θα επιδιώξει να επιρρίψει την ευθύνη στους Πολίτες, ως συνήθως με τη συνεργασία ορισμένων ΜΜΕ.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην Αυστραλία, στην οποία η πιο αξιόπιστη δημοσιογραφική εκπομπή, η «Four Corners» του κρατικού ABC, ισχυρίσθηκε πως η ευθύνη βαραίνει τους καταναλωτές – παρά το ότι τα περισσότερα «επενδυτικά δάνεια» ήταν τοξικά εν αγνοία των νοικοκυριών, ενώ δόθηκαν ως επί το πλείστον σε συνταξιούχους με μηδέν χρέος που σήμερα κινδυνεύουν να χάσουν ότι έχουν και δεν έχουν. Μία Πολίτης πάντως αγωνίζεται σθεναρά για τα συμφέροντα του συνόλου, έχοντας δημιουργήσει έναν σύνδεσμο υποστήριξης των καταναλωτών απέναντι στις τράπεζες και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (πηγή) – ενώ προβλέπει επίσης πως η αγορά ακινήτων είναι έτοιμη να καταρρεύσει.
Από τα παραπάνω, από τις φούσκες ακινήτων του παρελθόντος στις Η.Π.Α., στην Ιρλανδία ή στην Ισπανία, καθώς επίσης από τις σημερινές στον Καναδά, στην Κίνα, στη Σουηδία κοκ., συμπεραίνει εύλογα κανείς πως οι άνθρωποι σε όλες τις χώρες μπορούν να γίνουν εύκολα θύματα των τραπεζών και των κερδοσκόπων – ενώ η ευθύνη δεν βαραίνει τους ίδιους αλλά, κυρίως, τις τράπεζες, τις ελεγκτικές αρχές και την κυβέρνηση τους.
Στην περίπτωση δε μίας νομισματικής ζώνης, όπως της Ευρωζώνης, η ευθύνη της πτώσης της ανταγωνιστικότητας των κρατών-μελών, των ελλειμμάτων, του άκρατου δανεισμού των κυβερνήσεων και της υπερχρέωσης των χωρών είναι κυρίως των εποπτικών μηχανισμών της, της ΕΚΤ και της κεντρικής της διοίκησης – των Αρχών και Θεσμών της δηλαδή, οι οποίοι τότε δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Δυστυχώς όμως οι Έλληνες έχουν σε τέτοιο βαθμό χειραγωγηθεί, ώστε να έχουν πιστέψει πως ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα δάνεια ή τις πιστωτικές κάρτες που μοίραζαν αφειδώς οι τράπεζες στο παρελθόν – οι οποίες εισέπρατταν μεν τα κέρδη από τον «αέρα» που πουλούσαν πανάκριβα και ανεύθυνα (ανάλυση), αλλά μετέφεραν ζημίες στους φορολογουμένους άνω των 40 δις € που αύξησαν το δημόσιο χρέος, παρά το ότι αφελληνίσθηκαν.
Εκτός αυτού έχουν πεισθεί πως στους ίδιους οφείλεται η υπερχρέωση και η χρεοκοπία του δημοσίου, παρά το ότι γνωρίζουν το μέγεθος της διαφθοράς του κρατικού μηχανισμού και της πολιτικής του παρελθόντος – όπου δεν γινόταν καμία συναλλαγή χωρίς τεράστιες μίζες, με αποτέλεσμα οι υπερτιμολογήσεις του στρατιωτικού εξοπλισμού, των έργων υποδομής, των φαρμάκων κοκ. να έχουν εκτοξεύσει το χρέος στα ύψη. Πιστεύουν επίσης πως για το σημερινό κατάντημα της χώρας τους δεν φταίει αυτός που την οδήγησε ύπουλα στο ΔΝΤ, συκοφαντώντας την παράλληλα δημόσια, ούτε εκείνοι που υπέγραψαν τη μετατροπή της σε αποικία – από τα μνημόνια και το εγκληματικό PSI, έως την τρίτη και θανατηφόρα δανειακή σύμβαση του Ιουλίου του 2015.
Έχουν δε την άποψη πως ο πρωθυπουργός προσπάθησε πραγματικά να διαπραγματευθεί και τελικά απέτυχε, εκβιαζόμενος από τους πιστωτές – χωρίς καν να αναρωτούνται εάν υπήρχε άλλος δρόμος για να παραμείνει στην εξουσία κάποιος που κατέφερε να την υφαρπάξει λέγοντας εν γνώσει του τόσα πολλά ψέματα, ειδικά μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Με απλά λόγια, ο μοναδικός δρόμος για να παραμείνει στην διακυβέρνηση της χώρας, καθώς επίσης για να υφαρπάξει επί πλέον το κόμμα από τους παραδοσιακούς «ιδιοκτήτες» του (τη σημερινή ΛΑΕ), δεν ήταν άλλος από εκείνον που ακολούθησε – εκμεταλλευόμενος με το χειρότερο δυνατόν τρόπο τον πρώην υπουργό οικονομικών, ο οποίος μπορεί μεν να γνώριζε τη δουλειά του, αλλά από πολιτική είχε κυριολεκτικά μεσάνυχτα.
Ανόητος πάντως δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο πρωθυπουργός, αλλά ο πρώην υπουργός οικονομικών του και όλοι όσοι πίστεψαν στο μεγαλύτερο «παραμύθι» όλων των εποχών: στην «ηρωική» διαπραγμάτευση του 2015, μέσω της οποίας δολοφονήθηκε κυριολεκτικά η τελευταία ελπίδα των Ελλήνων. Το αποτέλεσμα της ήταν άλλωστε να έχει τρομοκρατηθεί και στη συνέχεια να αποχαυνωθεί εντελώς η ελληνική κοινωνία, ανεχόμενη ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μία χώρα: την οικονομική κατοχή της στο διηνεκές, από την οποία δεν μπορεί ποτέ να απελευθερωθεί, εάν δεν επαναστατήσει έγκαιρα.
Δυστυχώς δε ελάχιστοι κατανοούν πως είναι εντελώς διαφορετικό το να ανήκει ένα κράτος στη σφαίρα επιρροής μίας υπερδύναμης, όπως των Η.Π.Α. ή να έχει κατακτηθεί στρατιωτικά, όπως από τη ναζιστική Γερμανία το 1940 – αφού στην πρώτη περίπτωση οι διεθνείς συνθήκες είναι δυνατόν να αλλάξουν προς όφελος του, ενώ στη δεύτερη μπορεί να απελευθερωθεί. Όταν όμως τα περιουσιακά του στοιχεία εξαγοράζονται και οι Πολίτες του μετατρέπονται σε σκλάβους χρέους, δεν έχει καμία τέτοια δυνατότητα – οπότε είναι ανόητες αυτού του είδους οι συγκρίσεις.
Το γεγονός πάντως της σύγκρισης της δήθεν αριστερής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης με την αντίστοιχη της Βενεζουέλας, τεκμηριώνει πως όσοι το ισχυρίζονται είναι διανοητικά βαριά ασθενείς – αφού η κατάρρευση της κάποτε τέταρτης πλουσιότερης χώρας στον πλανήτη με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της δεν οφείλεται φυσικά στις μαρξιστικές της αντιλήψεις, πόσο μάλλον όταν ο μαρξισμός απέχει πολύ από το να είναι ένα οικονομικό σύστημα, αλλά στα τεράστια διαχειριστικά της λάθη (άρθρο).
Τέλος οι Έλληνες πιστεύουν πως η βασική ευθύνη για την αδυναμία εξυπηρέτησης των τραπεζικών τους δανείων σήμερα, καθώς επίσης για την αύξηση των χρεών τους στο δημόσιο και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, είναι δική τους – παρά το ότι οφείλεται 100% στο εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, λόγω των οποίων μειώθηκαν κατακόρυφα τα εισοδήματα τους, εκτοξεύθηκαν στα ύψη οι φόροι, κατέρρευσε το κοινωνικό κράτος κοκ.
Η μοναδική λύση για την Ελλάδα
Συνεχίζοντας, όλα αυτά δεν σημαίνουν φυσικά πως η αντικατάσταση της κυβέρνησης από την αξιωματική αντιπολίτευση θα αποτελούσε λύση – αφού το μοναδικό σχέδιο που έχει η τελευταία είναι το μνημόνιο της πρωσικής κυβέρνησης, για το οποίο επί πλέον δηλώνει πως θέλει να έχει την ιδιοκτησία του! Εν προκειμένω πρόκειται κυριολεκτικά για ότι πιο ανόητο έχουμε ακούσει στη ζωή μας – αφού οδηγεί στην εκούσια υποδούλωση της πατρίδας μας στο διηνεκές.
Από την άλλη πλευρά, οι λύσεις που έχει ακόμη στη διάθεση της η Ελλάδα εξαρτώνται από το τι ακριβώς θέλουν οι Έλληνες – από το τι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, καθώς επίσης από την πρόθεση τους ή μη να αγωνισθούν για να πετύχουν το στόχο τους. Για παράδειγμα, εάν θεωρούν πως το σημαντικότερο αγαθό είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η εθνική για μία χώρα, τότε οφείλουν να γνωρίζουν πως η πραγματική της πηγή είναι η ελευθερία – οπότε δεν μπορεί να είναι αξιοπρεπής μία χώρα που χρωστάει αδυνατώντας να εξυπηρετήσει η ίδια τα χρέη της, που κυβερνάται από τους πιστωτές της, που έχει καταλυθεί το δημοκρατικό της πολίτευμα αφού ψηφίζει μόνο εναλλακτικά πιόνια των δανειστών, που δεν γίνεται σεβαστό το σύνταγμα της από τα μέτρα που της επιβάλλονται, που ευρίσκεται σε καθεστώς κυλιόμενης χρεοκοπίας κοκ.
Για να γίνει τώρα ξανά αξιοπρεπής μία χώρα, άρα ελεύθερη, πρέπει να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία – πληρώνοντας προφανώς το βαρύ τίμημα της αδράνειας των Πολιτών της για τόσα πολλά χρόνια, καθώς επίσης των λαθών και προδοσιών των κυβερνήσεων της, οι οποίες την οδήγησαν στη σημερινή της οδυνηρή κατάσταση. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει σήμερα τη χρεοκοπία της Ελλάδας – την αναβολή της πληρωμής των χρεών της, έως εκείνη τη στιγμή που θα καταφέρει να αναπτύσσεται ξανά και θα είναι σε θέση να εξυπηρετεί ένα μέρος τους, διαγράφοντας ονομαστικά το υπόλοιπο.
Φυσικά σε αυτό το χρονικό διάστημα θα πρέπει να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερο τις ανάγκες της με δικά της μέσα – για παράδειγμα, με την αγορά ελληνικών προϊόντων από τους Πολίτες της όπου, εάν δεν υπάρχουν ορισμένα, απλά οφείλουν να μάθουν να ζουν χωρίς αυτά.
Εν προκειμένω, οι Έλληνες θα έπρεπε να είναι πρόθυμοι να υποστούν τις όποιες συνέπειες, οι οποίες ασφαλώς θα ήταν οδυνηρές τα πρώτα χρόνια – κάτι που αποφασίζουν μόνο λαοί που θεωρούν ως βασικότερη επιθυμία τους την εθνική τους αξιοπρέπεια, άρα την ελευθερία και την εθνική τους κυριαρχία.
Σε μία τέτοια περίπτωση οι Έλληνες θα πλημμύριζαν τους δρόμους με ένα και μοναδικό αίτημα από την (όποια) πολιτική τους ηγεσία: τη στάση πληρωμών πάση θυσία, όπως οι Ισλανδοί στο παρελθόν σε σχέση με τις τράπεζες τους, για την πληρωμή των υποχρεώσεων των οποίων ήταν ουσιαστικά υπεύθυνο το δημόσιο. Επί πλέον την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων της «προδοσίας» τους – εναντίον των οποίων θα έπρεπε να κατατεθούν μηνύσεις εκ μέρους κυρίως των δικηγόρων και των συλλόγων τους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα και είναι υπεύθυνοι για την αποκατάσταση του κοινού περί Δικαίου αισθήματος.
Επίλογος
Είναι αποφασισμένοι οι Έλληνες να θυσιάσουν τη σημερινή τους ευημερία, την οποία χάνουν σταδιακά, όχι ξαφνικά και απότομα, έτσι ώστε να συνηθίσουν τη μελλοντική τους εξαθλίωση; Είναι πρόθυμοι να αγωνισθούν και να υποφέρουν για να ανακτήσουν την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και την εθνική τους κυριαρχία; Έχουν την αρετή και την τόλμη που απαιτείται;
Κατά την άποψη μας, επιθυμώντας να είμαστε ρεαλιστές και χωρίς ψευδαισθήσεις, η συντριπτική πλειοψηφία δεν είναι πρόθυμη για τίποτα από τα παραπάνω – θέλοντας να κερδίσει έναν πόλεμο, χωρίς να χρειαστεί να δώσει καμία μάχη και χωρίς να θυσιάσει απολύτως τίποτα (ανάλυση).
Ως εκ τούτου οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες θα παραμείνουν θεωρητικές, λεκτικές και χωρίς ουσιαστικό στόχο – περιοριζόμενες στα πληκτρολόγια των Η/Υ, στις τηλεοπτικές επαναστάσεις ορισμένων δημοσιογράφων για εκτόνωση του πλήθους και τηλεθέαση, στις διαδηλώσεις ενόψει επισκέψεων του πρωθυπουργού όπως στη ΔΕΘ κοκ. Στο «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» κατά τη λαϊκή έκφραση – δηλαδή, «στην παράβλεψη ή υποβάθμιση γεγονότων ή λόγων προς διακοπή ή αποφυγή πιθανής αντιπαράθεσης ή/και σύγκρουσης».
Του Β. Βιλιάρδου